«Το κόμμα πλέον απευθύνεται σε ευρύτερα ακροατήρια και όχι σε ένα αριστεροχώρι». Δε μάθαμε ποτέ αν όντως τελικά το είπε αυτό ο Αλέξης Τσίπρας, απαντώντας «σε ενοχλητική ερώτηση κάποιου συντρόφου του στην τελευταία πολιτική γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ», όπως ήθελε δημοσίευμα γνωστού ΜΜΕ. Παρότι δεν πληροφορηθήκαμε από το σχετικό άρθρο για το ποια ήταν ακριβώς αυτή η «ενοχλητική ερώτηση» και πώς διέρρευσε από κεκλεισμένων των θυρών κομματικές διαδικασίες τέτοιου είδους, η συζήτηση που γεννά είναι υπαρκτή. Από τις εκλογές του 2015 μέχρι το αναξιοποίητο -σε επίπεδο πολιτικών αποφάσεων τουλάχιστον- αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και από την υπογραφή ενός τρίτου μνημονίου με άκαμπτους όρους μέχρι την πρόσφατη ψήφιση ενός δυσβάσταχτου ασφαλιστικού/ φορολογικού νομοσχεδίου, παραφράζοντας αυτή την αληθή ή μη πρωθυπουργική δήλωση γεννάται ένα ερώτημα:
Σε ποιον απευθύνεται τελικά ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ, η χάραξη της πολιτικής του, οι συμφωνίες, οι διαπραγματεύσεις και οι «υπογραφές» του;
Ο αρθρογράφος και ποιητής Θωμάς Τσαλαπάτης στέκεται σε εκείνα τα δημοσιεύματα που περιγράφουν μια περαιτέρω μεταμόρφωση του κόμματος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ενώ υποστηρίζει πως από το 36% των εκλογών του 2015 οι αλλαγές δεν εντοπίζονται μόνο εντός του κομματικού πυρήνα. Θεωρεί λοιπόν πως η αναπαραγωγή της έννοιας «αριστεροχώρι» είναι: «Προσβλητική προς μέλη, συντρόφους και φίλα προσκείμενους στον ΣΥΡΙΖΑ, ασεβής ως προς την ιστορία της αριστεράς. Έχει περισσότερο νόημα να την σχολιάζουμε σε ένα γενικότερο πλαίσιο μιας προσπάθειας να παρουσιαστεί μια συμμαχία με τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ίσως εκεί εντάσσεται η διαρκής φήμη για ανασχηματισμό με συμμετοχή υπουργών-φαντασμάτων από το χώρο του ΠΑΣΟΚ). Οι καταγραφές αυτές, είτε περιγράφουν άλλη μια ενδεχόμενη μεταμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ, είτε φτιάχνουν κλίμα και πιέζουν προς αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση. Δεν είναι μόνο η διάσπαση, τα αποτελέσματα των διαφορετικών διαπραγματεύσεων ή η κοινωνική πίεση αυτά που άλλαξαν τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ταυτόχρονα μια σειρά από παθογένειες που ενυπήρχαν και ενεργοποιήθηκαν ή μεγεθύνθηκαν ακριβώς και λόγω των παραπάνω γεγονότων. Το αρχηγοκεντρικό μοντέλο όπου όλα τα ενδιάμεσα όργανα ατροφούν δημιουργώντας μια φασματική απευθείας σχέση ανάμεσα στους ψηφοφόρους και τον αρχηγό και ταυτόχρονα μια ομάδα γύρω από το πρόσωπο αυτό, ο νεοαυριανισμός όπως εκφράζεται στην παλαιά του μορφή είτε στη νέα, η αδυναμία σωστής ανάγνωσης και διαχείρισης πολλών πολιτικών καταστάσεων».
Σύμφωνα με τον Θωμά Τσαλαπάτη, στην πραγματικότητα το δίλλημα είχε τεθεί ήδη από τις εκλογές του 2012, από την ρευστοποίηση δηλαδή του παλαιού πολιτικού κόσμου και την έναρξη της συνομιλίας του ΣΥΡΙΖΑ με νέα για το κόμμα ακροατήρια, τη στιγμή που το κόμμα είχε δύο επιλογές: ή να μεταλλάξει τα ακροατήρια με τα οποία ερχόταν σε επαφή ή να μεταλλαχθεί το ίδιο (να τα ριζοσπαστικοποιήσει προς την κατεύθυνσή του ή να συντηρητικοποιηθεί το ίδιο). «Το πολιτικό αυτό εκκρεμές φαίνεται πως ακούμπησε το όριο της ριζοσπαστικοποίησης την περίοδο του δημοψηφίσματος. Από τις εκλογές και μετά βιώνουμε την αντίστροφη κίνηση του εκκρεμούς -που αν κάποιος είναι φιλικά διακείμενος μπορεί να την αποδώσει στην εκτεταμένη διαπραγμάτευση που ίσως φτάσει στο αντίστροφο άκρο με την επιβεβαίωση των αρχικών καταγραφών που αναφέραμε». Πριν λίγο καιρό μετά από άλλη μία μαραθώνια διαπραγμάτευση διάρκειας 11 ωρών, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος επέστρεψε από τις Βρυξέλλες με κατ’ αρχήν συμφωνία για το ελληνικό πρόγραμμα. Οι εκκρεμότητες/ προϋποθέσεις όμως παραμένουν κι αφορούν τους τομείς των ιδιωτικοποιήσεων, των «κόκκινων δανείων» και των εγγυήσεων του ελληνικού δημοσίου. «Αν υποθέσουμε πως μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης θα προκύψει κάποια θετική εξέλιξη σε σχέση με το χρέος (και ας το υποθέσουμε μόνο για χάρη του επιχειρήματος), τότε, μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει την τελευταία ευκαιρία να δείξει κάποια έστω στοιχεία αριστερής πολιτικής. Σε σχέση με τη διαχείριση της ανθρωπιστικής κρίσης, σε σχέση με τα δικαιώματα και τις θεσμικές αλλαγές στις σχέσεις του κράτους με την εκκλησία, στον εκδημοκρατισμό της αστυνομίας, σε σχέση με τις αλλαγές στην παιδεία και σε μια σειρά άλλα θέματα τα οποία μέχρι στιγμής δεν έχει τολμήσει να αγγίξει. Δεδομένης της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η κοινωνία δεν είμαι σίγουρος πως όλα αυτά θα είναι αρκετά, αλλά είμαι απολύτως σίγουρος πως αν και αυτά ακόμη δεν συμβούν ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταγραφεί στην ιστορία όχι μόνο ως ένα αποτυχημένο αριστερό κυβερνητικό πείραμα, αλλά και ως ένα άτολμο κόμμα που συντήρησε παθογένειες, διαχειρίστηκε το λάθος χωρίς να το αλλάξει και απέφυγε τις μάχες που έπρεπε να δώσει σε μια σειρά από περιπτώσεις».
Ο συγγραφέας και ραδιοφωνικός παραγωγός, Βαγγέλης Ραπτόπουλος, κάνει λόγο για ένα κόμμα ποικίλων εκφάνσεων, για τρία διαφορετικά πολιτικά σχήματα απευθυνόμενα και σε αλλιώτικα ακροατήρια από τη διαμόρφωση από την εκλογική συμμαχία αριστερών κομμάτων που διαμορφώθηκε το 2004 μέχρι σήμερα. «Υπήρξαν τρεις ΣΥΡΙΖΑ. Ο αρχικός του 3 με 4%. Εκείνος του 36,34%, που κέρδισε τις εκλογές τον Ιανουάριο του ’15. Και αυτός του 35,46%, που, μετά την αποχώρηση της ΛΑΕ, τις ξανακέρδισε τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. Παρά τον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα του με τις συνιστώσες, ο αρχικός ήταν συντριπτικά μικρότερος, αλλά εξέφραζε ένα πολύ πιο συνειδητοποιημένο και καθαρόαιμο κομμάτι της Αριστεράς, απ’ ό,τι οι δύο μεταγενέστεροι. Οι δύο τελευταίοι, πάλι, στα δικά μου μάτια αποτελούν περισσότερο ένα είδος λαϊκού μετώπου για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, με μεγάλη εκλογική επιρροή και με μια σχεδόν ανύπαρκτη οργανωτική δύναμη. Μια ακόμα, σημαντική διαφορά ανάμεσα στον αρχικό, λιλιπούτειο Σύριζα και στους μεταγενέστερους: οι τελευταίοι είναι κόμματα εξουσίας, η Πρώτη και η Δεύτερη Φορά Αριστερά. Όσο για τη βασική διαφορά μεταξύ των τελευταίων: ο πρώτος ήταν αντιμνημονιακός, ο δεύτερος μνημονιακός, έστω και παρά τη θέλησή του. Το ζήτημα είναι κατά πόσο θεωρεί κανείς πραξικόπημα του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, αυτό που μας συνέβη το περσινό καλοκαίρι. Θυμίζω ότι, με το hashtag #thisisacoup, πολίτες απ’ όλο τον κόσμο αποκαλούσαν στο twitter “πραξικόπημα” τη στάση των δανειστών απέναντί μας, ένα hashtag που υπήρξε υπ’ αριθμόν 1 ακόμα και στη Γερμανία. Υπάρχει εναλλακτική λύση απέναντι στη σημερινή δικτατορία των Τραπεζών; Εάν υπάρχει, τότε φταίνε ο Τσίπρας και ο τωρινός Σύριζα για το πρόσφατο μνημόνιο. Εάν δεν υπάρχει όμως (η λεγόμενη ΤΙΝΑ: There Is No Alternative), τότε για ποιο ακριβώς πράγμα να τους μεμφθεί κανείς, πέραν του ότι, πριν πάρουν την εξουσία, αγνοούσαν πως το αντιμνημονιακό τους πρόγραμμα ήταν ανέφικτο; Και πώς να επιστρέψεις σε εθνικό νόμισμα, όταν η παραγωγή σου είναι μάλλον μηδενική και η σύγχρονη οικονομία απολύτως διεθνοποιημένη;»
Αν δεν δείξει στοιχεία αριστερής πολιτικής, ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταγραφεί στην ιστορία όχι μόνο ως ένα αποτυχημένο αριστερό κυβερνητικό πείραμα, αλλά και ως ένα άτολμο κόμμα που συντήρησε παθογένειες, διαχειρίστηκε το λάθος χωρίς να το αλλάξει και απέφυγε τις μάχες που έπρεπε να δώσει σε μια σειρά από περιπτώσεις».
Εκτός από το αρχικό ερώτημα σχετικά με την τωρινή απεύθυνση του κόμματος, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος θέτει μια σειρά από συναφή άλλα, όπως το αν θα κατορθώσει ο ΣΥΡΙΖΑ να θέσει κόκκινες γραμμές στις απαιτήσεις των δανειστών, πόσο θα αντέξει η ελληνική κοινωνία μέσα σε συνθήκες αυξανόμενης ύφεσης και συνεχών μνημονίων, για το αν έχει το σθένος ο ΣΥΡΙΖΑ να συγκρουστεί με τη διαπλοκή και με τα οικονομικά συμφέροντα, σχετικά με το πότε θα δούμε επιτέλους κάποιου είδους κοινωνική δικαιοσύνη, αν θα υπάρξουν βαθιές αλλαγές σε τομείς που δεν επηρεάζονται από τα μνημόνια. «Το πρόβλημα είναι ότι ο ερασιτεχνισμός, η ανοργανωσιά, η αφέλεια και η έλλειψη ουσιαστικού οράματος περισσεύουν στον Σύριζα, ο οποίος, παρά τις αδυναμίες του, δεν είναι διαπλεκόμενος κι έχει σαφή πρόθεση να προασπίσει τα λαϊκά συμφέροντα. Τι να πούμε, όμως, και για την αχρηστία, την αναλγησία, τη διαφθορά και την αναξιοπιστία των πρώην κομμάτων εξουσίας, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ; Τα οποία κόμματα αποδείχτηκαν ανίκανα να προχωρήσουν σ’ έναν αστικό εκσυγχρονισμό, που στην πραγματικότητα καλείται τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ να διεκπεραιώσει; Εν ολίγοις, το μέλλον διαγράφεται αβέβαιο, και ίσως ζοφερό. Αλλά επειδή η κοινωνία, όσο κι αν είναι σήμερα το ηθικό της πεσμένο, δεν μπορεί να παραμείνει για πάντα σε μια κατατονική φάση, αργά ή γρήγορα θα έχουμε εξελίξεις. Ελπίζω, όχι προς ένα ακόμα μεγαλύτερο βύθισμα στην καθοδική σπείρα που ακολουθούμε, αλλά προς μια μέχρι τώρα αόρατη, καλύτερη, ανοδική κατεύθυνση».
Στο φυλλάδιο που καλούσε τους ψηφοφόρους να πουν «ΟΧΙ» οδεύοντας προς τις κάλπες της 5ης Ιουλίου 2015 απέναντι σε ένα άδικο και καταστροφικό δημοσιονομικό πρόγραμμα, το κόμμα έκανε λόγο για τους δανειστές εκείνους που αποσκοπούν στο να καταργήσουν τη δημοκρατία της χώρας και να ακυρώσουν τη λαϊκή εντολή που έφερε την Αριστερά στο τιμόνι της. O συγγραφέας και δημοσιογράφος Χριστόφορος Κάσδαγλης ανατρέχει στις εξελίξεις των τελευταίων 16 μηνών, συμπεριλαμβανομένης και της έκβασης του δημοψηφίσματος. «Προσωπικά δεν καταλογίζω τόσο στην κυβέρνηση το γεγονός ότι ηττήθηκε από τους δανειστές και αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει. Σε μια σύγκρουση, η ήττα – ακόμα και η συνθηκολόγηση- είναι μέσα στο παιχνίδι. Αυτό άλλωστε ήταν εξαρχής το πιο δύσκολο πεδίο για την αριστερή διακυβέρνηση. Και όσο κι αν είχαμε παραμυθιαστεί ότι θα μπορούσε η χώρα να μείνει στην Ευρωζώνη αποφεύγοντας τις πολιτικές λιτότητας, υπήρχε κατά βάθος η επίγνωση ότι, όπως σε κάθε διαπραγμάτευση, ήταν ανοιχτό το ενδεχόμενο σημαντικών υποχωρήσεων, ακόμα και επώδυνων συμβιβασμών. Αυτό που της καταλογίζω είναι ότι δεν επιχείρησε -συχνά ελλείψει προγράμματος- να εφαρμόσει από την πρώτη στιγμή ώριμες αριστερές πολιτικές, έστω κι εκείνες που δεν θα είχαν δημοσιονομικό κόστος. Αντί να πνεύσει άνεμος δημοκρατίας και αναδημιουργίας, η χώρα εγκλωβίστηκε σε εθνικολαϊκιστικές καταστάσεις και σε κοινοβουλευτικές μανούβρες, φιέστες και επιτροπές. Υπό μία έννοια, η ρήση του Αλέξη Τσίπρα για το αριστεροχώρι, αν ειπώθηκε, θα μπορούσε να έχει θεσμική βάση. Πράγματι, ως πρωθυπουργός είναι υποχρεωμένος να λειτουργεί θεσμικά για λογαριασμό όλων των Ελλήνων. Προσοχή, όμως: η δήλωση φέρεται να έγινε σε κομματικό όργανο. Και η διατύπωσή της είναι χαρακτηριστική: δεν μιλάει για την κυβέρνηση, μιλάει για το κόμμα. Στην ίδια κατεύθυνση δείχνει και το φλερτ με τους Ευρωπαίους Σοσιαλδημοκράτες. Όλα αυτά βέβαια δείχνουν, μεταξύ άλλων, πόσο έχει πυκνώσει ο πολιτικός χρόνος. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το κλειδί της απάντησης στο ερώτημά σας για το πόσο έχει αλλάξει ο ΣΥΡΙΖΑ. Η απάντηση είναι πολύ. Το πόσο πολύ, όμως, είναι νωρίς ακόμα να το πεις. Κρίνοντας από τα προφανή, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει “αδειάσει” μεγάλο μέρος του στελεχικού δυναμικού του, ενώ ένα άλλο τμήμα αδρανοποιείται σταδιακά. Οι οργανώσεις, τα κομματικά όργανα και ο εσωτερικός πολιτικός διάλογος έχουν αφυδατωθεί. Λείπουν οι συνιστώσες οι οποίες, καλώς ή κακώς, αποτελούσαν τη συνεκτική ύλη του κόμματος. Τα κέντρα αποφάσεων έχουν μεταφερθεί σε κυβερνητικά όργανα, όπως επίσης και μεγάλο μέρος των κομματικών στελεχών. Κι ακόμα, αναμένεται η διεύρυνση της κυβέρνησης με -ακόμα περισσότερα- στελέχη προερχόμενα από τον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς. Άλλη παράμετρος είναι η θεωρία ότι τα κόμματα που έχουν εμπλακεί σε μνημόνια εξαερώνονται, την οποία υποστήριξε προσφάτως στη Βουλή και ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος. Επικριτές της κυβέρνησης παρατηρούν ότι δεν εξήγησε για ποιο λόγο δεν θα υποστεί ανάλογες συνέπειες και ο ΣΥΡΙΖΑ. “Μήπως επειδή είναι οι μόνοι που μπορούν να τα εφαρμόσουν μέχρι τέλους;”, απαντούν ακόμα πιο σκληροί επικριτές».
Ο κάποτε υποψήφιος στα Δωδεκάνησα με το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, Χριστόφορος Κάσδαγλης, υποστήριζε ήδη πριν τη διεξαγωγή των κομβικών για την χώρα εκλογών του Ιανουαρίου 2015 πως το μοναδικό όπλο της Αριστεράς είναι ο κόσμος της κατά συνέπεια οφείλει να μην του αποκρύπτει την αλήθεια. « Το πολιτικό σκηνικό έχει μπει εδώ και 6 χρόνια σε πορεία συνεχούς ρευστοποίησης. Το φαινόμενο χτύπησε την Αριστερά όψιμα, λόγω της συγκροτημένης πορείας της προς την εξουσία. Τώρα όμως ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε μια καταιγιστική πορεία συνεχούς και οδυνηρής μετάλλαξης, που κανείς δεν ξέρει -νομίζω ούτε η ίδια του η ηγεσία- πώς ακριβώς θα εξελιχθεί. Σε κάθε περίπτωση, για το χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς τίθεται επειγόντως θέμα επανίδρυσης μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες. Στην πορεία αυτή θεωρώ σημαντικές δύο παραμέτρους: Η πρώτη είναι ότι η Αριστερά θα χρεωθεί σε μεγάλο βαθμό στο σύνολό της την αποτυχία του κυβερνητικού πειράματος του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν έχει σημασία αν κάποιοι διαχώρισαν τη θέση τους, ούτε πόσο εγκαίρως το έκαναν. Θα θεωρηθούμε από την ελληνική κοινωνία όλοι συνυπεύθυνοι – νομίζω ως ένα βαθμό σωστά. Από την άλλη, επανίδρυση έπειτα από ένα τόσο μεγάλο -ιστορικών διαστάσεων- σοκ, σημαίνει σε βάθος επανεξέταση όλων των μεγάλων ζητημάτων. Για να είναι επιτυχής και να έχει νόημα, η διαδικασία της επανατοποθέτησης των Αριστερών θα πρέπει ν’ αγγίξει τον βαθύτερο πυρήνα αυτού που υπήρξαν συλλογικά: Την αφήγηση, τις προτεραιότητες, τα στερεότυπα, τις ιδεολογικές παραμέτρους, τις προγραμματικές αρχές, το μοντέλο οργάνωσης και τους τρόπους δράσης. Τη θεωρία και την πράξη. Όλα εκ του μηδενός».
Τα κόμματα που έχουν εμπλακεί σε μνημόνια εξαερώνονται, υποστήριξε προσφάτως στη Βουλή ο Γιώργος Κατρούγκαλος. Δεν εξήγησε για ποιο λόγο δεν θα υποστεί ανάλογες συνέπειες και ο ΣΥΡΙΖΑ. “Μήπως επειδή είναι οι μόνοι που μπορούν να τα εφαρμόσουν μέχρι τέλους;”, απαντούν ακόμα πιο σκληροί επικριτές».
Η πιο πολυσυζητημένη παραίτηση που προκάλεσε πληθώρα δημοσιευμάτων ήταν αυτή της Βασιλικής Κατριβάνου, η οποία ψήφισε «Ναι» επί της αρχής το πρόσφατο πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών, καταψήφισε το άρθρο για το Ταμείο Αξιοποίησης και Επενδύσεων της Δημόσιας Περιουσίας και την τροπολογία που αφορά την Αυτόματη Δημοσιονομική Προσαρμογή και στη συνέχεια παραιτήθηκε από την κοινοβουλευτική της αρμοδιότητα αλλά όχι από το ίδιο το κόμμα. Στον αντίποδα, η πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Ηρώ Διώτη καταψήφισε τη συμφωνία του Ιουλίου, δεν είδε το όνομά της στα ψηφοδέλτια των εκλογών του Σεπτεμβρίου, δεν κατάφερε να εκφράσει τις αντιθέσεις και διαφοροποιήσεις της από την πολιτική του κόμματος εντός ενός συνεδρίου, γεγονότα που μαθηματικά την οδήγησαν στο να παραιτηθεί από μέλος του κόμματος. «Για να ενταχθεί και να οργανωθεί κάποιος και κάποια στην Αριστερά, δεν είναι απαραίτητο να έχει διαβάσει το Κεφάλαιο του Μαρξ ή να ξέρει απ’ έξω τι έχουν πει οι θεωρητικοί για το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Εντάσσεται κυρίως γιατί αντιλαμβάνεται και συνειδητοποιεί τη θέση στην οποία βρίσκεται μέσα σε αυτό το σύστημα που τον πνίγει και τον καταπιέζει και οργανώνεται από ένστικτο , γιατί μόνο με συλλογικό τρόπο, στην πραγματικότητα, μπορείς να κερδίσει κανείς μικρές ή μεγαλύτερες νίκες για την καθημερινότητά του. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα εγχείρημα, δύσκολο μεν- γιατί η αριστερά συνηθίζει να έχει βεβαιότητες και μοναδικές αλήθειες- όμως αποφάσισε να ανακατευτεί με τον κόσμο, να μην κάνει πολιτική αφ’ υψηλού, να εκπροσωπήσει τον κόσμο της εργασίας και τους νέους ανθρώπους, να υπερασπιστεί τα δημόσια αγαθά και τη δημόσια περιουσία και σ’ αυτή την συγκυρία, μετά και την ψήφιση του πρώτου μνημονίου που είναι τομή για την ζωή μας, εδώ και 6 χρόνια, να διεκδικήσει να κυβερνήσει ώστε να βάλει φρένο και να ανατρέψει μια καταστροφική πολιτική. Διάλεξε πλευρά λοιπόν. Διάλεξε με ποιους θα είναι. Δεν κατήγγειλε μόνο, αλλά προσπάθησε με όλα τα λάθη και τις αντιφάσεις του, να δώσει ένα άλλο παράδειγμα δημοκρατίας, αλληλεγγύης, κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτά στην αρχή».
Η πρώην βουλευτής παρατηρεί πως η εκλογική εκτίναξη των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ το 2012, υπήρξε και η αφετηρία για την στροφή στην πολιτική του και την εσκέμμενη άμβλυνση των ριζοσπαστικών εξαγγελιών του για ανατροπή. «Στρογγύλεψε τις αιχμές, καθησύχασε τον κόσμο, δεν τον προετοίμασε για μια σύγκρουση, δεν τον “παίδευε” σε μια άλλη λογική, δεν του έλεγε ότι δεν θα περπατάμε ανέμελοι στα λιβάδια και όσο πιο κοντινή διαφαινόταν η ανάληψη της διακυβέρνησης, τόσο μιλούσε για μια κατάσταση ομαλότητας όσο κι αν οι αντίπαλοι ήταν ισχυροί, όσο κι αν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ήταν και είναι εχθρικές. Και το 2015, πήρε την κυβέρνηση. Δεν είναι τυχαίο ότι πια η ηγετική ομάδα δεν μιλούσε πια για αριστερή κυβέρνηση μα για κυβέρνηση κοινωνικής ή ενίοτε εθνικής σωτηρίας. Πέραν της διαπραγμάτευσης και της ρήξης ή μη με τους δανειστές, και στο εσωτερικό της χώρας δεν έκανε καμία σύγκρουση με αυτούς που έχουν δύναμη και χρήμα, δεν τόλμησε να προχωρήσει σε μέτρα αναδιανομής του πλούτου, δεν νομοθέτησε την προστασία των εργαζόμενων ανθρώπων ή την αύξηση του κατώτατου μισθού, δε συγκρούστηκε με πελατειακές λογικές. Η απεύθυνση στο εθνικό ακροατήριο, ότι εδώ παίζεται το μέλλον της χώρας, λες και μέσα στην κρίση και με την εφαρμογή των μνημονίων δεν έχασε ο κόσμος της εργασίας και κέρδισαν οι επιχειρηματίες, οι μεγαλοεργολάβοι και το εντόπιο κατεστημένο, λες και τα μέτρα δεν είναι ταξικά, λες και δεν αφήνονται στο απυρόβλητο το μεγάλο κεφάλαιο και ο πλούτος, αποτυπώνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο και την μετάλλαξη του και την αλλαγή στρατοπέδου. Άλλωστε, όποιος προσχωρεί στην επιχειρηματολογία που μέχρι τα τώρα αντιπάλευε, όποιος εφαρμόζει μέτρα συνέχισης της διάλυσης της κοινωνίας, όποιος με τη σημαία της αριστεράς επικαλείται μονοδρόμους και ότι σώζει τη χώρα- σαν μέσα σ’ αυτή τη χώρα να έχουμε όλοι τα ίδια συμφέροντα- όποιος αγνοεί και χρησιμοποιεί κατά το δοκούν μεγάλες στιγμές δημοκρατίας και λαϊκής θέλησης όπως ήταν το δημοψήφισμα του καλοκαιριού, μοιραία συντάσσεται με τα κόμματα που κυβερνούσαν και προσομοιάζει στο θηρίο που επικαλούνταν ότι ήθελε να εξαφανίσει. Με λίγα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αυτός που παλέψαμε πολλοί και πολλές για να δημιουργηθεί και ενσωματώθηκε με μεγάλη ταχύτητα σε ένα σύστημα που αν δεν έχεις αντιστάσεις, προσανατολισμό, και ταξική μεροληψία, σε καταπίνει. Είναι μάθημα για το πώς πάμε παρακάτω και το πώς αρχίζουμε ξανά. Μα δεν πτοούμαστε. Είναι ζητούμενο σε άσχημες εποχές να προσπαθείς να φτιάχνεις καινούρια και ωραία πράγματα».