Την περασμένη Παρασκευή, τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση το πολυσυζητημένο νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, το οποίο αποτελεί ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1152 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Ιουνίου 2019.
Ανάμεσα στις διατάξεις που έχουν πυροδοτήσει αμφιλεγόμενες απόψεις, βρίσκεται η δυνατότητα εργασίας σε πολλαπλούς εργοδότες και η 6ήμερη εβδομαδιαία εργασία, η μείωση της δοκιμαστικής περιόδου εργασίας σε 6 από 12 μήνες, οι αλλαγές στον τρόπο εφαρμογής της ψηφιακής κάρτας, η εισαγωγή νέων μορφών απασχόλησης κ.ά.
Ανατρέχοντας στα βασικά σημεία του νομοσχεδίου, ο γνωστός εργατολόγος Παλαιολόγος Παλαιολόγος, σχολιάζει στην Popaganda τις διατάξεις που φαίνεται να καταπατούν θεμελιώδεις όρους του εργατικού δικαίου.
Όπως διασαφηνίζει αρχικά σχετικά με την ευρωπαϊκή οδηγία, «δεν την ενσωματώσαμε το 2019 και τώρα που οι προθεσμίες λήγουν, προσαρμοζόμαστε σε αυτή. Βέβαια, η ενσωμάτωσή της δεν είναι υποχρεωτική ούτε υπάρχει κάποια κύρωση αν δεν συμβεί. Αυτό που οφείλει να κάνει ένα κράτος, είναι να σταθμίζει κάθε ευρωπαϊκή οδηγία υπέρ των εργαζομένων και υπέρ της αρμονικής λειτουργίας της κοινωνίας – πράγμα το οποίο δεν υφίσταται συνολικότερα με το νέο νομοσχέδιο».
Για πρώτη φορά στην Ελλάδα θεσπίζονται μέσω του νομοσχεδίου μία νέα μορφή απασχόλησης: οι «συμβάσεις μηδενικών ωρών απασχόλησης» και η έννοια της κατά παραγγελίας απασχόλησης. Ο εργοδότης μπορεί να καλεί τον εργαζόμενο όταν τον έχει ανάγκη, και να τον πληρώνει ανάλογα με την ώρα που έχει εργαστεί. Η εργασία παρέχεται εντός προκαθορισμένων ωρών και ημερών αναφοράς, που πρέπει να γνωστοποιούνται υποχρεωτικά στον εργαζόμενο, ο οποίος πρέπει να έχει ειδοποιηθεί εγγράφως από τον εργοδότη του (sms, e-mail) για την ανάληψη εργασίας σε χρόνο που δεν πρέπει να είναι μικρότερος των 24 ωρών. Αυτό σημαίνει ότι ο εργαζόμενος θα αμείβεται με την ώρα, χωρίς να υφίσταται η υποχρέωση των μίνιμουμ ωρών απασχόλησης.
Εάν η ανάληψη εργασίας ακυρωθεί από τον εργοδότη μέσα στις τελευταίες 24 ώρες, ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση που αντιστοιχεί στην αμοιβή της εργασίας που ακυρώθηκε**.
Έως τώρα, στην Ελλάδα επιτρεπόταν ένα άτομο να εργαστεί σε δύο εργοδότες, μόνο εφόσον έχει συνάψει αντίστοιχες συμβάσεις μερικής απασχόλησης. Αντιθέτως, είναι παράνομη η εργασία αν κάποιος εργάζεται το πρωί σε έναν εργοδότη με πλήρη απασχόληση και το απόγευμα εκτελεί μια εργασία με μερική απασχόληση. Πλέον, ένας εργαζόμενος θα μπορεί να εργάζεται, εφόσον το επιθυμεί, σε δύο εργοδότες υπό τον όρο η εργασία να μην ξεπερνά συνολικά τις 13 ώρες/ημέρα και να διασφαλίζονται οι 11 συνεχόμενες ώρες ανάπαυσης.
Όπως σχολιάζει ο γνωστός εργατολόγος, «Ουσιώδης όρος του εργατικού δικαίου, προς διασφάλιση των εργαζομένων για να μη δουλεύουν ανεξέλεγκτα, είναι ο χρόνος εργασίας. Είναι ένα τυπικό μέγεθος, στο οποίο κάποιος οφείλει να παρέχει συγκεκριμένα την εργασία του. Τώρα, ο καθιερωμένος εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας καταργείται, επηρεάζοντας τον πολύτιμο χρόνο ανάπαυσης. Παλιότερα, η νομοθεσία στηριζόταν στο πώς ένας εργαζόμενος μπορεί να ξεκουράζεται για να είναι παραγωγικός στην εργασία του. Αυτό δεν υφίσταται πια, καθώς έτσι όπως είναι δομημένη η προσφορά της εργασίας, δεν βασίζεται στην ασφάλεια του εργαζόμενου. Ζούμε στην εποχή της αντικαταστατής εργασίας. Η κατάργηση του προσωπικού χαρακτήρα της σχέσης εργασίας είναι εκείνη που καθιστά την κατάργηση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας».
Και προσθέτει: «Μια βασική έννοια του εργατικού δικαίου ήταν η ετοιμότητα προς εργασία. Ο εργοδότης μπορούσε να υποχρεώσει με σύμβαση έναν εργαζόμενο να διαθέτει την εργασία του σε χρόνο που θα επιλέξει εκείνος, και για το διάστημα αυτό που παρέμενε ο εργαζόμενος, έπαιρνε μια αποζημίωση. Τώρα, καταργείται η ετοιμότητα προς εργασία και η υποχρέωση του εργοδότη μετατρέπεται σε “καπρίτσιο” του, και σε δικαίωμα του εργαζόμενου να ζητιανεύει δουλειά άσχετα με τους όρους της σύμβασής του».
Όσον αφορά στην ψηφιακή κάρτα, οι επιχειρήσεις που εντάσσονται εθελοντικά στο σύστημα της ψηφιακής κάρτας εργασίας απαλλάσσονται από την προαναγγελία των υπερωριών στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, η οποία έως τώρα γινόταν τουλάχιστον 24 ώρες πριν την ανάληψη εργασίας από τον εργαζόμενο. Αν όμως κάποιος εργοδότης συλληφθεί από την Επιθεώρηση Εργασίας να παραβιάζει τα ωράρια και να έχει απλήρωτες υπερωρίες, τότε θα επιβάλλεται πρόστιμο 10.500€, δηλαδή το πρόστιμο που ισχύει για την αδήλωτη εργασία. Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, παρέχεται κίνητρο στις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν την ψηφιακή κάρτα, να δύνανται να μην προδηλώνουν τις αλλαγές του ωραρίου εργασίας ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας καθώς και την υπερωριακή απασχόληση στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ II.
Με τον τρόπο αυτό η έναρξη και η λήξη του χρόνου εργασίας καθώς και η νόμιμη υπέρβαση του δηλωθέντος ωραρίου αποδεικνύεται σε πραγματικό χρόνο, μειώνοντας το διοικητικό βάρος για τις επιχειρήσεις που κάνουν χρήση της ψηφιακής κάρτας. Φυσικά, βασική προϋπόθεση της διασφάλισης της λειτουργικότητας της ψηφιακής κάρτας, είναι η εντατικοποίηση και συστηματικοποίηση των ελέγχων που πραγματοποιούνται από την Επιθεώρηση Εργασίας.
Μία από τις θετικές διατάξεις του νομοσχεδίου, είναι η μείωση του διαστήματος της δοκιμαστικής περιόδου για ένα εργαζόμενο, από τους δώδεκα στους έξι μήνες. Η περίπτωση αυτή αφορά τις συμβάσεις αορίστου χρόνου. Μετά το πέρας των έξι μηνών, ο εργοδότης εφόσον αποφασίσει να προσλάβει τον εργαζόμενο, ως ημερομηνία πρόσληψης θεωρείται η ημερομηνία του ερχομού του στην επιχείρηση. Αν, κατά τη διάρκεια ή με το πέρας του χρονικού διαστήματος των έξι μηνών, ο εργοδότης κρίνει ότι η δοκιμαστική υπηρεσία του εργαζόμενου δεν είναι επιτυχής, η σύμβαση υπό δοκιμή λύεται, και ο χρόνος κατά τον οποίο ο εργαζόμενος παρέμεινε στην εργασία, υπολογίζεται ως χρόνος εργασίας για όλα τα δικαιώματα που του παρήχθησαν μέχρι το σημείο της λύσης της.
Ακόμα, είναι υποχρέωση του εργοδότη, εφόσον απαιτείται η κατάρτιση του εργαζόμενου για την εκτέλεση της εργασίας του, να του την παρέχει δωρεάν, να υπολογίζεται ως χρόνος εργασίας και να μπορεί να πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια των ωρών εργασίας.
Τέλος, σε περίπτωση απόλυσης, οι εργοδότες θα πρέπει να δικαιολογούν πλήρως και γραπτώς στον εργαζόμενο τους λόγους απόλυσής του, χωρίς αυτοί οι λόγοι να συνδέονται με την άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων και τη διεκδίκηση αυτών από πλευράς των εργαζομένων.
Στενά τα περιθώρια αλλαγών στο νομοσχέδιο μετά τη δημόσια διαβούλευση
Όπως εξηγεί ο κ. Παλαιολόγος, «ο νόμος έχει ένα πνεύμα, μια εισαγωγική διάταξη. Όποιες επί μέρους αλλαγές και να γίνουν, που γίνονται, δεν θα αλλάξει αυτό το πνεύμα, και στη συγκεκριμένη περίπτωση η βασική αρχή είναι πώς θα αποδεσμεύσουμε τον χρόνο εργασίας από τη σχέση εργασίας. Οι εργοδότες θέλουν έναν εργαζόμενο να μην ζει από τη δουλειά του, αλλά να είναι προσηλωμένος στα νέα ήθη της εποχής και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας επιχείρησης».
«Μπορούν επομένως να γίνουν μικρές μόνο αλλαγές μετά τη διαβούλευση: Για παράδειγμα, **ο εργοδότης να ειδοποιεί τον εργαζόμενο για την ανάληψη επιπλέον εργασίας εντός 48 αντί 24 ωρών», καταλήγει.