Έναν περίπου χρόνο αφότου οι φλόγες στον Έβρο καταβρόχθισαν σπίτια και κατέκαψαν μια περιοχή αρκετά μεγαλύτερη από τη Νέα Υόρκη (περισσότερα από 942.500 στρέμματα γης), αφήνοντας στάχτες, αποκαΐδια και πένθος στο πέρασμά τους και σηματοδοτώντας τη μεγαλύτερη πυρκαγιά που έχει καταγραφεί ποτέ στην Ευρώπη, η Αττική έχασε σχεδόν 100.000 στρέμματα γης και πνεύμονες οξυγόνου από τη φωτιά που ξεκίνησε στον Βαρνάβα στις 11 Αυγούστου. Παράλληλα, εδώ και 28 μέρες το όρος Όρβηλος στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα καίγεται «σιωπηλά», αφού η προσοχή των ΜΜΕ δεν είναι στραμμένη εκεί. Η φωτιά στον Όρβηλο αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη του 2024 μετά τη φωτιά στην Αττική, ενώ μέχρι σήμερα έχουν καεί περισσότερα από 26.000 στρέμματα και μια περιοχή Natura απειλείται.
Σύμφωνα με το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των μεσογειακών χωρών όσον αφορά στη συνολική έκταση που κάηκε από πυρκαγιές πέρυσι – κοντά στα 1,7 εκατομμύρια στρέμματα. Είναι επίσης πρώτη όσον αφορά στον αριθμό των στρεμμάτων που επηρεάζονται ανά δασική πυρκαγιά – 47.462 στρέμματα. Τα τελευταία 8 χρόνια δε, το 37% των δασών της Αττικής (450.000 στρέμματα) έχει παραδοθεί στις φλόγες.
Μετά την τραγική πυρκαγιά του 2018 στο Μάτι που άφησε πίσω της 104 νεκρούς, ο διεθνούς φήμης καθηγητής Johann Goldammer, διευθυντής του Παγκόσμιου Κέντρου Παρακολούθησης Πυρκαγιών στο Ινστιτούτο Max Planck στη Γερμανία, κλήθηκε να συμβουλεύσει την κυβέρνηση σχετικά με τον τρόπο βελτίωσης της διαχείρισης των πυρκαγιών στη χώρα. Η επιτροπή που συνέστησε ο Goldammer συνέταξε μια έκθεση, δίνοντας έμφαση πάνω απ’ όλα στην πρόληψη. Παρόλα αυτά, η χώρα μας επέλεξε να μην διδαχθεί από τις τραγωδίες του παρελθόντος, αφού οι συστάσεις του δεν έχουν εφαρμοστεί αποτελεσματικά μέχρι σήμερα.
Οι αυξανόμενες θερμοκρασίες και οι εντατικές περίοδοι ξηρασίας, ως απόρροια της κλιματικής κρίσης, είναι γνωστό πως δημιουργούν ξηρότερες, πιο επιρρεπείς σε πυρκαγιές καιρικές συνθήκες, που τις κάνουν να καίνε γρηγορότερα, περισσότερο και πιο άγρια. Σε όλη την Ευρώπη, οι περσινές φωτιές έκαψαν μια περιοχή περίπου διπλάσια από το μέγεθος του Λουξεμβούργου, προκαλώντας ζημιές άνω των 4 δισεκατομμυρίων ευρώ και απελευθερώνοντας 20 μεγατόνους εκπομπών CO2 που θερμαίνουν το κλίμα στην ατμόσφαιρα – ισοδύναμο με σχεδόν το ένα τρίτο όλων των ετήσιων εκπομπών από τις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όπως δήλωσε πρόσφατα ο Balazs Ujvari, εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «Οι δασικές πυρκαγιές γίνονται όλο και πιο κρίσιμες. Όλο και περισσότερο ερχόμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις στις οποίες τα κράτη-μέλη δεν είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν». Το επίκεντρο της αντίδρασης της ΕΕ στις φωτιές μέχρι στιγμής είναι η επέκταση των δυνατοτήτων πυρόσβεσης μέσω του μηχανισμού πολιτικής προστασίας της ΕΕ και του προγράμματος rescEU, τα οποία παρέχουν στήριξη σε χώρες που αντιμετωπίζουν ακραίες δασικές πυρκαγιές.
Το 2023, ο στόλος αεροσκαφών, ελικοπτέρων και πυροσβεστών διπλασιάστηκε σε μέγεθος, με την πυρκαγιά στο δάσος της Δαδιάς στον Έβρο να κινητοποιεί «τη μεγαλύτερη εναέρια επιχείρηση παρέμβασης rescEU μέχρι σήμερα», όπως περιέγραφε δελτίο Τύπου της 29ης Αυγούστου 2023. Συγκεκριμένα, οκτώ αεροπλάνα επιχειρούσαν στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης, ενώ η Βουλγαρία, η Κύπρος, η Τσεχία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Σερβία παρείχαν επίγειες ομάδες για την καταπολέμηση των δασικών πυρκαγιών.
Φέτος, η Ευρώπη έχει διαθέσει 28 αεροπλάνα, τέσσερα ελικόπτερα και 556 πυροσβέστες που σταθμεύουν σε χώρες επιρρεπείς σε πυρκαγιές, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Επιπλέον 600 εκατομμύρια ευρώ έχουν διατεθεί για την περαιτέρω επέκταση του στόλου μέχρι το τέλος της δεκαετίας, ενώ το rescEU παρέχει εικόνες των πληγεισών περιοχών από το δορυφορικό σύστημα Copernicus για να βοηθήσει τις τοπικές αρχές να παρακολουθούν και να επεμβαίνουν στις πυρκαγιές.
Επιστήμονες και εμπειρογνώμονες υποστηρίζουν ότι η ΕΕ συνολικά θα μπορούσε να κάνει περισσότερα για να αποτρέψει την έναρξη πυρκαγιών, αφού περίπου το 90% της χρηματοδότησης της ΕΕ για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών πηγαίνει στην αντιμετώπιση και μόνο το 10% στην πρόληψη. Η ύπαρξη πυρκαγιών που είναι εξαιρετικά δύσκολο να τεθούν υπό έλεγχο – όπως εκείνες της Πορτογαλίας το 2017 που έκαψαν συνολικά 500.000 εκτάρια και στοίχισαν πάνω από 100 ζωές – υπογραμμίζει την ανάγκη προτεραιοποίησης της πρόληψης έναντι της κατάσβεσης και της αντιμετώπισης, σύμφωνα με τον Alexander Held, ανώτερο εμπειρογνώμονα στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Δασών.
«Η επιστήμη και η εμπειρία μας λένε ότι για να αποτρέψουμε αυτές τις καταστροφικές πυρκαγιές, δεν έχει νόημα να επενδύουμε στην καταστολή των πυρκαγιών, επειδή δεν μπορούν να κατασταλούν. Το μόνο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε είναι να αποφύγουμε να συμβούν ή να διασφαλίσουμε ότι δεν καίνε με εντάσεις πέρα από το όριο ελέγχου», δήλωσε ο Held. Για να γίνει αυτό, η ΕΕ πρέπει να προωθήσει περισσότερες χερσαίες λύσεις πρόληψης πυρκαγιών και λύσεις βασισμένες στη φύση, αφού όσο εντείνεται η κλιματική κρίση, τόσο πιο αναγκαίο καθίσταται να επενδύσουμε στο να κάνουμε το τοπίο λιγότερο εύφλεκτο.
Στην Ελλάδα, η τρέχουσα κρατική στρατηγική για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών, η οποία θεσπίστηκε το 1998 για πρώτη φορά, επενδύει σε μεγάλο βαθμό στην κατάσβεση και όχι στην πρόληψη μέσω της καλύτερης διαχείρισης των δασών. Επίσης, δεν εντάσσει τις τοπικές κοινωνίες στις προσπάθειες πυρόσβεσης, πρόληψης και σχεδιασμού, ενώ οι αποτυχίες της στρατηγικής διαχείρισης των πυρκαγιών επιδεινώνονται από δεκαετίες κρατικής αμέλειας στον πολεοδομικό σχεδιασμό και τη διατήρηση της φύσης. Ο χαλαρός έλεγχος της κατασκευής έχει οδηγήσει τους οικισμούς να γίνουν παγίδες θανάτου κατά τη διάρκεια καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, όπως συνέβη στο Μάτι.
Η αντίληψη δε ότι αφού καούν τα πάντα ο κίνδυνος πυρκαγιάς παύει να υφίσταται είναι εσφαλμένη, καθώς εύφλεκτο υλικό παραμένει μέσα στο δάσος. Όπως εξηγεί ο διεθνής εμπειρογνώμονας βιοποικιλότητας και αποκατάστασης οικοσυστημάτων, Παύλος Γεωργιάδης, στο The Parliament, ο υψηλότερος κίνδυνος εμφανίζεται μετά από τρία έως πέντε χρόνια, αφού μέχρι τότε η δομή της βλάστησης των καμένων εκτάσεων θα έχει αλλοιωθεί σημαντικά. «Με λιγότερα δέντρα και περισσότερα χόρτα, οι φετινές πυρκαγιές ήταν αναμενόμενο να εξαπλωθούν με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από το περασμένο καλοκαίρι». Οι κακές πρακτικές διαχείρισης των δασών ανά τα χρόνια είχαν ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μεγάλων ποσοτήτων ξηρής βιομάζας που δεν είχαν καθαριστεί όταν ξέσπασαν οι πυρκαγιές του περασμένου έτους. «Εάν δεν κάνουμε τίποτα για να καθαρίσουμε την ξηρή βιομάζα εκ των προτέρων, αυξάνουμε τις πιθανότητες να ξεσπάσουν πυρκαγιές και να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή των ζώων, των ανθρώπων και των οικοσυστημάτων», επισημαίνει ο κ. Γεωργιάδης.
Παράλληλα, η έλλειψη δασικών υπαλλήλων στα δασαρχεία μαστίζει τη χώρα, έχοντας συμβάλλει σημαντικά στην ελλιπή πρόληψη των πυρκαγιών. «Για δεκαετίες, η Εθνική Δασική Υπηρεσία υπέφερε από σοβαρή υποχρηματοδότηση και έλλειψη κατάλληλου σχεδίου διαχείρισης για την πρόληψη των πυρκαγιών. Το Δασαρχείο Σουφλίου χαρακτηριστικά, που είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση του Εθνικού Πάρκου Δάσους Δαδιάς, δεν είχε δασολόγους μέχρι το 2023, ενώ υπήρχαν μόνο τέσσερις δασοτεχνικοί», σημειώνει ο επιστήμονας. Οι τελευταίες μαζικές προσλήψεις για τις δασικές υπηρεσίες έγιναν το 2001 και με τις 190 περίπου φετινές προσλήψεις δασολόγων τα πράγματα φαίνεται πως δεν θα αλλάξουν πολύ, καθώς στα επόμενα 2-3 χρόνια αναμένεται να συνταξιοδοτηθεί ένα μεγάλο μέρος του δασικού προσωπικού.
Όπως είχε μοιραστεί με το inside story ένας δασολόγος σε ηλικία συνταξιοδότησης, ο οποίος ωστόσο δεν παραιτείται γιατί ξέρει ότι δεν υπάρχει κανένας να τον διαδεχθεί, «Αν δεν πάρουν μόνιμο προσωπικό στις δασικές υπηρεσίες, δεν θα έχουμε σε ποιον να δώσουμε τα κλειδιά φεύγοντας. Εγώ είμαι στα πρόθυρα να φύγω, έχω κουραστεί από αυτή τη δουλειά». Το μεγαλύτερο πρόβλημα υποστελέχωσης εντοπίζεται στη Νότια Ελλάδα και κυρίως στην Πελοπόννησο, ενώ ενδεικτική είναι και η εικόνα της Κρήτης, όπου υπάρχουν μόλις επτά δασολόγοι για τέσσερις διαφορετικούς νομούς – δηλαδή τουλάχιστον σε έναν νομό υπάρχει μόλις ένας δασολόγος.
Στα τέλη Αυγούστου του 2023, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε μέσω X δέκα μέτρα «έγκαιρης προειδοποίησης και παρέμβασης» ως απάντηση στις περσινές πυρκαγιές. Ανάμεσά τους, βρίσκονταν η σύσταση επιτροπής για την κατάρτιση ειδικού αναπτυξιακού προγράμματος για τον Έβρο. Στόχος του είναι, μεταξύ άλλων, η ανάπλαση των δασικών περιοχών, ιδιαίτερα του πολύτιμου δάσους της Δαδιάς, καθώς και η δημιουργία σχεδίου τουριστικής προβολής. Από τα 16 όμως μέλη της, μόνο δύο είναι φυσικοί επιστήμονες. «Στην πραγματικότητα, όλοι τους συνδέονται με το κυβερνητικό κόμμα. Έτσι πάνε τα πράγματα στην Ελλάδα. Δεν εκπροσωπούνται οικολόγοι αποκατάστασης ή βιολόγοι άγριας ζωής – και δεν εμπλέκονται ντόπιοι. Αυτό είναι ενάντια στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία», υποστηρίζει ο κ. Γεωργιάδης.
Παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία της οικονομικής υποστήριξης διατίθεται για την πυρόσβεση, υπάρχουν κάποια κεφάλαια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πρόληψη, σύμφωνα με τον Alexander Held. Ωστόσο, υπάρχει πολύ λίγη κατανόηση και συντονισμός στον τρόπο πρόσβασης σε αυτή την υποστήριξη και έλλειψη σταθερής στρατηγικής πρόληψης σε εθνικό επίπεδο. Μια αξιοσημείωτη εξαίρεση σε αυτό είναι η Πορτογαλία, από την οποία διδασκόμαστε πως η απομάκρυνση από τις μονοκαλλιέργειες – όπως οι φυτείες ευκάλυπτου που είχαν αναφλεχθεί κατά τη διάρκεια των μεγάλων πυρκαγιών στη χώρα – θα καθιστούσε τα δάση της Ευρώπης πιο ανθεκτικά.
Υπάρχουν αρκετές ακόμα διαθέσιμες μέθοδοι για την καθιέρωση μιας πιο βιώσιμης διαχείρισης της γης και την αύξηση της ανθεκτικότητας των δασών. Όπως έχει εξηγήσει η Julia Bognar, επικεφαλής του προγράμματος χρήσης γης και κλίματος στο think tank βιωσιμότητας Institute for European Environmental Policy, αυτές περιλαμβάνουν την κατάλληλη αραίωση και απόσταση μεταξύ των δέντρων και τη μείωση της χαμηλής βλάστησης μέσω της εισαγωγής περισσότερων ζώων βόσκησης όπως βοοειδή και κατσίκες που τρώνε τους ξηρούς θάμνους, οι οποίοι λειτουργούν ως καύσιμα και βοηθούν στην εξάπλωση μιας πυρκαγιάς.
«Με μεγαλύτερη ποικιλία δέντρων και δέντρα μεγαλύτερης ανάπτυξης, θα υπάρχει αυξημένη ικανότητα αποθήκευσης νερού και πρόληψης της ξηρασίας. Οι προσεγγίσεις πρέπει φυσικά να προσαρμοστούν στο κλίμα των μεμονωμένων χωρών», έχει δηλώσει η Bognar, προσθέτοντας ότι σε θερμότερα μέρη όπως η νότια Ισπανία, θα πρέπει να υπάρξει προδιαγεγραμμένη καύση όσο ο καιρός είναι ακόμη ήπιος, για να μπορέσει να δημιουργηθεί ένα μωσαϊκό διαφορετικών χρήσεων γης, η οποία μετατρέπεται σε καύσιμο όταν είναι ξηρή και ζεστή (συμπεριλαμβανομένων των βοσκοτόπων που διατηρούν τη βιομάζα σε χαμηλό επίπεδο).
Στην Κεντρική Ευρώπη, ανθεκτικότητα σημαίνει προώθηση πλατύφυλλων δασών, μικτών δασών, σκιερών και υγρών δασών, ενώ τεχνικά μέτρα όπως αντιπυρικές ζώνες ή ζώνες αποθήκευσης καυσίμων με μειωμένη καύσιμη ύλη κατά μήκος των διαδρομών στο δάσος, μπορούν επίσης να βοηθήσουν. Ταυτόχρονα, η ενθάρρυνση περισσότερων ανθρώπων να επιστρέψουν στις αγροτικές περιοχές για να συμμετάσχουν σε πρακτικές όπως η βιολογική γεωργία ή η δασοκομία, και κατ’ επέκταση η ενθάρρυνση αντιστροφής της αστικοποίησης ως κρατικής πολιτικής, μπορούν επίσης να συμβάλλουν στην πρόληψη των πυρκαγιών. Παραδοσιακά (και στην Ελλάδα), οι μετανάστες έχουν βοηθήσει να διατηρηθούν ζωντανές οι εγκαταλελειμμένες περιοχές της υπαίθρου. Αντί λοιπόν να τροφοδοτούν την ξενοφοβία και το μίσος εναντίον αυτών των ανθρώπων, οι κυβερνήσεις μπορούν και οφείλουν να τους ενθαρρύνουν να παίξουν αυτόν τον ρόλο.
Έτσι, σύμφωνα με την Bognar, η επανεξέταση της προσέγγισης της ΕΕ για τις αυξανόμενες απειλές δασικών πυρκαγιών πρέπει να περιλαμβάνει πιο μακροπρόθεσμες λύσεις, όπως η προώθηση του προτεινόμενου πλαισίου παρακολούθησης των δασών – το οποίο θα δώσει μια σαφέστερη εικόνα των δασών της Ευρώπης – και η εφαρμογή του νόμου για την αποκατάσταση της φύσης, ο οποίος, παρά το γεγονός ότι αποδυναμώνεται και αντιμετωπίζει αντίσταση από ορισμένα κράτη μέλη, στοχεύει στη στήριξη της ανθεκτικότητας στις πυρκαγιές αυξάνοντας τη δασική βιοποικιλότητα.