Πίσω στο καλοκαίρι του 2021, η ψήφιση του νέου εργασιακού νομοσχεδίου Χατζηδάκη είχε συνοδευτεί από πληθώρα αντιδράσεων εκ μέρους των εργαζόμενων. Το υπουργείο Εργασίας είχε θέσει στον πυρήνα της εργατικής νομοθεσίας τη διαφοροποίηση των εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη, προς όφελος του δεύτερου, βάζοντας επί της ουσίας τον εργαζόμενο να διαπραγματευτεί με τον εργοδότη το ωράριό του μέσω μιας ατομικής σχέσης εργασίας.
Η αύξηση στο πλαφόν των υπερωριών, η επέκταση της λειτουργίας τις Κυριακές σε επτά τομείς της οικονομίας (τροφοδοσία, logistics, φάρμακα, data centers, εξωσχολικές δράσεις, μηχανογράφηση, εξετάσεις έκδοσης διπλωμάτων και βιομηχανικές μονάδες που δουλεύουν έτσι κι αλλιώς 7 ημέρες με βάρδιες), αλλά και οι αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο με περιορισμούς στο δικαίωμα της προκήρυξης απεργίας, αποτελούν έκτοτε πραγματικότητα. Παράλληλα, το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας καταργήθηκε, έχοντας πλέον μετονομαστεί σε Ανεξάρτητη Αρχή – «έναν υποστελεχωμένο ελεγχόμενο μηχανισμό, ο οποίος απεκδύει τον κυρωτικό και άμεσα ελεγκτικό του ρόλο και δημιουργεί ένα παραπληρωματικό σύστημα, εύκολα χειραγωγήσιμο από τον κάθε υπουργό», όπως είχε σημειώσει σε ρεπορτάζ της Popaganda ο γνωστός εργατολόγος, Παλαιολόγος Παλαιολόγος.
Δύο χρόνια μετά την ψήφιση του νέου εργατικού νόμου, και τη στιγμή που σε αρκετά κράτη-μέλη της Ευρώπης (Βρετανία, Γερμανία κ.ά.) τίθεται σε εφαρμογή -πιλοτικά- η τετραήμερη εργασία χωρίς μείωση μισθού, στη χώρα μας από την 1η Ιουλίου έχει νομιμοποιηθεί η εξαήμερη, 48ωρη εργασία σε επιχειρήσεις 24ωρης λειτουργίας με εναλλασσόμενες βάρδιες. Σύμφωνα με τα άρθρα 25 και 26 του Ν. 5053/23, η έναρξη της εξαήμερης εργασίας θα γινόταν ήδη από τον Μάρτιο του 2024, όταν θα εντάσσονταν στο σύστημα της ψηφιακής κάρτας οι βιομηχανικές επιχειρήσεις, ωστόσο το χρονοδιάγραμμα ένταξής τους πήρε παράταση για τον Ιούλιο.
Τώρα, εργοδότες έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν μονομερώς από τους υπαλλήλους τους να εργαστούν και την 6η ημέρα μιας εβδομάδας, με επιπλέον ημερομίσθιο αλλά χάνοντας το ένα από τα δύο ρεπό τους. Με τον τρόπο αυτόν, η κυβέρνηση διατείνεται πως «καταπολεμούνται αδήλωτες υπερωρίες που ενδεχομένως γίνονταν σε επιχειρήσεις συνεχούς λειτουργίας», ενώ «θα καλυφθούν οι μεγάλες ελλείψεις ανθρώπινου δυναμικού σε ορισμένους κλάδους της οικονομίας, που μοιραία οδηγούν σε αξιοποίηση του υπάρχοντος ανθρώπινου δυναμικού» λόγω της εξειδίκευσής του.
Πιο συγκεκριμένα, η εν λόγω ρύθμιση αφορά: «Επιχειρήσεις συνεχούς λειτουργίας από τη φύση τους, που λειτουργούν όλες τις ημέρες της εβδομάδας επί 24ωρου βάσεως (συμπεριλαμβανομένων των mini market), με σύστημα εναλλασσόμενων βαρδιών και εφαρμόζουν σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας για τους εργαζομένους τους, καθώς και επιχειρήσεις μη συνεχούς λειτουργίας που λειτουργούν 5 ή 6 ημέρες την εβδομάδα επί 24ωρου βάσεως με σύστημα εναλλασσόμενων βαρδιών και εφαρμόζουν σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας για τους εργαζομένους τους, σε περίπτωση αυξημένου φόρτου εργασίας, με υποχρέωση σχετικής δήλωσης στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ». Η ρύθμιση δεν θα εφαρμοστεί -τουλάχιστον μέχρι στιγμής- σε ΔΕΚΟ, δημόσιο τομέα και τράπεζες, ενώ εξαιρούνται ο τουρισμός και ο επισιτισμός, που λειτουργούν με κλαδικές συμβάσεις.
Όσον αφορά στο εισόδημα των εργαζόμενων, το ημερομίσθιό τους για την έκτη μέρα εργασίας θα είναι προσαυξημένο κατά 40% και σε περίπτωση που η 6η ημέρα συμπίπτει με την Κυριακή ή επίσημη αργία, ο εργαζόμενος δικαιούται το ημερομίσθιό του προσαυξημένο κατά 115% (40% από την προσαύξηση της 6ης ημέρας συν 75% για την απασχόλησή του την Κυριακή/αργία). Αυτή η προσαύξηση δυνητικά μπορεί να ξεπεράσει το 115% σε περίπτωση εργασίας σε νυχτερινές ώρες για τις οποίες ισχύει επιπρόσθετη προσαύξηση 25%.
Η εφαρμογή της εξαήμερης εργασίας θα συνδυαστεί με την Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας και τη λειτουργία του ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ, και θα δηλώνεται από τον εργοδότη στην επιθεώρηση εργασίας πριν από την ανάληψη υπηρεσίας από τον εργαζόμενο. Ο εργοδότης πρέπει να έχει προ-δηλώσει στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ ότι ανήκει στη συγκεκριμένη κατηγορία και κάθε φορά που επιθυμεί να κάνει χρήση της 6ης ημέρας, πρέπει να δηλώνει εκ των προτέρων ότι η επιχείρηση παρουσιάζει ιδιαίτερα αυξημένο φόρτο εργασίας κατά τη συγκεκριμένη περίοδο. Σχετικά με την ψηφιακή κάρτα, αυτή επεκτείνεται στον κλάδο της Βιομηχανίας και του Λιανεμπορίου (εφαρμόζεται ήδη στους εργαζομένους που απασχολούνται σε τράπεζες, σε μεγάλα σουπερμάρκετ, σε ασφαλιστικές εταιρείες, εταιρείες security και ΔΕΚΟ).
Παρά τις διαβεβαιώσεις του υπ. Εργασίας πως πρόκειται για μία ρύθμιση που θα εφαρμόζεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, και η οποία έχει στόχο «να καταπολεμήσει την αδήλωτη, μαύρη εργασία», η πραγματικότητα φαίνεται πως είναι αρκετά δυστοπική. Μιλώντας στην Popaganda, ο εργατολόγος Παλαιολόγος Παλαιολόγος εξηγεί τους τρόπους με τους οποίους η εξαήμερη εργασία νομιμοποιεί τις υπερβάσεις του χρόνου εργασίας των εργαζόμενων.
«Νομιμοποιείται το δικαίωμα του εργοδότη να επιβάλλει μονομερώς την υποχρέωση απασχόλησης την έκτη μέρα της εβδομάδας»
Μπορεί αυτή τη στιγμή ο σχετικός νόμος να αφορά συγκεκριμένους κλάδους, ιδίως εκείνους της βιομηχανίας, όμως σύμφωνα με τον εργατολόγο, «Θεωρούμε πως η εξαήμερη εργασία θα επεκταθεί άμεσα σε τομείς σχετικούς με τα μέταλλα, την ενέργεια, το νερό, την ιδιωτική υγεία, τις μεταφορές, σε δραστηριότητες στα λιμάνια, χώρους φορτοεκφόρτωσης κ.ά. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο νόμος περιγράφει κλάδους και όχι συγκεκριμένους χώρους εργασίας – για να μπορέσει να αιτιολογήσει αυτή την επέκταση».
Όπως γνωστοποιεί ακόμα ο κ. Παλαιολόγος, ο εργαζόμενος δεν θα έχει ένσημα για την έκτη μέρα εργασίας, ενώ αυτή θα επιβάλλεται μονομερώς από τον εργοδότη με μόνη αιτιολογία τον αυξημένο φόρτο εργασίας, χωρίς ειδική αιτιολόγηση. Αν και η 6ήμερη εργασία δεν μπορεί να υφίσταται κάθε εβδομάδα, «παράλληλα δεν έχει τεθεί και κάποιο όριο ώστε να μπορούν να το ελέγξουν. Η επίκληση του Υπουργείου στην έννοια της κατάχρησης, σχετίζεται με το άρθρο 281 του αστικού κώδικα, που είναι όμως μια γενική, αφηρημένη αρχή. Πλέον, μιλάμε για νόμιμες υπερβάσεις του χρόνου εργασίας. Η υπερεργασία είναι η υπέρβαση έως δύο ώρες του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας και η υπερωρία η υπέρβαση του ημερήσιου χρόνου εργασίας. Τώρα, νομιμοποιείται και το δικαίωμα του εργοδότη να επιβάλλει μονομερώς την υποχρέωση απασχόλησης την έκτη μέρα της εβδομάδας».
Παράλληλα, δεδομένου ότι το σύστημα των κυρώσεων στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ελαστικό, αν ένας εργοδότης ξεχάσει να προ-δηλώσει τον εργαζόμενο στο ΕΡΓΑΝΗ, δεν αναμένονται κυρώσεις σύμφωνα με τον εργατολόγο. Μάλιστα, εάν ο εργαζόμενος αρνηθεί να εργαστεί την 6η μέρα, ο εργοδότης μπορεί να τον απολύσει: «Πριν από τον νόμο Χατζηδάκη, εάν ένας εργοδότης απέλυε κάποιον εργαζόμενο και αποδεικνυόταν παράνομη η απόλυσή του από το Δικαστήριο, ωσότου βγει η δικαστική απόφαση ο εργαζόμενος δικαιούταν τους μισθούς του. Πλέον, αυτό περιορίζεται στο διπλάσιο της αποζημίωσης, αποδεσμεύοντας τη δυνατότητα του μισθού από την παράνομη συμπεριφορά του εργοδότη».
Παρά τα επιχειρήματα της κυβέρνησης περί εξάλειψης της αδήλωτης εργασίας, ο κ. Παλαιολόγος κρίνει πως το μέτρο της 6ήμερης εργασίας θα επεκτείνει τη μαύρη εργασία, αφού ευνοεί τον εργοδότη και όχι τον εργαζόμενο κατά κανόνα. Πιο συγκεκριμένα, «Μιλάμε δηλαδή για νομική κατοχύρωση της υπέρβασης της εργασίας, με την οποία δημιουργείται μια ευελιξία και μια πολυπλοκότητα που είναι αδύνατο να ελεγχθεί και ιδίως από τη στιγμή που δεν υπάρχει το ΣΕΠΕ στη μορφή που το ξέραμε. Έτσι όπως είναι θεσμοθετημένος ο νόμος, θα αφορά όλους τους εργασιακούς χώρους σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς σε αυτόν γίνεται μια γενική κλαδική περιγραφή, που περιλαμβάνει μεγάλες ομάδες επαγγελματικής δραστηριότητας».
«Όταν παραβιάζονται ουσιώδεις όροι μιας εργασιακής σχέσης, όπως είναι το ωράριο, τότε η έννοια της εργασίας παύει να έχει τη σημασία που κάποτε είχε»
Πέρα από τον έμπρακτο αντίκτυπο του νόμου, στον πυρήνα του συναντάται η φιλοσοφία που στοχεύει στη μείωση του εργατικού κόστους και την αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Όπως γνωστοποιεί ο εργατολόγος, «Το ζήτημα είναι πώς θα μπορέσει να προσαρμόσει πλήρως την εργασία στενά στις οικονομικές ανάγκες μιας επιχείρησης. Μέχρι τώρα υπήρχε ένα μοντέλο οικονομίας το οποίο ήταν ανεκτικό και αναγνώριζε στους εργαζόμενους το δικαίωμα να διαπραγματεύονται συλλογικά ή ατομικά τους όρους απασχόλησής τους. Ιδανικά συλλογικά, μέσα από συλλογικές συμβάσεις και απεργίες με ένα διεκδικητικό πλαίσιο, και ατομικά με την κατοχύρωση όρων στις ατομικές συμβάσεις εργασίας. Αυτή τη στιγμή μιλάμε για πλήρη απελευθέρωση. Αν θέλεις δηλαδή να συνεχίσεις να εργάζεσαι, πρέπει να αποδεχτείς την κερδοφορία της επιχείρησης».
Και προσθέτει: «Ουσιαστικά ο εργαζόμενος δεν ζει από τη δουλειά του αλλά γίνεται μέτοχος με μηδέν κέρδος σε μία επιχείρηση, που χρησιμοποιεί την εργατική της δύναμη για να πάρει τους όρους της υποταγής του και όχι τους όρους με τους οποίους θα μπορέσει να ζήσει. Η εργασία δεν είναι πια η κινητήριος δύναμη της ιστορίας – κάτι το οποίο διαμορφώνεται εδώ και 30-40 χρόνια και πλέον αρχίζει να τελειοποιείται. Όταν παραβιάζονται ουσιώδεις όροι μιας εργασιακής σχέσης, όπως είναι το ωράριο, όταν καταργείται αυτός ο όρος, τότε η έννοια της εργασίας παύει να έχει τη σημασία που κάποτε είχε αφού αναιρείται ο σκληρός πυρήνας της».