2. O «πανικός» του 1792
Το Δεκέμβρη του 1790, ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Αλεξάντερ Χάμιλτον, εισηγείται τη δημιουργία της Πρώτης Τράπεζας των ΗΠΑ (First Bank of the United States – BUS). Ο Χάμιλτον θέλει να διαμορφώσει για το νεοπαγές ομοσπονδιακό κράτος ένα άρτιο οικονομικό πλαίσιο, ανάλογο με εκείνο της Ολλανδίας και της Μεγάλης Βρετανίας.
Η Πρώτη Τράπεζα των ΗΠΑ αποτελεί μία μοναδική ευκαιρία επενδύσεων. Από τα 10$ εκατομμύρια των μετοχών της Τράπεζας, τα 8$ πρόκειται να διατεθούν σε ιδιώτες για επενδύσεις. Στην πρώτη δημόσια προσφορά μετοχών, οι επενδυτές πληρώνουν 25$ για κάθε αρχική μετοχή – που αποτελεί ένα είδος «προμετοχής» – με την υποχρέωση για άλλες τρεις εξαμηνιαίες δόσεις, με συνολική αξία τα 375$. Τα ποσά αυτά θα δίδονταν 25% σε μετρητά και 75% ομοσπονδιακά ομόλογα. Η ζήτηση των «προσωρινών πιστοποιητικών μετοχής» θα είναι μεγάλη τις επόμενες εβδομάδες, με αποτέλεσμα η τιμή τους να φτάσει τα 280$ στη Νέα Υόρκη και πάνω από 300$ στη Φιλαδέλφεια. Η Τράπεζα ανοίγει επίσημα το Δεκέμβρη του 1791.
Το πλάνο του Χάμιλτον, αν και τροφοδοτεί την Τράπεζα με την αναγκαία ρευστότητα, έχει δύο αδύναμα σημεία. Το πρώτο είναι ο Βρετανός συνεργάτης του Αμερικανού Υπουργού Οικονομικών, Ουίλιαμ Ντούερ. Ο τελευταίος ξέρει ότι οι επενδυτές έχουν ανάγκη από ομόλογα του δημοσίου για να πληρώσουν τις αρχικές μετοχές που είχαν λάβει. Για αυτό επιχειρεί να δαμάσει τις τιμές των μετοχών, δανειζόμενος από πλούσιους φίλους του. Ακόμη, καταχράται χρηματικά ποσά από τις εταιρείες που διευθύνει.
To δεύτερο μειονέκτημα έγκειται στο ότι η Τράπεζα των ΗΠΑ επισκιάζει αμέσως τα υπόλοιπα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, η λειτουργία των οποίων τίθεται εν αμφιβόλω. Με τα 2.7$ δολάρια που έδωσε για δάνεια τους δύο πρώτους μήνες λειτουργίας της, η Τράπεζα προκαλεί μία από τις πρώτες φούσκες στην ιστορία της αμερικανικής οικονομίας. Οι κάτοικοι της Φιλαδέλφεια και της Νέας Υόρκης, έχοντας στη διάθεσή τους τεράστια ποσά σε ρευστό, διακατέχονται από καταναλωτική μανία.
Το Μάρτιο του 1792, η Πρώτη Τράπεζα των ΗΠΑ αρχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας, με αποτέλεσμα να κλείσει την κάνουλα του δανεισμού, τόσο γρήγορα, όσο την είχε ανοίξει. Η έλλειψη ρευστότητας – απότοκο της μείωσης των διαθέσιμων από την Τράπεζα δανείων – προκαλεί τους πρώτους τριγμούς στην ομοσπονδιακή οικονομία. Οι αμερικανικές αγορές μπαίνουν σε ύφεση, με τις μετοχές της Τράπεζας και άλλων επιχειρήσεων να χάνουν σε αξία. Για να αντιμετωπίσει την κρίσιμη κατάσταση που είναι έτοιμη να διαλύσει το οικονομικό του μοντέλο, ο Χάμιλτον προχωρεί στην πρώτη στην αμερικανική ιστορία διάσωση τραπεζών: αγοράζει με δημόσιο χρήμα ομόλογα του δημοσίου και προκαλεί αύξηση των τιμών τους, για να προστατεύσει όσους είχαν αγοράσει σε πληθωριστικές τιμές. Παράλληλα, τροφοδοτεί με ρευστότητα τους προβληματικούς δανειστές και επέτρεψε σε τράπεζες να δανείζονται χωρίς όριο, με επιτόκιο στο 7%.
Οι πολιτικές συνέπειες θα είναι πολύ βαρύτερες, με την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία και την απειλή της αστικής Δημοκρατίας από φασιστικά και αντιδημοκρατικά καθεστώτα που κυριάρχησαν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα είναι εν πολλοίς πολιτική εξέλιξη του Κραχ του ’29.
Οι κινήσεις του Χάμιλτον πετυχαίνουν. Η εμπιστοσύνη επιστρέφει στις αγορές και η οικονομία των ΗΠΑ ανακάμπτει. Η πολιτική Χάμιλτον έχει θέσει τα θεμέλια του σύγχρονου οικονομικού συστήματος των ΗΠΑ. Σε μισό αιώνα, η χώρα της ελευθερίας θα είναι χάρη σε αυτόν μία οικονομική υπερδύναμη. Ωστόσο, το σημαντικότερο επίτευγμα του Αμερικανού Υπουργού Οικονομικών είναι το ιστορικό προηγούμενο που πρόσφερε στην ιστορία των οικονομικών με τη διάσωση των αμερικανικών τραπεζών: οι επόμενες κρίσεις οδηγούν πάντα το οικονομικό και τραπεζικό σύστημα να προφυλάσσεται μέσω της αύξησης του κρατικού ελέγχου σε αυτό.
Στην επόμενη σελίδα: Η «Μεγάλη Ύφεση» του 1929