Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΙΣΤΟΡΙΕΣ

Τα λιμάνια της αγωνίας, τα λιμάνια του αγώνα

Πώς συνδέεται η απεργία των λιμενεργατών στον Πειραιά μετά το τραγικό εργατικό ατύχημα, με τη βικτωριανή Αγγλία και το Σαν Φρανσίσκο του Μεσοπολέμου; Οι λιμενεργάτες ανέκαθεν αγωνίζονταν να πείσουν για το αυτονόητο: ότι οι ζωές των εργατών μετράνε.

Για τους ταξιδιώτες και τους ποιητές, είναι τόποι πασπαλισμένοι με κοσμοταξιδεμένα όνειρα ή την πικρή επίγευση διαψευσμένων προσδοκιών. Τόποι που αντηχούν το γέλιο της αντάμωσης και τον πικρό λυγμό του αποχωρισμού. Πέρα όμως από φόντο ανεξίτηλο στις καρτ ποστάλ της ζωής μας, τα λιμάνια ήταν ανέκαθεν τόποι σκληροί. Ιδίως για όσους εργάζονται σε αυτά.

Η δουλειά των λιμενεργατών, όσο κι αν έχει βελτιωθεί με την πρόοδο της τεχνολογίας, παραμένει πολύ «βαριά». Και καθώς, σύμφωνα με τον οικονομολόγο Τομά Πικετί, από ορισμένες απόψεις η ανισότητα σήμερα είναι μεγαλύτερη από εκείνη του 19ου αιώνα, οι συνθήκες εργασίας στα λιμάνια συχνά αντανακλούν σαν σε σέπια κάτι από βικτωριανή Αγγλία.

Στις 25 Οκτωβρίου, ο 46χρονος λιμενεργάτης Δημήτρης Δαγκλής έχασε τη ζωή του στην Προβλήτα ΙΙ στο Σταθμό Εμπορευματοκιβωτίων του λιμανιού του Πειραιά, καταπλακωμένος από μια γερανογέφυρα. Για τα περισσότερα ΜΜΕ, αυτός ο θάνατος «δεν συνέβη» ποτέ, καθώς ελάχιστα γράφτηκαν. Ένας νεκρός «στα αζήτητα». «Δεν είναι η “κακιά” στιγμή. Είναι αποτέλεσμα της εντατικοποίησης της εργασίας, των ελλιπών μέτρων ασφάλειας της υγείας μας και της ακεραιότητάς μας. Είναι αποτέλεσμα των απανωτών κόντρα βαρδιών, των υπερωριών, του πετάμε “νέους εργάτες” να κολυμπήσουν χωρίς την απαραίτητη εκπαίδευση», θα έλεγε ο πρόεδρος της Ένωσης Εργαζομένων  Διαχείρισης Εμπορευματοκιβωτίων στο λιμάνι (ΕΝΕΔΕΠ) Μάρκος Μπέκρης.

Οι συνάδελφοι του Δημήτρη Δαγκλή αμέσως μετά τον θάνατό του κατέβηκαν σε απεργία. Η ΣΕΠ ΑΕ (θυγατρική) του ομίλου Cosco (ο οποίος πλέον ελέγχει το 67% του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς), και η εργολαβική εταιρεία DPort Services που έχει αναλάβει τη λειτουργία και τη διαχείριση του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων στις δυο προβλήτες για λογαριασμό της ΣΕΠ Α.Ε., πριν ταφεί ο νεκρός εργάτης (η κηδεία του δημοσιεύεται πως έγινε στις 30 Οκτωβρίου), προσέφυγαν στη δικαιοσύνη για να κηρυχθεί η απεργία παράνομη – κάτι που τελικά πέτυχαν με μεταγενέστερη προσφυγή. Ωστόσο, έπειτα από μια βδομάδα απεργίας και εν όψει προγραμματισμένης 48ωρης, η Cosco έκανε αποδεκτά βασικά αιτήματα των εργαζομένων: πέντε άτομα ανά βάρδια σε κάθε πόστο (έξι ζητούσαν οι εργαζόμενοι), κατάργηση κόντρα βαρδιών, σύσταση επιτροπής υγιεινής και ασφάλειας. Παραμένει το αίτημα για συλλογική σύμβαση εργασίας.

Με αφορμή το τραγικό εργατικό ατύχημα στο δικό μας λιμάνι, κάνουμε εδώ μια βουτιά στα λιμάνια και τη σκληρή ιστορία των ανθρώπων που τα κρατάνε ζωντανά. Των ανθρώπων που στους ώμους τους στηριζόταν ανέκαθεν το παγκόσμιο εμπόριο, κι όμως συχνά αντιμετωπίζονταν ως «αναλώσιμοι». Των ανθρώπων αυτών, σε στιγμές που σήκωσαν κεφάλι και άλλαξαν τη ζωή τους – και την ιστορία.

Λονδίνο 1889: Όταν ολόκληρη αυτοκρατορία παρέλυσε από μια απεργία

«Μας οδηγούν σε ένα σιδηρόφρακτο απ’ άκρη σ’ άκρη υπόστεγο. Έξω από αυτό, περνά ένας επιστάτης ή εργολάβος, περπατά πάνω κάτω με τον αέρα του εμπόρου σε παζάρι βοοειδών, διαλέγοντας από ένα πλήθος ανδρών οι οποίοι, στην αγωνία τους να εργαστούν, ποδοπατά ο ένας τον άλλον και διαγκωνίζονται σαν ζώα για την ευκαιρία δουλειάς μίας ημέρας»: έτσι περιέγραφε ο Μπεν Τάιλετ του συνδικάτου των λιμενεργατών του Λονδίνου τη διαδικασία με την οποία εργάτες προσλαμβάνονταν στα λιμάνια – το λεγόμενο «call on».

Βρισκόμαστε στην εποχή της βικτωριανής Αγγλίας. Τότε που η Βρετανική Αυτοκρατορία διαχειριζόταν έναν τεράστιο πλούτο, όμως ένα επίσης τεράστιο ποσοστό του πληθυσμού στην Αγγλία λιμοκτονούσε. Τότε που ένα στα έξι βρέφη πέθαιναν πριν κλείσουν τον ένα χρόνο ζωής. Και που για να επιβιώσουν οι άνθρωποι στο Ανατολικό Λονδίνο δούλευαν κυριολεκτικά ακόμα και μέσα στα σκατά, εξερευνώντας βόθρους με την ελπίδα να «ψαρέψουν» κάποιο πολύτιμο αντικείμενο.

Οι συνθήκες στα λιμάνια δεν διέφεραν σε σκληρότητα. Για τους περισσότερους εργάτες ήταν δύσκολες, αλλά για τους περιστασιακούς («casuals») ήταν ό,τι χειρότερο, αφού ήταν στο έλεος των εργολάβων και των επιστατών, που προσλάμβαναν και απέλυαν κατά βούληση.

Τους περιστασιακούς τους καλούσαν τελευταία στιγμή για δουλειά όταν πια το πλοίο φαινόταν στον ορίζοντα. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, δεν μπορούσε να προβλεφθεί με ακρίβεια η άφιξη των πλοίων λόγω καιρικών συνθηκών. Αυτό σήμαινε πως κάποιες μέρες ελλιμενίζονταν πολλά, άλλες λίγα. Και οι εταιρείες δεν ήθελαν να πληρώνουν χέρια παρά μόνο όταν σίγουρα τα χρειάζονταν.

Σχεδόν όλη η δουλειά γινόταν χειρωνακτικά. Τα μηχανήματα ήταν στοιχειώδη. Μάλιστα, ο υποσιτισμός των λιμενεργατών σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη κανονισμού για τον χειρισμό των γερανών που συχνά είχαν και σάπια σκοινιά καθιστούσαν τη δουλειά ακόμα πιο σκληρή και εξαιρετική επικίνδυνη.

Κι ήταν αυτοί, οι τελευταίοι του Θεού, που θα συσπειρώνονταν σε μια ιστορική πια απεργία, καθοριστική για το εργατικό κίνημα, που θα παρέλυε την καρδιά της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, το λιμάνι του Λονδίνου – το μεγαλύτερο τότε στον κόσμο.

Όταν μια μέρα ξεφόρτωσαν το πλοίο «Lady Armstrong», απαίτησαν την επιπλέον αμοιβή που προβλεπόταν επειδή είχαν τελειώσει γρήγορα τη δουλειά. Οι εταιρείες East India και West India Dock Company όμως είχαν κόψει το «μπόνους» προκειμένου «να προσελκύσουν επενδύσεις» (κατά τη σημερινή «διάλεκτο»), δηλαδή περισσότερα πλοία στις δικές τους αποβάθρες. Ο ανταγωνισμός των εταιρειών είχε ενταθεί τότε λόγω ύφεσης στο εμπόριο και υπερπροσφοράς σε αποβάθρες και αποθήκες.

Αυτό ήταν. Οι ανειδίκευτοι λιμενεργάτες παράτησαν ό,τι έκαναν και ξεκίνησαν απεργία στις 12 Αυγούστου 1889. Διεκδικούσαν αμοιβή 6 σεντ την ώρα και να μην τους επιλέγουν συγκεντρώνοντάς τους ως ζώα προς σφαγή. Στις 19 του μήνα ίδρυσαν συνδικάτο. Στις 20, στο λιμάνι είχε μπει λουκέτο και τα αγαθά σάπιζαν στα καράβια. Μέχρι τις 27 Αυγούστου, γύρω στους 130.000 εργάτες συμμετείχαν σε μια απεργία που ήταν στην ουσία γενική.

«Λιμενεργάτες, χειριστές φορτηγίδων, εργάτες τσιμέντου, οδηγοί φορτίων, σιδεράδες, ακόμα και κορίτσια στη βιομηχανία σταματούν τη δουλειά. Αν συνεχιστεί για μερικές ακόμα μέρες, όλο το Λονδίνο να βρίσκεται σε διακοπές. Όλη η τεράστια μηχανή που θρέφει και ντύνει πέντε εκατομμύρια ανθρώπους θα σταματήσει εντελώς, και τι θα γίνει στο τέλος; Μια παροιμιώδης μικρή σπίθα έφερε πυρκαγιά που απειλεί να καταπιεί όλη τη μητρόπολη», έγραφε η Evening News & Post στις 26 Αυγούστου.  Ταυτόχρονα, οι γυναίκες των λιμενεργατών είχαν κηρύξει «στάση πληρωμών» στα ενοίκια των σπιτιών τους.

Ωστόσο, καθώς περνούσαν οι μέρες και εισόδημα δεν υπήρχε, αυτοί οι χιλιάδες και οι οικογένειές τους άρχισαν να λιμοκτονούν. Δεν χρειαζόταν και πολύ εξάλλου, καθώς ζούσαν έτσι κι αλλιώς σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Κι αυτό από μόνο του θα ήταν υπεραρκετό για να ηττηθούν λήγοντας την απεργία παρά τις προσπάθειες των διοργανωτών που προσπαθούσαν να τους ενθαρρύνουν θυμίζοντάς τους την πρόσφατη τότε νικηφόρο απεργία (τριών εβδομάδων) των 1.400 εργατριών σε βιομηχανία σπίρτων του Ανατολικού Λονδίνου.

Τέλος στο μονοπώλιο του «συνδικαλισμού της αριστοκρατίας»

Οι εργοδότες χαμογελούσαν πλέον σαρκαστικά. «Δεν μπορούμε να αυξήσουμε τους μισθούς, γιατί έτσι είτε δεν θα υπάρχει καμία πιθανότητα μερίσματος για τους μετόχους των κοινών εταιρειών ή θα φύγουν τα πλοία από το λιμάνι», έλεγε επικεφαλής εταιρείας. «Όταν νιώσουν την πίεση, και πρέπει να τη νιώσουν, οι ελπίδες των απεργών θα εξανεμιστούν και θα εκπλαγώ αν υπάρξουν έστω κι απομεινάρια».

Η εργοδοσία δεν είχε όμως υπολογίσει μια ανέλπιστη εξέλιξη. Από την άλλη γωνιά της γης, το συνδικάτο των Αυστραλών λιμενεργατών άπλωσε το χέρι στους Βρετανούς συναδέλφους του και έστειλε 30.000 στερλίνες για τη στήριξη του αγώνα, που προστέθηκαν στις 18.000 από λοιπή στήριξη. Αυτό ήταν. Τώρα οι εργοδότες, διχασμένοι έτσι κι αλλιώς μεταξύ τους, άρχισαν να ιδρώνουν και να ξε-ιδρώνουν, πιεσμένοι και από τους πλοιοκτήτες που ήθελαν να δοθεί λύση σύντομα.  

Με την υποστήριξη και τη μεσολάβηση και της Καθολικής Εκκλησίας στο πρόσωπο του Καρδινάλιου Μάνινγκ που πρωταγωνίστησε στις διαπραγματεύσεις (πολλοί εργάτες ήταν Ιρλανδοί καθολικοί), η απεργία έληξε μετά από έναν ολόκληρο μήνα, στις 14 Σεπτεμβρίου, με νίκη των εργατών, των οποίων ικανοποιήθηκαν όλα τα αιτήματα. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, στη νίκη της απεργίας συνετέλεσε και η στάση του αστυνομικού διοικητή, που δεν υπέκυψε στις πιέσεις των εταιρειών του λιμανιού, καθώς οι αστυνομικοί φέρονται να «έβλεπαν τους εαυτούς τους ως μέλη της εργατικής τάξης, που δούλευαν πολύ και πληρώνονταν λίγο».

Ο συνδικαλισμός στη Βρετανία είχε πλέον αλλάξει για πάντα. Δεν συνδικαλίζονταν πλέον μόνο οι ειδικευμένοι «αριστοκράτες της εργασίας», αλλά και οι ανειδίκευτοι εργάτες. Μετά την απεργία, οι λιμενεργάτες ίδρυσαν το νέο Γενικό Συνδικάτο Εργατών που σύντομα απέκτησε 20.000 μέλη. Τα μέλη των συνδικάτων στη χώρα αυξήθηκαν από 750.000 το 1888 σε 1,5 εκατ. το 1892 και 2 εκατ. το 1899.

Ο Τζον Μπερνς, μέλος της ιστορικής πια απεργιακής επιτροπής, ήταν ο πρώτος εργαζόμενος πολίτης που έγινε υπουργός.

«Ματωμένη Πέμπτη» 1934 ή «Πόλεμος στο Σαν Φρανσίσκο»

Σχεδόν μισό αιώνα μετά την απεργία των λιμενεργατών του Λονδίνου, η μέθοδος του «call on», που είχε καταργηθεί στη βρετανική πρωτεύουσα από το 1891, συνεχιζόταν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού –  στη Νέα Υόρκη και την προβλήτα Embarcadero του Σαν Φρανσίσκο. Οι λιμενεργάτες ονόμαζαν το Embarcadero «σκλαβοπάζαρο»: Κάθε μέρα πριν τις 8 το πρωί συγκεντρώνονταν εκεί «σαν βόδια ή πρόβατα ή (να τολμήσει κάποιος να πει;) σαν τις γυναίκες στην παρέλαση των 135 μπουρδέλων της πόλης» εξευτελιζόμενοι το ίδιο, έγραφε ο Κέβιν Σταρ στο «Endangered Dreams, the Great Depression in California». Καθημερινά υπήρχαν μόλις 1.500 δουλειές για 4.000 εργάτες.

Παρά τη σχετική πρόοδο της τεχνολογίας, οι συνθήκες εξακολουθούσαν να είναι πολύ σκληρές. Όσοι επιλέγονταν θα δούλευαν από 2 έως 36 ώρες συνεχόμενα αναλόγως με το φορτίο. Οι εργάτες διαχειρίζονταν «τεράστιο βάρος, υποβοηθούμενοι μόνο από τις πλέον βασικές πλατφόρμες, τροχαλίες, βαρούλκα και κοχλίες, και βασιζόμενοι κυρίως στην ομαδική εργασία», έγραφε ο ιστορικός Ντέιβιντ Μοντγκόμερι. Και μάλιστα, πιέζονταν από τους επιστάτες να επισπεύδουν, με αποτέλεσμα οι καρδιακές προσβολές να είναι συχνές –και κάποτε θανάσιμες- και οι λιποθυμίες από την εξάντληση, πολλές.

Τότε οι λιμενεργάτες της Δυτικής Ακτής είτε δεν ήταν οργανωμένοι σε συνδικάτα είτε εκπροσωπούνταν από εργοδοτικά συνδικάτα. Αυτή ήταν η κατάσταση μετά από μια σειρά αποτυχημένων απεργιών. Το «σκλαβοπάζαρο» του Σαν Φρανσίσκο διαχειριζόταν μια εργοδοτική ένωση γνωστή ως «μπλε βιβλίο». Όσοι αναζητούσαν εργασία έπρεπε να είναι μέλη της. Οι εταιρείες του λιμανιού είχαν αναθέσει τη διαδικασία επιλογής σε εταιρείες-υπεργολάβους.

Το 1933, καθώς ο τότε Νόμος για την Εθνική Βιομηχανική Ανάκαμψη οδήγησε πολλούς ανθρακωρύχους να γραφτούν στα συνδικάτα τους, ήταν χιλιάδες και οι λιμενεργάτες που γράφτηκαν στην Διεθνή Ένωση Λιμενεργατών / ILA (International Longshoremen Association). Οι πιο ριζοσπάστες που εξέδιδαν την εφημερίδα «Waterfront Worker» («Ο Εργάτης του Λιμανιού») ίδρυσαν στο πλαίσιο του ILA την ομάδα Albion Hall με επικεφαλής των Χάρι Μπρίτζες. Κι ήταν η Albion Hall που άρχισε να πιέζει για ουσιαστικές αλλαγές, και όχι ο συντηρητικός μέχρι τότε ILA υπό την ηγεσία του Τζόζεφ Ράιαν.

Οι λιμενεργάτες διεκδικούσαν περισσότερους εργάτες ανά πόστο, ελαφρύτερα φορτία και ένα ανεξάρτητο συνδικάτο.

Ο κόμπος όμως έφτασε κάποια στιγμή στο χτένι. Στις 9 Μαΐου 1934, μετά από την αποτυχία των διαπραγματεύσεων με την Ένωση Εργοδοτών του Λιμανιού για τις συνθήκες εργασίας, οι λιμενεργάτες της Δυτικής Ακτής έκλεισαν τις αποβάθρες σε μήκος περίπου 3.200 χιλιομέτρων – δηλαδή, όλα τα κύρια λιμάνια: του Σιατλ, της Τακόμα, του Πόρτλαντ, του Σαν Φρανσίσκο, του Σαν Πέντρο, του Σαν Ντιέγκο. Διεκδικούσαν ένα δολάριο την ώρα, εξάωρη εργασία, εβδομάδα τριάντα ωρών, εκπροσώπηση στα συνδικάτα και κυρίως την κατάργηση του «σκλαβοπάζαρου» και την αντικατάστασή του με ένα χώρο πρόσληψης που θα διαχειρίζονταν τα συνδικάτα.

Η απεργία θα κρατούσε 83 ολόκληρες μέρες και μέχρι σήμερα βρίσκεται στο «πάνθεον» με τις 31 μεγαλύτερες απεργίες στην ιστορία των ΗΠΑ.

Κι αυτό γιατί πολύ σύντομα, όλοι, από τους οδηγούς φορτηγών μέχρι τους ναύτες, τους πυροσβέστες, τους μάγειρες και του καμαρότους, θα απεργούσαν δίπλα στους λιμενεργάτες. Στις 16 Μαΐου 1934, η San Francisco Examiner θα έγραφε ότι ούτε ένα φορτηγό πλοίο δεν είχε αποπλεύσει από λιμάνι της Δυτικής Ακτής την προηγούμενη ημέρα. Κάτι τέτοιο συνέβαινε για η πρώτη φορά στην ιστορία.

Στις 28 Μαΐου, κι ενώ ο πρόεδρος της ILA Ράιαν ανακοίνωνε επίτευξη συμφωνίας που όμως παρέβλεπε βασικά αιτήματα των απεργών, η αστυνομία επιτέθηκε στην πορεία των λιμενεργατών. Την επομένη, οι απεργοί θα γιούχαραν τον Ράιαν και θα απέρριπταν ομόφωνα τη «συμφωνία» που προωθούσε.

Το πρωί της Πέμπτης 5 Ιουλίου, με την ομίχλη να αγκαλιάζει σχεδόν στοργικά το λιμάνι, καμιόνια με απεργοσπάστες μπήκαν στο Embarcadero, συνοδευόμενα από ισχυρή αστυνομική δύναμη.  Οι λιμενεργάτες ήταν εκεί και διαδήλωναν, ενώ κόσμος είχε μαζευτεί στους γύρω δρόμους.

Ο αέρας σε λίγο θα μύριζε κυριολεκτικά μπαρούτι.  Οι απεργοί άρχισαν να στήνουν οδοφράγματα και να ρίχνουν μπουκάλια, πέτρες και τούβλα εναντίον των αστυνομικών. Οι τελευταίοι θα χρησιμοποιούσαν αρχικά δακρυγόνα. Όταν έσπασαν τα μπλόκα των απεργών, βγήκαν τα γκλομπ και τα όπλα.

«Πόλεμος στο Σαν Φρανσίσκο», έγραφε το Chronicle. «Το αίμα ρέει κόκκινο στους δρόμους». 

Δύο εργάτες, ο Χάουαρντ Σπέρι και ο Νικ Μπορντουάζ, ήταν πλέον νεκροί. Εξήντα επτά είχαν τραυματιστεί. Την ίδια ημέρα ο κυβερνήτης Φρανκ Μίριαμ κήρυξε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης κι έστειλε την Εθνοφρουρά στο λιμάνι. Οι διαδηλωτές άρχισαν να υποχωρούν. Η απεργία είχε τελειώσει – έγραφαν οι εφημερίδες. 

Την επόμενη ημέρα, ένα τεράστιο πλήθος απεργών και υποστηρικτών τους συμμετείχαν στην κηδεία των σκοτωμένων εργατών. Ολόκληρο το Σαν Φρανσίσκο θρηνούσε για τη «Ματωμένη Πέμπτη».

Ήταν μέσα σε αυτό το κλίμα που στις 14 Ιουλίου ψηφίστηκε Γενική Απεργία. Και τότε επήλθε φρενίτιδα. Ο δήμαρχος του Σαν Φρανσίσκο Άνγκελο Ρόσι κήρυξε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Φράνκλιν Ρούσβελτ θα έλεγε αργότερα πως τότε πολλοί «έχασαν το μυαλό τους» και «όλοι απαιτούσαν να πλεύσω στο λιμάνι του Σαν Φρανσίσκο [σσ: έπλεε εκείνη τη μέρα με το πλοίο USS Houston για τη Χαβάη] με όλες τις σημαίες ψηλά και τα όπλα διπλογεμισμένα και να τερματίσω την απεργία». Πρόταση που ο Ρούσβελτ απέρριψε.

«Αυτόκλητοι τιμωροί», το μακρύ χέρι του κράτους

Η γενική απεργία είχε υπονομευτεί πριν ακόμα από την κήρυξή της. Το Κεντρικό Συμβούλιο Εργασίας (Central Labor Council), που για καιρό αντιστεκόταν σθεναρά στην προοπτική μιας γενικής απεργίας, μπορεί να είχε ψηφίσει υπέρ αλλά σύστησε μια 25μελή απεργιακή επιτροπή αποτελούμενη κυρίως από εκείνους που είχαν ψηφίσει εναντίον της. Είχε πάρει τα ηνία από την πιο ριζοσπαστική απεργιακή επιτροπή των λιμενεργατών. Στόχος, να τελειώσει η απεργία όσο το δυνατόν πιο σύντομα. 

Πολιτειακές αρχές και εταιρείες ενέτειναν τις προσπάθειες να στρέψουν την κοινή γνώμη ενάντια στους απεργούς: μιλούσαν πια εν χορώ για «Κομμουνιστικό Κίνδυνο». Και οι εφημερίδες: «Η κατάσταση στο Σαν Φρανσίσκο δεν περιγράφεται σωστά με τον όρο γενική απεργία», έγραφαν οι Los Angeles Times. «Αυτό που συμβαίνει είναι μια ανταρσία, μια εξέγερση εμπνευσμένη και καθοδηγούμενη από κομμουνιστές ενάντια στο οργανωμένο κράτος. Υπάρχει μόνο ένα πράγμα να γίνει: να καταπνιγεί η εξέγερση όση βία κι αν χρειάζεται».

Η δημοτική αρχή «επιστράτευσε» 500 επιχειρηματίες για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Η αστυνομία προμηθεύτηκε τόνους πυρομαχικών. Και «αυτόκλητοι τιμωροί», ανάμεσά τους και στελέχη της Αμερικανικής Λεγεώνας, εξαπέλυαν τον τρόμο κάνοντας φύλλο και φτερό τα γραφεία συνδικάτων και καταστρέφοντας τα συσσίτια των απεργών. 

Μέσα σε αυτό το κλίμα, η γενική απεργία, με τη συμμετοχή περίπου 130.000 εργατών, ξεκίνησε στις 16 Ιουλίου και κράτησε τέσσερις ημέρες. Ακόμα και τα θέατρα και τα σινεμά κατέβασαν ρολά, ενώ πολλές μικρές επιχειρήσεις έκλεισαν αυτοβούλως (είχε επιτραπεί να λειτουργεί η τροφοδοσία) αναρτώντας πανό υποστήριξης για τους απεργούς. Στις 17 Ιουλίου, οι αυτόκλητοι τιμωροί δρούσαν πια με «οπισθοφυλακή» την Εθνική Φρουρά της Καλιφόρνια που περιφρουρούσε με οπλοπολυβόλα επάνω σε φορτηγά ακροβολισμένα στον δρόμο. Η Ένωση Βιομηχάνων είχε ανθρώπους που έκαναν επιδρομή μαζί με την αστυνομία. Σε άλλη περίπτωση, οι «τιμωροί» συνέλαβαν 13 ριζοσπάστες στο Σαν Χοσέ, που μέσω του σερίφη διώχθηκαν σε άλλη χώρα. Οι εφημερίδες επικροτούσαν τη δράση των τιμωρών, οι οποίοι γενικώς τα έκαναν γυαλιά καρφιά, αφήνοντας πίσω τραυματίες, τους οποίους έπειτα συλλάμβανε η αστυνομία.  

Οι ρωγμές ήταν ήδη εμφανείς. Οι απεργοί δεν μπορούσαν να «κρατήσουν» άλλο. Στις 27 Ιουλίου θα ξεφόρτωναν το πρώτο πλοίο μετά από σχεδόν τρεις μήνες. Η απεργία είχε λήξει.

Πολλοί θεώρησαν το άμεσο αποτέλεσμα ως ήττα.  Ωστόσο, οι εργάτες πλέον είχαν «ψηθεί» στον αγώνα, την αλληλεγγύη, κι είχαν χτίσει έναν ολόκληρο μηχανισμό. Με πολλές μικρότερες απεργίες στη συνέχεια θα πετύχαιναν την ικανοποίηση κάποιων αιτημάτων τους. Έτσι, λιμενεργάτες έδιωχναν μέλη που εργάζονταν πάνω από το «ταβάνι» των 120 ωρών την εβδομάδα, μήνυσαν μαφιόζο του λιμανιού «γιατί συκοφαντούσε τους έγχρωμους αδελφούς τους» και πίεζαν τους εργοδότες να απολύουν τους απεργοσπάστες. Όλα είχαν αλλάξει.

Τον Οκτώβριο του 1934, τρεις μήνες μετά το τέλος της απεργίας, τα περισσότερα αιτήματα των λιμενεργατών τελικά ικανοποιήθηκαν μέσω μιας επιτροπής διαιτησίας της κυβέρνησης Ρούσβελτ. Ο βασικός μισθός τους αυξήθηκε στα 95 σεντ την ώρα και 1,40 για την υπερωρία. Καθιερώθηκε εργασία έξι ωρών την ημέρα και 30 την εβδομάδα. Τα Σαββατοκύριακα και οι αργίες θα πληρώνονταν εφεξής ως υπερωρίες.  Όσον αφορά στη διαδικασία του call on, θεσμοθετήθηκαν χώροι που εφεξής θα τους διαχειρίζονταν από κοινού εργοδότες και τα συνδικάτα των λιμενεργατών.

Ο Μπρίτζες θα γινόταν πρόεδρος του ILA του Σαν Φρανσίσκο το 1935 κι έπειτα πρόεδρος της νέας ένωσης που δημιουργήθηκε το 1937 Διεθνής Ένωση Λιμανιού & Αποθηκών (International Longshore and Warehouse Union).

Μεγάλοι θρίαμβοι, τραγικές ήττες

Σήμερα, στις Προβλήτες ΙΙ και ΙΙΙ του Λιμανιού του Πειραιά δραστηριοποιούνται υπεργολάβοι, έχει καταγγελθεί ότι δημιουργήθηκε εργοδοτικό συνδικάτο για να κατευθύνει τις εξελίξεις, για χρόνια οι εργαζόμενοι δεν είχαν διάλειμμα, και ήταν (είναι ακόμα αρκετοί) «με το κινητό στο χέρι για να κατεβούμε ανά πάσα στιγμή στο λιμάνι». Σύμφωνα με δημοσιεύματα, τόσο ο νεκρός εργάτης όσο κι εκείνος που χειριζόταν τη μοιραία γερανογέφυρα βρίσκονταν σε «κόντρα βάρδια», δηλαδή σε δεύτερη συνεχόμενη 12ωρη βάρδια με μόνο 8 ώρες ανάπαυσης μεταξύ των δύο. Σε ανακοίνωσή της η εταιρεία ανέφερε ότι ο εκλιπών βρισκόταν πλησίον της γερανογέφυρας «για άγνωστο λόγο».

Οι λιμενεργάτες του βικτωριανού Λονδίνου και του μεσοπολεμικού Σαν Φρανσίσκο θα συνομιλούσαν με ενδιαφέρον με τους σημερινούς συναδέλφους τους. Σε κάθε περίπτωση, η ιστορία των λιμενεργατών, όπως έγραφε ο Χόμπσμπαουμ, «είναι γεμάτη με δραματικά γεγονότα και προσωπικότητες… μεγάλους θριάμβους, αλλά και τραγικές ήττες». Όπως ο νεκρός Δημήτρης Δαγκλής κι η οικογένειά του που έμεινε να κοιτά μια άδεια καρέκλα στο τραπέζι. Όπως οι συνάδελφοί του που έδωσαν –και κέρδισαν- έναν αγώνα στη μνήμη του.

POP TODAY
ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΤΕΧΝΕΣ
LIFE
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.