Οι τροχαίες συγκρούσεις αποτελούν σταθερά την πρώτη αιτία θανάτου ανά τον κόσμο, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ). Κάθε χρόνο, συμβαίνουν 10 εκατομμύρια τροχαία ατυχήματα, ενώ περίπου 1.35 εκατομμύρια άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους στην άσφαλτο. Τα θλιβερά νούμερα δεν σταματούν εδώ. Περισσότερα από 50 εκατομμύρια θύματα συγκρούσεων φαίνεται πως υποφέρουν από μη θανατηφόρο τραυματισμό που οδηγεί σε μειωμένη λειτουργικότητα, με βασική αιτία την κόπωση, ενώ πάνω από το 50% των θυμάτων ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου, όπως οι πεζοί, οι ποδηλάτες, οι δικυκλιστές, οι ευάλωτοι χρήστες και τα άτομα τρίτης ηλικίας ανεξαρτήτως φύλου. Παρατηρείται μάλιστα πως το 93% των θυμάτων είναι πολίτες χωρών χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
Στη χώρα μας συγκεκριμένα, το 2021 μετρήσαμε 608 νεκρούς στους δρόμους και βρεθήκαμε στην 22η χειρότερη θέση σε αριθμό θυμάτων ανάμεσα στις 27 χώρες της ΕΕ. Συγκεκριμένα, η πιθανότητα θανάτου στο οδικό δίκτυο στην Ελλάδα, αποδεικνύεται τετραπλάσια απ’ ότι στη Νορβηγία (το 2019 έγινε η πρώτη χώρα στον κόσμο που ολόκληρο τον χρόνο δεν είχε κανένα παιδί νεκρό από τροχαίο), τριπλάσια απ΄ότι στη Μάλτα και τη Σουηδία, υπερδιπλάσια απ’ ότι στην Ελβετία, τη Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο και παρά τα αποκαρδιωτικά στοιχεία, είμαστε ίσως η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που δεν έχει Στρατηγικό Σχέδιο Οδικής Ασφάλειας για τη δεκαετία 2021-2030.
Αν και σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, από τον Ιούλιο του 2022 έχει σημειωθεί μείωση του αριθμού των τροχαίων ατυχημάτων καθώς και των νεκρών και τραυματιών, ύστερα από ενάμιση περίπου χρόνο αύξησης με προφανές αίτιο την αύξηση των μετακινήσεων σε σχέση με την περίοδο των πρώτων περιοριστικών μέτρων της πανδημίας, οι πολυάριθμες απώλειες ανθρώπων εξαιτίας παραβάσεων που οδηγούν σε δυστυχήματα, καθιστούν αναγκαίες τις παρεμβάσεις τόσο σε επίπεδο πρόληψης, όσο και στο κομμάτι της αυστηροποίησης των ποινών, αλλά και της απονομής δικαιοσύνης.
Τιμώντας τους ανθρώπους που έφυγαν νωρίς, η τρίτη Κυριακή του Νοεμβρίου κάθε έτους μετά από απόφαση του ΟΗΕ αποτελεί την Παγκόσμια Ημέρα Μνήμης Θυμάτων Τροχαίων Συγκρούσεων. Φέτος, στο επίκεντρό της 20ης Νοέμβρη έχει τεθεί το ζήτημα του ψυχολογικού αντίκτυπου των τροχαίων, καθώς και της κωλυσιεργίας στην απονομή Δικαιοσύνης. Αν και οι περισσότερες χώρες του κόσμου έρχονται αντιμέτωπες με σοβαρά προβλήματα στο θέμα της δικαστικής αντιμετώπισης των τροχαίων εγκλημάτων και των δικαιωμάτων των θυμάτων, «η κατάσταση που υπάρχει στη χώρα μας στο δικαστικό επίπεδο ουσιαστικά νομιμοποιεί τον φόνο. Και όχι μόνο. Αποτελεί μια βασανιστική και προσβλητική διαδικασία για τα θύματα και τις οικογένειες τους» όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο Πανελλαδικός σύλλογος SOS Τροχαία Εγκλήματα.
Ανοίγοντας στο Α’ Μέρος αυτού του Ρεπορτάζ τον διάλογο για τις επιπτώσεις των τροχαίων ατυχημάτων σε ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο, ο Ιωάννης Παυλίδης, συνεργαζόμενος Ψυχολόγος με το Ινστιτούτο Οδικής Ασφάλειας (Ι.Ο.ΑΣ.) «Πάνος Μυλωνάς», μιλάει στην Popaganda για όλα εκείνα που συχνά αγνοούμε και αφορούν τόσο στα ίδια τα θύματα, όσο και στις οικογένειές τους.
«Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως εξίσου σημαντικές με τις σωματικές συνέπειες των τροχαίων συγκρούσεων είναι οι ψυχοκοινωνικές, καθώς τα θύματα αναφέρουν επιπτώσεις στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή, αλλά και προβλήματα ψυχικής υγείας», αναφέρει ο κ. Παυλίδης.
Ιδιαίτερα στην περίπτωση των ατόμων που αποκτούν αναπηρία μετά από ένα δυστύχημα, οι επιτπώσεις συχνά είναι περισσότερο επώδυνες. «Το 2020, οι τραυματισμοί των τροχαίων συγκρούσεων αποτέλεσαν την τρίτη αιτία αναπηρίας. Η πλειοψηφία (83% με 100%) των ατόμων που έχουν υποστεί λιγότερο σοβαρούς τραυματισμούς, φαίνεται πως συνήθως επιστρέφουν στην εργασία στους 8 με 12 μήνες μετά το συμβάν. Υπάρχουν όμως κάποιοι που θα καθυστερήσουν ή δεν θα επιστρέψουν καθόλου. Ως προβλεπτικοί παράγοντες μη επιστροφής στην εργασία αναδεικνύεται ο χειρωνακτικός χαρακτήρας του επαγγέλματος, το είδος του τραυματισμού και η σοβαρότητα του πόνου, η μεγαλύτερη ηλικία, το μετατραυματικό στρες, το άγχος και η κατάθλιψη», αναφέρει.
Η συνηθέστερη ψυχιατρική διαταραχή για τα θύματα των τροχαίων συγκρούσεων είναι η Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες (ΔΜΣ), η οποία συνήθως προκαλείται μετά από ένα τραυματικό γεγονός που μπορεί να περιέχει πραγματικό ή επαπειλούμενο θάνατο, σοβαρό τραυματισμό ή απειλή της σωματικής ακεραιότητας. Σύμφωνα με τον ίδιο, «Τα συμπτώματα του PTSD, που μπορεί να διαγνωσθεί τουλάχιστον ένα μήνα μετά την τραυματική εμπειρία, κατηγοριοποιούνται σε τέσσερις άξονες: την αναβίωση τραυματικής εμπειρίας, την αποφυγή ερεθισμάτων σχετικών με την τραυματική εμπειρία, τις αρνητικές μεταβολές στις γνωστικές διεργασίες και τη διάθεση και τις σημαντικές αλλαγές στην διεγερσιμότητα και την αντιδραστικότητα όπως ευερεθιστότητα, διαταραγμένος ύπνος, υπερβολικό ξάφνιασμα».
Εστιάζοντας στους προβλεπτικούς παράγοντες για την εκδήλωση της ΔΜΣ, η σοβαρότητα τραυματισμού, το φύλο, ο θάνατος αγαπημένου προσώπου, η εμπλοκή άλλου μέλους της οικογένειας σε τροχαία σύγκρουση, η σωματική αναπηρία και η έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης, τίθνεται στο προκσήνιο. «Οι ήδη υπάρχουσες διαταραχές διάθεσης και άγχους, το ιστορικό προηγούμενων τροχαίων συγκρούσεων, η εμπλοκή σε δικαστικό αγώνα, η διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο, το χαμηλό εισόδημα, οι οδυνηρές και παρεισφρητικές αναμνήσεις από το τροχαίο, αλλά και η κατάστασης της προσωπικής ζωής, αποτελούν μερικούς ακόμη βασικούς παράγοντες», επισημαίνει ο κ. Παυλίδης.
Ακόμη, στις περιπτώσεις που σημειωθούν αρνητικές εκτιμήσεις καθώς και μη βοηθητικές στρατηγικές αντιμετώπισης για τα θύματα των τροχαίων, συχνά αναπτύσσονται προβλήματα σωματικής υγείας όπως η χρήση ουσιών και η αϋπνία, καθώς και περαιτέρω δυσκολίες σχετικές με την ψυχική υγεία. «Τα θύματα των τροχαίων συγκρούσεων αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην καθημερινή λειτουργικότητα, οικονομικά, διαπροσωπικά προβλήματα και αν είναι γονείς, δυσκολίες με την ανατροφή των παιδιών».
Τα θύματα των τροχαίων συγκρούσεων ενδέχεται επίσης αρκετές φορές να εκδηλώσουν κατάθλιψη. Όπως τονίζει ο κ. Παυλίδης, «Η κατάθλιψη σε συνδυασμό με ελαφρύ τραυματισμό επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα ζωής ακόμη και ένα χρόνο μετά τον τραυματισμό. Επιπλέον, το άγχος που ενδέχεται να εκδηλώσουν τα θύματα τροχαίων συγκρούσεων έχει αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής τους (π.χ. μεγαλύτερη πιθανότητα καθυστέρησης επιστροφής στην εργασία)».
«Σύμφωνα με έρευνες, από άτομα που είχαν εμπλακεί σε τροχαίες συγκρούσεις το 30,7% εκδήλωσαν φοβία ταξιδιού, ενώ σε άλλη έρευνα βρέθηκε ότι το 55% των ατόμων που επιβίωσαν και εισήχθησαν στο νοσοκομείο βίωσαν ήπια έως έντονα επίπεδα άγχους πριν πάρουν εξιτήριο, με τις γυναίκες να είναι πιο πιθανόν να βιώσουν πιο σοβαρά συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους».
Δεν είναι όμως μόνο οι ίδιοι οι άνθρωποι που βίωσων ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα εκείνοι που κλονίζονται ψυχικά. Όπως εξηγεί ο κ. Παυλίδης, «Αρνητική επίδραση παρουσιάζεται και στη ζωή των μελών της οικογένειας, με πιο σημαντικές πτυχές την ψυχολογική, τη διαπροσωπική και την οικονομική, ιδιαίτερα εάν τα μέλη της οικογένειας είναι στενά συναισθηματικά δεμένα με τον τραυματία ή θανόντα. Ως εκ τούτου, τα δευτερογενή θύματα μιας τροχαίας σύγκρουσης είναι τα άτομα εκείνα που έχουν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες του τραυματισμού ενός οικογενειακού τους προσώπου καθώς και εκείνα που βιώνουν πένθος στην περίπτωση ενός θανατηφόρου τροχαίου συμβάντος».
Παράλληλα, τα τροχαία ατυχήματα έχουν μεγάλο αντίκτυπο στη ζωή των παιδιών, με σοβαρές και συχνά χρόνιες ψυχολογικές συνέπειες. Κυριότερες από αυτές είναι η διαταραχή μετατραυματικού στρες, η κατάθλιψη, η αγχώδης διαταραχή, η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής, η διαταραχή ύπνου (όπως φόβος για το σκοτάδι και εφιάλτες), το άγχος του αποχωρισμού και ο βίαιος τρόπος παιχνιδιού. «Τα παιδιά μικρότερης ηλικίας είναι πιο ευάλωτα, λόγω του ότι η γνωστική τους ικανότητα εξαρτάται από το αναπτυξιακό στάδιο στο οποίο βρίσκονται, με αποτέλεσμα συχνά να έχουν δυσκολία να ερμηνεύσουν τις εμπειρίες και τις αναμνήσεις τους από το ατύχημα. Ωστόσο ενώ όλα τα παιδιά θα έπρεπε να ελέγχονται για ψυχολογικές επιπλοκές μετά από τροχαία ατυχήματα και όχι μόνο όσα έχουν σοβαρούς τραυματισμούς, έχει δοθεί πολύ λίγη προσοχή στην ψυχολογική προσαρμογή τους μετά από ένα τροχαίο ατύχημα».
«Σε κάθε περίπτωση, η μείωση του χρόνου ανάμεσα στο ατύχημα και την αξιολόγηση από κάποιον/α επαγγελματία ψυχικής υγείας έχει σημαντικά θετικές συνέπειες, συμβάλλοντας στη μείωση της εμφάνισης μακροχρόνιων ψυχικών δυσκολιών για τα θύματα και τις οικογένειές τους. Η λήψη υπηρεσιών ψυχικής υγείας σε συνδυασμό με την παρουσία υποστηρικτικών κοινωνικών δικτύων και ατόμων, μπορεί να ενισχύσει την ποιότητα ζωής των ανθρώπων μετά από μια τροχαία σύγκρουση», καταλήγει ο κ. Παυλίδης.
Στο Β΄Μέρος του ρεπορτάζ που είναι αφιερωμένο στα Τροχαία Ατυχήματα, θα σταθούμε στην οδική κουλτούρα στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα θα μιλήσουμε για τις συνηθέστερες παραβατικές συμπεριφορές, για τους ελέγχους της Τροχαίας, τα πρόστιμα και τις ποινές που προβλέπονται για τους παραβάτες του Κ.Ο.Κ, για την κατάσταση του Οδικού Δικτύου μας, καθώς και για τον εξοντωτικό χαρακτήρα του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης που χρήζει ριζικής αναδιάρθρωσης.