Κάθε ιππότης έχει το κάστρο του, κάποια κτίρια όμως εμπνέουν τόσο, που γίνονται κάστρα κατά συνθήκη. Τέτοιο είναι το Karl-Marx-Hof (η Έπαυλη του Καρλ Μαρξ) στη Βιέννη, όπου είχαν ταμπουρωθεί επί τρεις ημέρες οι σοσιαλδημοκράτες για να πολεμήσουν τους φασίστες κατά τη διάρκεια του σύντομου αυστριακού εμφυλίου τον Φεβρουάριο του 1934. Το Karl-Marx-Hof ωστόσο είναι απλώς κοινωνική κατοικία, είναι ένα εντυπωσιακής αρχιτεκτονικής οικιστικό σύμπλεγμα που χτίστηκε από τον Δήμο της Βιέννης το 1930. Δηλαδή ανεγέρθηκε ως φθηνή στέγη για πολίτες, ενσαρκώνοντας τις ιδέες των «ιπποτών» που ανέλαβε κατόπιν να προστατεύσει πίσω από τα κόκκινα τείχη του.
Μεγάλο σε μήκος και επιβλητικό με τις κόκκινες αποχρώσεις και τις αψιδωτές του πύλες, υψώνεται στη βόρεια πλευρά της πόλης. Στα πόδια του απλώνεται μια τεράστια έκταση με πράσινο, αγάλματα και πυργίσκους. Όταν εγκαινιάστηκε το σύμπλεγμα, η Wiener Zeitung έγραφε ότι περιλάμβανε «δύο κεντρικά πλυσταριά, δύο λουτρά, δύο νηπιαγωγεία, μια οδοντιατρική κλινική, υπηρεσίες για μητέρες και βρέφη, μια βιβλιοθήκη, ένα κέντρο νεολαίας, ένα ταχυδρομείο, ένα εξωτερικό ιατρείο, ένα φαρμακείο και 25 καταστήματα».
Το Karl-Max-Hof ήταν μόνο ένα από τα χιλιάδες οικιστικά συμπλέγματα που έχτισαν οι αρχές της Βιέννης μετά τους παγκόσμιους πολέμους ως κοινωνικές κατοικίες. Το εντυπωσιακό είναι πως, κωφεύοντας στις σειρήνες της «ελεύθερης αγοράς», η πόλη συνεχίζει υπερήφανα μέχρι σήμερα την ίδια στεγαστική πολιτική.
Μάλιστα, στην επίσημη ιστοσελίδα της αναγράφεται ξεκάθαρα: «Σε αντίθεση με άλλες πόλεις, η Βιέννη δεν αφήνει τα ενοίκια και τις τιμές γης αποκλειστικά στην ελεύθερη αγορά. Αντίθετα, η στέγαση αντιμετωπίζεται ως δημόσιο εγχείρημα και μέρος των υπηρεσιών δημοσίου συμφέροντος». Κι αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που η αυστριακή πρωτεύουσα θεωρείται από τις πλέον βιώσιμες πόλεις του κόσμου.
Πάνω από τους μισούς κατοίκους (60%) της Βιέννης των 1,8 εκατομμυρίων κατοικούν σε συγκροτήματα δημοτικών κατοικιών ή σε καταλύματα που επιδοτούνται από τη δημοτική αρχή, η οποία επενδύει περί το μισό δισεκατομμύριο ετησίως για την κατασκευή και επιδότηση κατοικιών. Σχεδόν τα μισά ακίνητα ανήκουν στον δήμο ή είναι συνεταιριστικές κατοικίες. Κατά συνέπεια, συγκρατούνται σε χαμηλά επίπεδα και οι τιμές ακινήτων και ενοικίων στην πόλη.
«Σε γενικές γραμμές, στη Βιέννη δεν μπορείς να μαντέψεις το εισόδημα κάποιου απλώς γνωρίζοντας τη διεύθυνσή του – και είμαστε περήφανοι γι’ αυτό», σημειώνεται στην ιστοσελίδα της πόλης. Με άλλα λόγια, πολίτες από όλα τα κοινωνικά στρώματα διαμένουν σε κοινωνικές κατοικίες στην αυστριακή πρωτεύουσα.
Είναι επίσης εντυπωσιακό πως αυτή η στεγαστική πολιτική εφαρμόζεται σε μια πόλη που οι κάτοικοί της διατηρούν υψηλό οικονομικό επίπεδο: η Βιέννη παράγει το 25% του αυστριακού ΑΕΠ. Και το αυστριακό ΑΕΠ ήταν το πέμπτο υψηλότερο στην ΕΕ των 27 το 2023, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας (44.000 ευρώ) είναι πολύ υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (35.500 ευρώ).
Η σύγκριση με την Ελλάδα είναι αμείλικτη: Στη χώρα μας, την πενταετία 2018-2023, τα ενοίκια αυξήθηκαν έως 52,1%, σύμφωνα με τα στοιχεία του Πανελλαδικού Δικτύου Μεσιτών E-Real Estates. Ταυτόχρονα, την περίοδο 2019-2023 οι Έλληνες είχαν τη μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση του πραγματικού εισοδήματος από εργασία (-8,3%) στην ΕΕ-27, την τελευταία διετία έχουν χάσει το 25% της αγοραστικής τους δύναμης, ενώ φιγουράρουμε προτελευταίοι στην ΕΕ ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ: είμαστε 33% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ – αλλά οι τιμές στην Ελλάδα είναι μόνο 12% κάτω του μέσου όρου των τιμών της ΕΕ.
Και σε αυτή τη χώρα όπου ο ενοικιαστής καταλήγει να δίνει κατά μέσο όρο το 50% του εισοδήματος του σε ενοίκιο ή δόση στεγαστικού δανείου και λογαριασμούς ΔΕΚΟ, δεν υπάρχει πια κοινωνική κατοικία. Ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας καταργήθηκε το 2012 με το δεύτερο Μνημόνιο.
Ένα «κόκκινο φάντασμα» προστατεύει την πόλη
Σε ένα ιδανικό νεοφιλελεύθερο σύμπαν, «οι ένοικοι της κοινωνικής κατοικίας είναι το ανεπιθύμητο απομεινάρι ενός προ-νεοφιλελεύθερου παρελθόντος», είχε πει ο Άγγλος κοινωνιολόγος και πολιτικός επιστήμονας Κόλιν Κράουτς. Πώς, τότε, κατάφερε και διατήρησε το μοντέλο κοινωνικής κατοικίας μια από τις πιο πλούσιες πόλεις της Ευρώπης, η Βιέννη – που δεν το έχει όση ανάγκη θα το είχε η Αθήνα;
Είναι απορίας άξιο, πλην αναμφισβήτητο αποτέλεσμα ισχυρής πολιτικής βούλησης και μιας βαθιά ριζωμένης νοοτροπίας που προτάσσει την ευημερία της πόλης, και άρα των πολιτών, απέναντι στην ευημερία των «επενδυτών».
Η νοοτροπία αυτή χαλυβδώθηκε στις φλόγες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τότε, μέσα σε συνθήκες τρομερής πείνας, δυσθεώρητα υψηλής ανεργίας και αστεγίας, άρχισαν να ξεπηδούν εργατικά, φεμινιστικά και τοπικά κινήματα που πίεζαν να τελειώσει ο πόλεμος. Στην αυστριακή πρωτεύουσα, οι κάτοικοι οργανώνονταν σε επιτροπές και συμβούλια, κατά το παράδειγμα της τότε επαναστατικής Ρωσίας.
Όταν πια ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος τέλειωσε και η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία κατέρρευσε, το έδαφος για τη μεγάλη κοινωνική αλλαγή ήταν ήδη στρωμένο. Το νεοσύστατο αυστριακό κράτος επέκτεινε το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες, με αποτέλεσμα το 1918 να εκλεγεί κυβέρνηση συνεργασίας Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοσοσιαλιστών, η οποία θεσμοθέτησε προοδευτικές αλλαγές, όπως το οκτάωρο και ο έλεγχος των ενοικίων.
Η δε Βιέννη, ως κρατίδιο της νεοσύστατης πια Αυστριακής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, παρέμεινε για δεκαέξι ολόκληρα χρόνια προπύργιο του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (SDAPÖ), σε μια εποχή που γράφτηκε στην ιστορία ως περίοδος της «Κόκκινης Βιέννης». Γενικά, η πόλη παρέμεινε φάρος προοδευτισμού (πλην της δωδεκαετίας του φασισμού) σε μια χώρα αρκετά συντηρητική στο σύνολό της.
Ήταν λοιπόν την περίοδο της «Κόκκινης Βιέννης» που γεννήθηκε η κουλτούρα της κοινωνικής κατοικίας. Τότε, η τοπική κυβέρνηση έχτισε χιλιάδες σπίτια εντός του αστικού ιστού. Σκοπός ήταν η φθηνή κατοικία για τους πολλούς. Σε αντίθεση όμως με εγχειρήματα εργατικών/κοινωνικών κατοικιών σε άλλες χώρες που χτίστηκαν με αποκλειστικό κριτήριο το κόστος και όχι το ευ ζην, το βιεννέζικο εγχείρημα δημιούργησε οικιστικά συμπλέγματα που παρείχαν στους ενοίκους τους πρόσβαση σε «φως, καθαρό αέρα και ήλιο». Σε αυτό συνέβαλε το επαναστατικό τότε στοιχείο των ανοιχτών ακάλυπτων χώρων, κάτι σαν μεγάλη κοινή εσωτερική αυλή, που καταργούσε τον διαχωρισμό μεταξύ δημόσιου χώρου και ιδιωτικής αυλής. Το πρώτο τέτοιο σύμπλεγμα ήταν το Metzleinstaler Hof.
Ταυτόχρονα, στα οικιστικά αυτά συγκροτήματα δημιουργήθηκαν βρεφονηπιακοί σταθμοί, σχολεία, δανειστικές βιβλιοθήκες και κοινές παροχές όπως πλυσταριά. Ο σχεδιασμός των κτιρίων ενσωμάτωνε προφανώς και αιτήματα του φεμινιστικού και εργατικού κινήματος, όπως παροχές που απάλλασσαν την εργαζόμενη γυναίκα από τα μέχρι τότε «παραδοσιακά» καθήκοντα της φροντίδας παιδιών και σπιτιού.
Οι πλούσιοι δυσανασχέτησαν φυσικά με τη δημιουργία τέτοιων μεγαλεπήβολων συμπλεγμάτων, τα οποία ονόμαζαν «κόκκινα κάστρα». Ισχυρίστηκαν λοιπόν πως το Karl-Marx-Hof με τα 1.400 διαμερίσματα ήταν δομικά προβληματικό, ενώ ανησυχούσαν ότι οι φτωχοί θα λεηλατούσαν την τότε πρόσφατα εγκαινιασθείσα δημόσια πισίνα Amalienbad, που είχε δημιουργηθεί σε εργατική συνοικία.
Ουσιαστικά, η «Κόκκινη Βιέννη» δεν έχτιζε απλώς κατοικίες. Δημιουργούσε γειτονιές, συνθήκες ποιότητας ζωής για όλους και διασφάλιζε το δικαίωμα στην πόλη ακόμα και για τον πιο φτωχό. Αυτό δεν το έκαναν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι. Όταν οι δικοί τους πληθυσμοί συνέρρεαν μαζικά στις πόλεις μετά τους παγκόσμιους πολέμους, οπότε και δημιουργήθηκε πρόβλημα στέγασης, έχτισαν ψηλά κτίρια, συνήθως ακαλαίσθητα, στην περιφέρεια της πόλης, με τη λογική να χωρέσουν το δυνατόν περισσότερες κατοικίες στον μικρότερο δυνατό χώρο.
Όπως το έθετε πριν μια δεκαετία ο Owen Hatherley στον Guardian: «Αντίθετα με σχεδόν όλες τις άλλες πρωτεύουσες, η κυβέρνηση της πόλης [της Βιέννης] -στην οποία επικρατούσαν κατά κράτος οι πολύ πιο αριστεροί από τους περισσότερους σοσιαλδημοκράτες “Αυστρο-Μαρξιστές”- δεν ανταποκρίθηκαν με ανάπτυξη των προαστίων αλλά με επανοικοδόμηση του εσωτερικού της πόλης».
Έτσι, στη Βιέννη οι κατοικίες που χτίζονταν ήταν ελκυστικές για όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως εισοδήματος και αποφεύχθηκε η γκετοποίηση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Κάτι που δεν αποφεύχθηκε στις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις, με τη χαμηλής ποιότητας κοινωνική κατοικία στα προάστια.
Πώς το κάνει ακόμα η Βιέννη;
Και κάπου σε αυτό το σημείο, οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού θα έθεταν το αγαπημένο τους ερώτημα, εκείνο που θέτουν όταν μια πολιτική χαράσσεται με γνώμονα το συλλογικό συμφέρον: Πού βρίσκουν οι Βιεννέζοι τα λεφτά;
Ο τρόπος χρηματοδότησης της κοινωνικής στεγαστικής πολιτικής της Βιέννης ανάγεται επίσης στην «κόκκινη» περίοδό της. Μετά την κατάρρευση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, η Βιέννη, ως κρατίδιο πια της Αυστριακής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, από το 1922 είχε σχετικά αυτόνομο φορολογικό σύστημα. Έτσι, αρχικά φορολόγησε βαριά τους πλούσιους (έβαλε για παράδειγμα φόρο στη σαμπάνια, την ιππασία και σε όσους διατηρούσαν υπηρετικό προσωπικό), ιδιαίτερα δε τους μεγαλοϊδιοκτήτες. Το αποτέλεσμα ήταν να ανεγείρει περί τις 64.000 κοινωνικές κατοικίες μέσα σε μια δεκαετία, στεγάζοντας 250.000 ανθρώπους. Ταυτόχρονα, απαλλοτρίωσε ακατοίκητα κτίρια και αγόρασε άλλα, με αποτέλεσμα το 1924 η κυβέρνηση της Βιέννης να είναι ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης ακινήτων της πόλης. Τα ενοίκια που έπειτα εισέπραττε ήταν απλώς για να καλύπτουν το κόστος, όχι για κέρδος – το 1926 αντιστοιχούσαν στο 4% του μέσου μηνιαίου μισθού ενός εργάτη.
Η προσπάθεια ανακόπηκε εξαιτίας της απόπειρας πραξικοπήματος από τους φασίστες, τότε που -καθόλου τυχαία- οι πλούσιοι έγιναν οι βασικοί υποστηρικτές του αυστριακού φασισμού.
Σήμερα, η κοινωνική κατοικία στη Βιέννη χρηματοδοτείται από φόρο 1% επί των μισθών. Το κονδύλι συμπληρώνεται με τα έσοδα από τα ενοίκια για την κοινωνική κατοικία – που διατηρούνται χαμηλά. Το μοναδικό κριτήριο για την πρόσβαση σε αυτή είναι ένα εισοδηματικό όριο, που όμως είναι τόσο υψηλό ώστε το πληροί το 75% του πληθυσμού. Προϋπόθεση επίσης είναι να έχει ζήσει κάποιος στην πόλη για δύο χρόνια.
Όσον αφορά τις νέες κατασκευές στις οποίες προχωρά αφού αγοράσει τη γη, αυτές εγκρίνονται από μια επιτροπή ειδικών, με κριτήριο όχι το χαμηλό κόστος αλλά τη βιωσιμότητα και την αρχιτεκτονική.
Είναι δε ενδεικτικό ότι η πόλη διατήρησε τη ριζοσπαστική κοινωνική της πολιτική στη στέγαση ακόμα και αφού κατέρρευσε η ΕΣΣΔ (έξι χρόνια μετά η Αυστρία μπήκε στην ΕΕ), οπότε και δημιουργήθηκε έντονο μεταναστευτικό ρεύμα προς αυτή από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που οδήγησε σε αύξηση του πληθυσμού της κατά 25%.
Μάλιστα, φαίνεται πως συνεχίζει να απασχολεί τον δημόσιο διάλογο η διατήρηση του βιεννέζικου μοντέλου στέγασης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών διεξάγει έρευνα με τίτλο «Οικονομική Στέγαση και Διαβίωση στη Βιέννη;» Στόχος, να «τεκμηριώσει τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του αυξανόμενου κόστους στέγασης και διαβίωσης για τους ενοίκους στη Βιέννη» που διαμένουν σε κατοικίες όπου τα ενοίκια διαμορφώνονται από την ελεύθερη αγορά.
Συνολικά, γύρω στο 80% των κατοίκων της Βιέννης υπολογίζεται ότι είναι ενοικιαστές – το 60%, κοινωνικών κατοικιών. Όπως ανέλυαν στον Guardian ειδικοί, πριν από είκοσι χρόνια τα ιδιόκτητα σπίτια ήταν συνήθως χαμηλών προδιαγραφών με χαμηλά ενοίκια, ωστόσο τελευταία χρόνια έχουν γίνει πιο πολυτελή με υψηλότερα ενοίκια. Αυτό αποδίδεται στην πολιτική των τελευταίων δεκαετιών, που επέτρεψε στους ιδιοκτήτες να χρεώνουν και ανάλογα με την τοποθεσία και να συντάσσουν πιο αυστηρά συμφωνητικά.
Δικαίωμα στην πόλη
Παρά τα όποια προβλήματα, η Βιέννη εξακολουθεί να βρίσκεται στην πρωτοπορία και να ορθώνεται ανάχωμα στην κυρίαρχη τάση του «gentrification».
Το 1984, σύστησε κάτι σαν δημόσια «τράπεζα γης», ένα ίδρυμα για την αγορά γης και την αστική ανανέωση, με σκοπό την εξασφάλιση εκτάσεων αποκλειστικά για κοινωνικές κατοικίες. Το 2018 τροποποίησε τον Οικοδομικό της Κώδικα, νομοθετώντας ότι σε κατασκευαστικά project με οικιστικό χώρο πάνω από 5.000 τ.μ., περί το 63% πρέπει να αντιστοιχεί σε επιχορηγούμενη στέγη.
Η πόλη στοχεύει μέχρι το 2025 να έχει χτίσει 5.500 νέες κοινωνικές κατοικίες.
Δεν είναι τυχαίο ότι αντιπροσωπείες, για παράδειγμα από την Καλιφόρνια των ΗΠΑ, έχουν επισκεφθεί αρκετές φορές τη Βιέννη για να πάρουν τεχνογνωσία, καθώς στην πολιτεία υπάρχει μεγάλο πρόβλημα στέγης και οι Καλιφορνέζοι ξοδεύουν περισσότερο από το 50% του εισοδήματός τους σε ενοίκιο (οι Βιεννέζοι, το 27%).
Μάλιστα, Αμερικανίδα που είχε μεταναστεύσει πρόσφατα στη Βιέννη είπε στις αντιπροσωπείες, βουρκώνοντας: «[Στην Καλιφόρνια] είχα μια καλή δουλειά και μεταπτυχιακό από ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμιά μας, αλλά δεν μπορούσα να αποταμιεύσω λόγω του κόστους της στέγασης και των φοιτητικών μου δανείων. Όταν είχα να πληρώσω γιατρούς, έπρεπε να δανειστώ από φίλους και οικογένεια. Έκανα τα πάντα σωστά, κι όμως πάλευα να επιβιώσω».
Πόσο μοιραζόμαστε το συναίσθημα αυτό στην Ελλάδα;
Στο πρόβλημα των δυνάμει δυσθεώρητων ενοικίων, η Βιέννη δεν απαντά «ναι, αλλά οι επενδυτές», «ναι, αλλά ο τουρισμός». Απαντά πως η κατοικία δεν είναι εμπόρευμα, αλλά κοινωνικό αγαθό. Και πως οι κάτοικοι έχουν δικαίωμα στην πόλη τους.