Οι επόμενες συνεδριάσεις, έχουν οριστεί: 16, 20, 21 Δεκεμβρίου, 12, 16, 17, 19, 23, 24, 26, 30 και 31 Ιανουαρίου. Είναι οι έως τώρα γνωστές ημερομηνίες εντός των οποίων αναμένεται να εξελιχθεί η εκδίκαση της υπόθεσης για τη φονική πυρκαγιά του 2018 στο Μάτι, που στοίχισε τη ζωή σε 104 ανθρώπους. Ύστερα από την πρώτη αναβολή της δίκης που ξεκίνησε στις 31 Οκτωβρίου, συνεχίστηκε στις 7 Νοεμβρίου, με τις λεπτομερείς καταθέσεις πυρόπληκτων, εγκαυματιών και μαρτύρων να προκαλούν φρίκη και αγανάκτηση.
Κοινός παρονομαστής στις καταθέσεις τους που συνεχίζονται μέχρι σήμερα, είναι η ανυπαρξία του κρατικού μηχανισμού το βράδυ της 23ης Ιουλίου του 2018. Τώρα, περισσότερα από τέσσερα χρόνια μετά την τραγωδία, τα θύματα περιμένουν από τη Δικαιοσύνη να αποδώσει ποινικές ευθύνες σε όσους από τους 21 κατηγορούμενους κρίνει ένοχους. 213 μάρτυρες κατηγορίας, πλήθος μαρτύρων υπεράσπισης και συνηγόρων, αλλά και άλλων παραγόντων, προσμένουν τη στιγμή που η απόδοση δικαιοσύνης θα μαλακώσει την ψυχή τους, η οποία αναγκάζεται να έρθει ξανά και ξανά αντιμέτωπη με το τραύμα που βίωσε εκείνο το καλοκαίρι, μέσα από τη μακρά διαδικασία των καταθέσεων.
Κατά την έναρξη της δίκης, αίσθηση προκάλεσε το γεγονός ότι στην αίθουσα του κτιρίου 9 στην πρώην σχολή Ευελπίδων – η οποία δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο μέγεθος της δίκης – όσοι κατάφεραν να χωρέσουν στην αίθουσα βρίσκονταν κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, ενώ δικηγόροι και δημοσιογράφοι αναγκάστηκαν να παρακολουθήσουν από τα παράθυρα έξω από το δικαστήριο. Ύστερα από αυτές τις εικόνες ντροπής, αποφασίστηκε η δίκη να μεταφερθεί στην αίθουσα τελετών του Εφετείου της Αθήνας.
Τον Ιανουάριο του 2022 κατατέθηκε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών ομαδική αγωγή 24 πυροπλήκτων και συγγενών θυμάτων από τη φωτιά στην Ανατολική Αττική κατά του Δημοσίου (Πυροσβεστική, Αστυνομία), της Περιφέρειας Αττικής και των Δήμων Μαραθώνος, Ραφήνας – Πικερμίου και Πεντέλης. Σε αυτή, επισημάνθηκαν «επιχειρησιακά λάθη, έλλειψη της προβλεπόμενης προληπτικής εναέριας επιτήρησης, καθυστερημένη κινητοποίηση και υποτίμηση του κινδύνου από τις αρμόδιες αρχές», με τις αποζημιώσεις που διεκδικούν να φτάνουν τις δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ ανά περίπτωση. Η αγωγή τους είχε οριστεί να συζητηθεί τον Μάιο, όμως πήρε αναβολή για τις 25 Νοεμβρίου, καθώς η Πυροσβεστική και οι Δήμοι Μαραθώνος και Πεντέλης δεν είχαν ακόμη καταθέσει τους δικούς τους φακέλους.
Ακολούθησε πολύμηνη ανάκριση που είχε ως αποτέλεσμα ο Ανακριτής να ζητήσει την αναβάθμιση της κατηγορίας από πλημμέλημα σε κακούργημα για συγκεκριμένους κατηγορούμενους. Η πρότασή του, υιοθετήθηκε από τα μέλη του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, όμως το θέμα κρίθηκε οριστικά από το Συμβούλιο Εφετών που υιοθετώντας ανάλογη εισαγγελική πρόταση, απέρριψε την αναβάθμιση σε κακούργημα και εξέδωσε βούλευμα τον περασμένο Ιούνιο που προέβλεπε να δικαστούν 21 από τους 23 κατηγορούμενους, για πλημμελήματα. Οι εφέτες απάλλαξαν τρεις κατηγορούμενους από τους πόλους της αστυνομίας, καθώς θεώρησαν πως είχαν λογοδοτήσει επαρκώς για τις πράξεις τους.
Όπως διαμορφώθηκαν οι κατηγορίες, οι κατηγορούμενοι έρχονται αντιμέτωποι με τις «πράξεις της ανθρωποκτονίας από αμέλεια δια παραλείψεως κατά συρροή και της σωματικής βλάβης από αμέλεια δια παραλείψεως κατά συρροή». Ανάμεσά τους, βρίσκονται τα ονόματα της τότε περιφερειάρχη Αττικής, Ρένας Δούρου, αυτοδιοικητικών παραγόντων, στελεχών της Περιφέρειας, δημάρχων της περιοχής, στελεχών της Πολιτικής Προστασίας, της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και της Αστυνομίας.
Επιπλέον, η δίκη του πρώην αρχηγού της Πυροσβεστικής που διώκεται ποινικά για τα τα αδικήματα της παράβασης καθήκοντος και της απόπειρας παράνομης βίας, οδηγήθηκε σε αναβολή για τον Σεπτέμβριο του 2023. Υπενθυμίζεται, ότι του είχε ασκηθεί ποινική δίωξη σε βαθμό πλημμελήματος για προσπάθεια συγκάλυψης, μετά τη μήνυση που είχε υποβάλει – κατά την προκαταρκτική έρευνα – ο πραγματογνώμονας, Δημήτρης Λιότσιος. Σύμφωνα με την μηνυτήρια καταγγελία του κ. Λιότσου, ο Βασίλης Ματθαιόπουλος και άλλα πρώην στελέχη της Πυροσβεστικής είχαν επικοινωνία με τον ίδιο και του ζητούσαν να συγκαλύψει τυχόν ευθύνες, λάθη και παραλείψεις των τότε στελεχών κατά την επιχείρηση κατάσβεσης.
Μιλώντας στην Popaganda για τον κίνδυνο της παραγραφής της υπόθεσης, ο Δικηγόρος και Ποινικολόγος, Λουκάς Προυσανίδης, ο οποίος είναι συνήγορος υπεράσπισης οικογένειας θυμάτων στο Μάτι, εξηγεί όσα προβλέπονται για την περίπτωση των πλημμελημάτων. «Στην προδικασία, πριν φτάσουμε δηλαδή στην ακροαματική διαδικασία, με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, oι κατηγορίες μετατράπηκαν σε ανθρωποκτονία εξ αμελείας, δηλαδή σε πλημμελήματα. Βάσει του Ποινικού Κώδικα, τα πλημμελήματα έχουν διαφορετικό χρόνο παραγραφής από τα κακουργήματα».
«Τα κακουργήματα σε υποθέσεις αντίστοιχες με αυτή, παραγράφονται στην 15ετία, ενώ τα πλημμελήματα είτε σε πέντε χρόνια από την τέλεση του εγκλήματος, είτε, από τη στιγμή που έχουν εκκινηθεί διώξεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση στο Μάτι, στα πέντε συν τρία χρόνια, δηλαδή σε οκτώ (όπως προβλέπει σχετικό άρθρο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας). Ο χρόνος παραγραφής επομένως, συμπληρώνεται το 2026 για την υπόθεση», προσθέτει ο ίδιος.
«Έχουμε πάρα πολλές οικογένειες που έχουν χάσει ανθρώπους, πολλούς εγκαυματίες και τουλάχιστον 200 μάρτυρες κατηγορίας, οι οποίοι πρέπει να καταθέσουν πρωτίστως. Δευτερευόντως, θα πρέπει να καταθέσουν και οι κατηγορούμενοι για μάρτυρες υπεράσπισης, όπως δικαιούνται. Στη συνέχεια, έχουμε τους πραγματογνώμονες και τους πρακτικούς συμβούλους, οι οποίοι καθώς μιλούν για σημαντικά επιστημονικά ζητήματα, θα χρειαστεί σίγουρα πάνω από ένας μήνας ωσότου ολοκληρωθούν οι καταθέσεις τους», τονίζει ο κ. Προυσανίδης. Συγκεκριμένα, οι πραγματογνώμονες διορίζονται από το ίδιο το δικαστήριο (τα πορίσματά τους φέρουν μεγάλη βαρύτητα), ενώ οι τεχνικοί σύμβουλοι διορίζεται από τα διάδικα μέρη, όπως η πολιτική αγωγή και η υπεράσπιση.
Όπως επισημαίνει ο Ποινικολόγος για τη συνέχεια της διαδικασίας, «Ακολούθως έχουμε τις καταθέσεις των 21 κατηγορουμένων και τις αγορεύσεις τις δικές μας, της πολιτικής αγωγής, όσο και των συναδέλφων της υπεράσπισης. Μιλάμε δηλαδή για περίπου 50 συνήγορους συνολικά από τις δύο μεριές και ο καθένας ξεχωριστά πρέπει να αγορεύσει. Έπειτα, ο Εισαγγελέας προτείνει τις ποινές και μετά πάμε στην απόφαση. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στην εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας. Στην τελευταία δικάσιμο όπου είχα παραβρεθεί την περασμένη Παρασκευή, βρισκόμασταν μόλις στις 35 περίπου καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας», εξηγεί.
Κομβικό ρόλο στην εξέλιξη της δίκης, φαίνεται πως διαδραματίζει και η προεκλογική περίοδος που διανύουμε. Όπως υπογραμμίζει ο κ. Προυσανίδης, «Όταν προκυρηχθούν οι εκλογές και ύστερα, τα δικαστήρια θα παραμείνουν κλειστά για 2 με 3 εβδομάδες συνολικά, επομένως όπως όλες οι υποθέσεις, έτσι κι αυτή που αφορά στο Μάτι, θα “παγώσει”. Επίσης, δεδομένου ότι βάσει της απλής αναλογικής, το πιθανότερο είναι πως θα πάμε σε δεύτερο εκλογικό γύρο, θα υπάρξουν επιπλέον καθυστερήσεις και αυτή τη στιγμή έχουν περάσει ήδη 4μιση χρόνια από την τέλεση του αδικήματος».
«Αν και η οκταετία δεν είναι πιθανό να παρέλθει στο πρωτόδικο, στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όπου εκδικάζεται η υπόθεση, κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει στο Εφετείο ή στον Άρειο Πάγο, αν η δίκη πάει σε δεύτερο βαθμό. Αν για παράδειγμα ασκηθεί έφεση – πράγμα πολύ πιθανό – και η εκδίκαση στο Εφετείο δε λάβει χώρα εντός της οκταετίας, έχουμε παραγραφή από τη στιγμή που η κατηγορία παραμένει σε βαθμό πλημελλήματος. Τότε, η παραγραφή κατ’ άρθρον 111 του Ποινικού Κώδικα και άλλων άρθρων της Ποινικής Δικονομίας, εξαλείφει το αξιόποινο και επομένως δεν υφίσταται καμία ποινική δίωξη», καταλήγει.
Όπως αποκάλυψε σε ρεπορτάζ της η Καθημερινή, το Δημόσιο και η Πυροσβεστική καταλογίζουν ευθύνες στους παθόντες, για να αποκρούσουν την αγωγή αποζημίωσης που έχουν καταθέσει στα διοικητικά δικαστήρια, κατηγορώντας τους πως «κατευθύνθηκαν στην καιόμενη περιοχή». Η Πυροσβεστική συγκεκριμένα, ζητά να αναγνωριστεί συντρέχον πταίσμα των εναγόντων κατά 95% (ορίζει αν ο παθών με δική του υπαιτιότητα συνετέλεσε στην επέλευση ή στο μέγεθος της ζημιάς και προβλέπεται από τον Αστικό Κώδικα), με το επιχείρημα ότι οι κατοικίες των παθόντων ήταν «εκτός σχεδίου πόλεως», ενώ διατείνεται ότι «στους πληγέντες οικισμούς δεν είχαν τηρηθεί οδηγίες για την ασφαλή θωράκιση σπιτιών σε περίπτωση πυρκαγιάς».
Στα επιχειρήματά της προσθέτει το ότι υπήρχαν «πεύκα τα οποία εφάπτονταν με τις σκεπές και τα παράθυρα των σπιτιών και λειτούργησαν ως καύσιμη ύλη για την ταχύτατη εξάπλωση της πυρκαγιάς». Ακόμη, αναφέρει πως η μαζική απομάκρυνση όλων των κατοίκων των πυρόπληκτων οικισμών θα ήταν «ατελέσφορη και επικίνδυνη» εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούσαν.
Παράλληλα, οι νομικοί σύμβουλοι του ελληνικού Δημοσίου ζητούν με τη σειρά τους να αποδοθεί συντρέχον πταίσμα των εναγόντων σε ποσοστό 99%, προβάλλοντας τους ίδιους ισχυρισμούς με την Πυροσβεστική. Συγκεκριμένα, στις προτάσεις που έχουν καταθέσει οι νομικοί σύμβουλοι του κράτους διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι οι κάτοικοι «εισήλθαν στην καιόμενη περιοχή με δική τους ευθύνη». Εάν η ένσταση συντρέχοντος πταίσματος γίνει δεκτή, το δικαστήριο μπορεί είτε να μην επιδικάσει αποζημίωση, είτε να μειώσει το σχετικό ποσό.
Ο Δήμος Μαραθώνα από τη μεριά του, σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ, κάνει λόγο για «ασυμμετρία πληροφόρησης» εξαιτίας μη επαρκούς πληροφόρησης μεταξύ των φορέων της Πολιτικής Προστασίας, αναφέροντας πως κανείς στον Δήμο δεν έλαβε τηλεφωνικά επίσημη ενημέρωση για το συμβάν, από την Πυροσβεστική ή την Αστυνομία. Ακόμη, επισημαίνει ότι εκείνη την ημέρα δεν κατατέθηκε «κανένα έγγραφο αναγγελίας πυρκαγιάς ούτε στο γενικό πρωτόκολλο του Δήμου, ούτε στο εμπιστευτικό πρωτόκολλο του δημάρχου».
Αντικρούοντας τους ισχυρισμούς της Πυροσβεστικής και του Δημοσίου, μεταξύ άλλων, ο δικηγόρος Παναγιώτης Κωνσταντάκης, που έχασε τη μητέρα του μπροστά στα μάτια της αδελφής του, κατήγγειλε εντός της δικαστικής αίθουσας: «Εκείνη την ημέρα δεν σηκώθηκε ούτε ένα πτητικό μέσο να ανακόψει τη φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Η φωτιά έκανε εβδομήντα επτά λεπτά να περάσει στο Μάτι. Σε αυτό το χρόνο δεν υπήρχε ένα ρημάδι Σινούκ να σηκωθεί να σταματήσει τη φωτιά; Ο κόσμος έμεινε απροστάτευτος χωρίς καμία ενημέρωση και παραπληροφορημένος από αυτούς που είχαν ευθύνη να βοηθήσουν να αποφύγουν το μοιραίο».
Όπως προσέθεσε ο μάρτυρας: «Έφυγαν τρέχοντας μόνο όσοι κατάλαβαν ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, όταν έπεσε το ρεύμα και όσοι βγήκαν από τα σπίτι τους και είδαν τις φλόγες… Γι’ αυτό και βρέθηκαν απανθρακωμένοι άνθρωποι στο δρόμο, γι’ αυτό έλιωσαν άνθρωποι που πήγαν να σώσουν άλλους. Αλλά κατά τα άλλα όλα δούλεψαν σωστά».