«Για τα ψυχοφάρμακα; Να σου πω εγώ». Και έτσι απλά η Η. άρχισε ένα απόγευμα να μου εξηγεί πως ξεκίνησε τη χρήση ηρεμιστικών και αντικαταθλιπτικών φαρμάκων. Το βάφτισμα το πήρε με το Xanax. «Μου το χορήγησε ο γυναικολόγος στο πλαίσιο μίας θεραπείας για να μειωθεί ο εκνευρισμός από τις ορμόνες. Θυμάμαι την πρώτη φορά, ήταν καλοκαίρι και ήμουν διακοπές με τους φίλους μου, ένα εικοσάλεπτο αφού το πήρα, άρχισα να μιλάω λες και έπαθα εγκεφαλικό. Τις επόμενες μέρες είχα γίνει το ανέκδοτο της παρέας και κάθε βράδυ οι φίλοι μου έβαζαν Game of Thrones γιατί ήξεραν ότι μετά από λίγο θα κοιμηθώ. Η χρήση του με «γλύκαινε» κι έκανε τα πάντα γύρω μου να φαίνονται διαχειρίσιμα. Με φόβισε σαν φάρμακο, όμως, γιατί μου φάνηκε εθιστικό. Ακόμη και τώρα, μερικές φορές, σκέφτομαι μήπως πάρω ένα, αλλά πάντα το αποφεύγω».
Το φάρμακο είναι απαραίτητο μόνο στην περίπτωση που υπάρχει νόσος ή παθολογικό σύμπτωμα.
Το ίδιο ακομπλεξάριστα συνεχίζει να μιλάει για τα αντικαταθλιπτικά. Ένας δύσκολος χωρισμός, μία σειρά κακών σκέψεων, η αδιαφορία για το αν θα ζήσει ή θα πεθάνει και η επίσκεψη στον ψυχίατρο. «Έπαιρνα το αμάξι και έλεγα να το φουντάρω. Είχα να φάω δέκα μέρες. Είχα χάσει πολλά κιλά. Δε με ένοιαζε τίποτα. Μέχρι και η «επιβίωση», το πως θα περάσουν οι μέρες, μου φαινόταν δύσκολη. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να κοιμηθώ για να μην σκέφτομαι». Κατάθλιψη με αυτοκτονικές τάσεις ήταν η διάγνωση. «Έβλεπα τα συμπτώματα και αντιλαμβανόμουν ότι έπρεπε να ζητήσω βοήθεια. Ο γιατρός μου χορήγησε Ladose. Έπαιρνα ένα κάθε μέρα. Το πρώτο δεκαπενθήμερο ήταν δύσκολο και ένιωθα χειρότερα. Μετά την αρχική περίοδο προσαρμογής και όταν ξεκίνησε πλέον να επιδρά, το μόνο που ένιωθα ήταν ένα πάγωμα. Ήμουν απαθής. Αυτή είναι η σωστή λέξη. Δε μπορούσα ούτε να χαρώ, αλλά ούτε και να λυπηθώ». Μήνες μετά τη διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής, η Η. τονίζει ότι σε μία ανάλογα δύσκολη κατάσταση θα ξεκινούσε τα αντικαταθλιπτικά χωρίς δεύτερη σκέψη. «Με λύτρωσαν», θα μου πει χαρακτηριστικά για να παραδεχθεί λίγο αργότερα ότι στην περίπτωση που δεν είχε ακολουθήσει την αγωγή θα μπορούσε να έχει κινδυνέψει.
Ποιες είναι όμως οι περιπτώσεις που καθιστούν απαραίτητη τη χρήση ενός ψυχοφάρμακου;
Ο Βασίλειος Αλεβίζος, αναπληρωτής καθηγητής Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος του κλάδου Κλινικής Ψυχοφαρμακολογίας της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας εξηγεί στη Popaganda ότι το φάρμακο είναι απαραίτητο μόνο στην περίπτωση που υπάρχει νόσος ή παθολογικό σύμπτωμα. «Η φαρμακευτική θεραπεία αντιπροσωπεύει σήμερα παγκοσμίως την κύρια θεραπεία των πλείστων ψυχικών διαταραχών. Δεν έχουν όμως τα φάρμακα ένδειξη στη φυσιολογική θλίψη και στο άγχος που συνδέεται με προβλήματα της καθημερινής ζωής, όπως παραδείγματος χάρη το άγχος και η αγωνία που θα πάει το παιδί να δώσει εξετάσεις. Όταν όμως το άγχος είναι έντονο και επηρεάζει τη λειτουργικότητα του ατόμου, το φάρμακο ενδείκνυται και είναι αποτελεσματικό», λέει ο κ. Αλεβίζος και συνεχίζει. «Όσον αφορά στο πόσο συχνά χρησιμοποιούνται τα φάρμακα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η χρήση τους συχνά υπολείπεται των κλινικών απαιτήσεων. Για παράδειγμα, υπολογίζεται ότι μόνο το 50 % των καταθλιπτικών ασθενών υποβάλλονται σε θεραπεία και από αυτούς οι μισοί δεν υποβάλλονται στη σωστή θεραπεία. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι συχνά η κατάθλιψη δεν γίνεται αντιληπτή από το άτομο, διότι συγκαλύπτεται από σωματικά συμπτώματα ή διότι δεν δέχεται ότι τα συμπτώματά του είναι ψυχολογικά, για να μη χαρακτηριστεί ψυχοπαθής ή για να μη πάρει ψυχοφάρμακα».
Μόνο το 50 % των καταθλιπτικών ασθενών υποβάλλονται σε θεραπεία και από αυτούς οι μισοί δεν υποβάλλονται στη σωστή θεραπεία.
Για ποιους λόγους όμως ένας ασθενής δε μπορεί να αντιληφθεί τη νόσο του ώστε να ζητήσει ιατρική βοήθεια και πόσο στρεβλή είναι η αντίληψη που έχει ο κόσμος για τα ψυχιατρικά φάρμακα; Ο κ. Αλεβίζος απαντά: «Αποτελεί χαρακτηριστικό σε πολλές ψυχιατρικές καταστάσεις ο ασθενής να μην έχει επίγνωση της νόσου του. Παραδείγματος χάρη, ο ασθενής που πάσχει από ψύχωση μπορεί να πιστεύει ότι τον καταδιώκουν και θεωρεί τούτο πραγματικό ή πιστεύει ότι είναι πραγματικές φωνές οι ακουστικές ψευδαισθήσεις που μπορεί να έχει και δεν δέχεται ότι είναι άρρωστος και ότι πρέπει να πάρει φάρμακα. Επίσης, ο ασθενής που πάσχει από τη λεγόμενη διπολική διαταραχή (άλλοτε μανιοκατάθλιψη) στη φάση της μανίας θεωρεί ότι είναι ο υγιέστερος όλων και δεν θέλει να ακούσει για φάρμακα. Αλλά και ο καταθλιπτικός ασθενής μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να μην έχει την κλασική θλίψη ή απογοήτευση, αλλά αϋπνία, να έχει χάσει το ενδιαφέρον του, να ταλαιπωρείται από σωματικά συμπτώματα, να μη νιώθει ευχαρίστηση κ.ά. και να αποδίδει τα ενοχλήματά του σε κάποιο στρες και όχι σε κατάθλιψη. Σε πολλές άλλες περιπτώσεις το άτομο γνωρίζει ότι πάσχει ψυχικά. Εκείνο όμως που προκαλεί ζημιά και αφήνει τους ασθενείς να υποφέρουν είναι το στίγμα και οι προκαταλήψεις για τα ψυχιατρικά φάρμακα, ότι δεν θεραπεύουν και ότι απλώς συγκαλύπτουν τη νόσο, ότι προκαλούν εξάρτηση, ότι όταν κάποιος τα αρχίσει θα τα παίρνει σε όλη του τη ζωή κ.ά. και αυτές οι αντιλήψεις καλλιεργούνται δυστυχώς και από τα ΜΜΕ. Καμία κατηγορία θεραπευτικών ψυχιατρικών φαρμάκων δεν προκαλεί εξάρτηση παρά μόνο σπάνια τα αγχολυτικά (ηρεμιστικά) ελαφρά εξάρτηση, όταν λαμβάνονται αλόγιστα σε μεγάλες δόσεις και για μακρό χρόνο, αυτόβουλα και χωρίς τις ιατρικές ενδείξεις, αφού άλλωστε προορίζονται για βραχεία χορήγηση, παραδείγματος χάρη, στην αρχή της αντικαταθλιπτικής θεραπείας. Τα φάρμακα είναι αποτελεσματικά και δεν προκαλούν τεχνητή ευφορία, αλλά επαναφέρουν το άτομο κατά το δυνατόν στη φυσιολογική του κατάσταση. Οι συνέπειες του στίγματος και των αρνητικών προκαταλήψεων είναι να μένει ο ασθενής χωρίς θεραπεία με επακόλουθο υποτροπή και νοσηλεία, διάλυση της οικογένειας, κίνδυνο αυτοκτονίας κ.ά.».
Η κατανάλωση των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων από το 1998 μέχρι το 2007 αυξήθηκε από 40 εκατομμύρια σε 187 εκατομμύρια ημερήσιες δόσεις (αύξηση 368 %) και από το 2002 μέχρι το 2011 από 94.7 σε 218.3 εκατομμύρια δόσεις (αύξηση 130.6 %).
Ποια θέση καταλαμβάνει όμως η χώρα μας ως προς την χρήση των ψυχιατρικών φαρμάκων και τι λένε οι έρευνες; «Μελέτες έχουν δείξει ότι η κρίση δημιούργησε προϋποθέσεις για αύξηση της συχνότητας της κατάθλιψης, αυτό όμως δεν οδήγησε σε αντίστοιχη αύξηση της χρήσης των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων. Από έρευνά μας προέκυψε ότι η κατανάλωση των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων από το 1998 μέχρι το 2007 αυξήθηκε από 40 εκατομμύρια σε 187 εκατομμύρια ημερήσιες δόσεις (αύξηση 368 %) και από το 2002 μέχρι το 2011 από 94.7 σε 218.3 εκατομμύρια δόσεις (αύξηση 130.6 %). Η κατανάλωση του 2011 ισοδυναμεί με το να παίρνει το 5.1 % του πληθυσμού 1 δόση την ημέρα για όλο το έτος, συχνότητα που είναι πολύ μικρότερη από το ποσοστό του πληθυσμού που πάσχει από κατάθλιψη. Η μεγάλη αύξηση από το 1998 πρέπει να αποδοθεί στην καλύτερη διάγνωση και αντιμετώπιση της κατάθλιψης, στην αυξανόμενη χρήση των αντικαταθλιπτικών στις αγχώδεις διαταραχές, στην αύξηση της συχνότητας της κατάθλιψης και στην υπερσυνταγογράφηση. Η αύξηση της χρήσης επιβραδύνθηκε από το 2009 έως το 2011, πιθανότατα λόγω των περιοριστικών κυβερνητικών μέτρων (ηλεκτρονική συνταγογράφηση), αλλά ίσως και λόγω αποφυγής θεραπείας για οικονομικούς λόγους. Στις ΗΠΑ η κατανάλωση αντικαταθλιπτικών διπλασιάστηκε από το 1996 έως το 2005, αλλά και σε άλλες χώρες παρατηρήθηκε αύξηση. Η χρήση των αντιψυχωσικών και των σταθεροποιητικών της διάθεσης δεν παρουσίασε μείζονες μεταβολές, πολλοί όμως ασθενείς είτε δεν υποβάλλονται ή δεν ακολουθούν αδιάλειπτα τη θεραπεία. Τα αγχολυτικά συχνά λαμβάνονται, χωρίς να είναι απαραίτητα, ενώ έχει παρατηρηθεί ότι πολλοί που τα χρειάζονται να τα αποφεύγουν από (υπερβολικό) φόβο εξάρτησης, ενώ άλλοι να τα παίρνουν επί έτη», σημειώνει ο κ. Αλεβίζος και συνεχίζει τονίζοντας τη σημασία της ιατρικής καθοδήγησης. «Δεν δικαιολογείται ο ασθενής να παίρνει φάρμακα χωρίς ιατρική σύσταση και οδηγία. Η εφαρμογή θεραπείας προϋποθέτει διάγνωση (αν το άτομο πάσχει), την απαραίτητη δοσολογία, τη διάρκεια θεραπείας, την ασφάλεια του φαρμάκου και την επικοινωνία με το γιατρό, που δεν εξασφαλίζονται με τη λήψη φαρμάκων από τον ίδιο τον άρρωστο. Αν και παρατηρείται ασθενείς να επαναλαμβάνουν παλαιότερη θεραπεία τους, ο κίνδυνος παραμένει να μη θεραπευτεί η νόσος ή τα φάρμακα να προκαλέσουν παρενέργειες (υπέρταση, αύξηση της πίεσης, του σακχάρου, γλαύκωμα, επιβλαβείς αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα κ.ά.). Συχνά συμβαίνει καταθλιπτικοί ασθενείς να παίρνουν εύκολα αγχολυτικά φάρμακα και τούτο μπορεί να οδηγήσει σε χρονιότητα και επιδείνωση της κατάθλιψης. Τα φάρμακα έχουν εξανθρωπίσει την ψυχιατρική και τον ψυχικά άρρωστο, είναι αποτελεσματικά και ασφαλή και πρέπει το κοινό να απαλλαγεί από τους μύθους και τις προκαταλήψεις που στερούν πολλούς ασθενείς από μια αποτελεσματική θεραπεία».