Πίσω στον Ιανουάριο του 2022, στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, κατατέθηκε ομαδική αγωγή 24 πυρόπληκτων και συγγενών θυμάτων κατά του Δημοσίου (Πυροσβεστική, Αστυνομία), της Περιφέρειας Αττικής και των Δήμων Μαραθώνος, Ραφήνας-Πικερμίου και Πεντέλης, για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι που στοίχισε τη ζωή σε 104 ανθρώπους. Στην αγωγή, επισημάνθηκαν «επιχειρησιακά λάθη, έλλειψη της προβλεπόμενης προληπτικής εναέριας επιτήρησης, καθυστερημένη κινητοποίηση και υποτίμηση του κινδύνου από τις αρμόδιες αρχές», με τις αποζημιώσεις που διεκδικούνταν να φτάνουν τις δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ ανά περίπτωση.
Ακολούθησε πολύμηνη ανάκριση που είχε ως αποτέλεσμα ο Ανακριτής να ζητήσει την αναβάθμιση της κατηγορίας από πλημμέλημα σε κακούργημα για συγκεκριμένους κατηγορούμενους. Η πρόταση υιοθετήθηκε από τα μέλη του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, όμως το θέμα κρίθηκε οριστικά από το Συμβούλιο Εφετών που απέρριψε την αναβάθμιση σε κακούργημα και εξέδωσε βούλευμα που προέβλεπε να δικαστούν 21 από τους 24 κατηγορούμενους για πλημμελήματα. Οι εφέτες απάλλαξαν τρεις κατηγορούμενους από τους πόλους της αστυνομίας, καθώς θεώρησαν πως είχαν λογοδοτήσει επαρκώς για τις πράξεις τους.
Όπως διαμορφώθηκαν οι κατηγορίες, οι κατηγορούμενοι ήρθαν αντιμέτωποι με τις πράξεις «της ανθρωποκτονίας από αμέλεια δια παραλείψεως κατά συρροή και της σωματικής βλάβης από αμέλεια δια παραλείψεως κατά συρροή». Η εκδίκαση της υπόθεσης σε α’ βαθμό ξεκίνησε τελικά τον Νοέμβριο του 2022, με τις λεπτομερείς καταθέσεις πυρόπληκτων, εγκαυματιών και μαρτύρων να προκαλούν φρίκη και αγανάκτηση.
Στο επίκεντρο βρέθηκε η ανυπαρξία του κρατικού μηχανισμού το βράδυ της 23ης Ιουλίου του 2018. Έκτοτε, 213 μάρτυρες κατηγορίας, πλήθος μαρτύρων υπεράσπισης και συνηγόρων, αλλά και άλλων παραγόντων, προσμέναν τη στιγμή που η απόδοση δικαιοσύνης θα μαλακώσει την ψυχή τους, η οποία αναγκάστηκε να έρθει ξανά και ξανά αντιμέτωπη με το τραύμα εκείνου του ζοφερού καλοκαιριού, εξαιτίας της μακράς διαδικασίας των καταθέσεων.
Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 29 Απριλίου του 2024. Με την ετυμηγορία του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, από τους συνολικά 21 κατηγορουμένους που κάθισαν στο εδώλιο καταδικάστηκαν οι 6, με ποινή φυλάκισης από 3 έως 111 έτη (εκτιτέα είναι μόνο τα 5 έτη, γεγονός που προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις). Ωστόσο, κατόπιν έφεσης που ασκήθηκε από την Εισαγγελία, όλοι θα δικαστούν από την αρχή στο Εφετείο, στη δίκη σε β’ βαθμό που ξεκινάει τη Δευτέρα 8 Ιουλίου.
Κατά την έναρξη της δίκης σε α’ βαθμό, ο Δικηγόρος και Ποινικολόγος, Λουκάς Προυσανίδης, ο οποίος είναι συνήγορος υπεράσπισης οικογένειας θυμάτων στο Μάτι, είχε εξηγήσει στην Popaganda όσα προβλέπονται για την περίπτωση των πλημμελημάτων, τα οποία μεγέθυναν τον κίνδυνο της παραγραφής της υπόθεσης. Σύμφωνα με τον ίδιο, «Στην προδικασία, πριν φτάσουμε δηλαδή στην ακροαματική διαδικασία, με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, oι κατηγορίες μετατράπηκαν σε ανθρωποκτονία εξ αμελείας, δηλαδή σε πλημμελήματα. Βάσει του Ποινικού Κώδικα, τα κακουργήματα σε υποθέσεις αντίστοιχες με αυτή, παραγράφονται στην 15ετία, ενώ τα πλημμελήματα είτε σε πέντε χρόνια από την τέλεση του εγκλήματος, είτε, από τη στιγμή που έχουν εκκινηθεί διώξεις, όπως συμβαίνει στην περίπτωση στο Μάτι, στα πέντε συν τρία χρόνια, δηλαδή σε οκτώ (όπως προβλέπει σχετικό άρθρο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας). Ο χρόνος παραγραφής επομένως, συμπληρώνεται τον Ιούλιο του 2026 για την υπόθεση».
Αν και η οκταετία δεν παρήλθε στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως είχε προβλεφθεί, κάτι τέτοιο ήταν πολύ πιθανό να γίνει στο Εφετείο στη δίκη σε δεύτερο βαθμό. Ο δικηγόρος είχε διασαφηνίσει πως αν ασκηθεί έφεση (όπως και συνέβη) και η εκδίκαση δε λάβει χώρα εντός της οκταετίας, έχουμε παραγραφή από τη στιγμή που η κατηγορία παραμένει σε βαθμό πλημμελήματος. Σε αυτή την περίπτωση, η παραγραφή κατ’ άρθρον 111 του Ποινικού Κώδικα και άλλων άρθρων της Ποινικής Δικονομίας, εξαλείφει το αξιόποινο και επομένως δεν υφίσταται καμία ποινική δίωξη.
Τελικά, υπό τον κίνδυνο της παραγραφής και, παρά την άσκηση έφεσης, οι διαδικασίες κύλησαν με πρωτόγνωρους ρυθμούς για τα δεδομένα της ελληνικής Δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα η διαδικασία σε δεύτερο βαθμό να έχει προγραμματιστεί για τις 8 Ιουλίου του 2024.
Η πρωτόδικη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών αγγίζει τις 8.500 σελίδες. Όπως επιβεβαιώνουν τα βασικά σημεία της, χάθηκε πολύτιμος χρόνος από τη στιγμή που έγινε η πρώτη ενημέρωση για την έναρξη της φωτιάς, ενώ η πυρκαγιά αρχικά υποβαθμίστηκε. «Στις 17:30 δόθηκε η ενημέρωση στο Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο ότι η φωτιά κινείται ανατολικά και θα απειλήσει σπίτια. Έτσι, εκείνη τη στιγμή ήταν ενήμερο ότι η φωτιά ήταν πλέον θέμα χρόνου να εισέλθει στον έμπροσθεν ευρισκόμενο οικιστικό ιστό και να απειλήσει άμεσα ανθρώπους και περιουσίες», αναφέρεται στο σκεπτικό.
Μη ορθή χρήση των διαθέσιμων εναέριων μέσων
Την ίδια στιγμή, αναδεικνύεται η μη ορθή χρήση των διαθέσιμων εναέριων μέσων. «Ήταν, επίσης, γνωστό ότι, αφής η πυρκαγιά θα εισερχόταν σε οικιστικό ιστό, δεν θα μπορούσαν πλέον να επιχειρήσουν τα πυροσβεστικά αεροπλάνα, καθώς αποτελεί κοινή παραδοχή ότι αυτά δεν επιχειρούν όταν η φωτιά βρίσκεται και καίει εντός οικιστικού ιστού ή όταν υπάρχει μείξη δάσους και οικιών. Έτσι, από πλευράς εναέριων μέσων, ήταν πλέον γνωστό και ξεκάθαρο ότι η μόνη επιλογή αναχαίτισης της φωτιάς ήταν τα ελικόπτερα και ειδικότερα κάποιο από τα τέσσερα μισθωμένα Sikorsky Ericsson S 64. Παράλληλα, ήταν γνωστό στο ΕΣΚΕ ότι στην περιοχή της Νταού επιχειρούσε, εκείνη τη στιγμή, μόνο ένα εναέριο μέσο (ελικόπτερο), που είχε μεταβεί εκεί από τις 17:10… και τότε παρέσχε και την πρώτη ενημέρωση για την εικόνα της φωτιάς. Επομένως, δεδομένου ότι το εν λόγω εναέριο μέσο ήταν εκεί και επιχειρούσε ήδη από τις 17:10, ασφαλώς το ΕΣΚΕ γνώριζε ότι τα χρονικά όρια παρουσίας του εξαντλούνταν, καθώς σύντομα θα έπρεπε να αποχωρήσει για ανεφοδιασμό σε καύσιμα, όπως πράγματι αποχώρησε για τον λόγο αυτό στις 18:20 και προσγειώθηκε στο Τατόι».
Με βάση την απόφαση του δικαστηρίου, η εντολή εκτροπής στις 18:00 του ενός ελικοπτέρου στο Σουσάκι του νομού Κορινθίας, από την Νταού όπου επιχειρούσε, «Δεν ήταν επιχειρησιακά ορθή καθόσον η κατάσταση εκεί μπορούσε να αντιμετωπιστεί με τις επίγειες δυνάμεις, ενώ αντιθέτως ήταν καθοριστικής σημασίας η συμβολή του ανωτέρω ελικοπτέρου στην κατάσβεση της πυρκαγιάς στην περιοχή της Νταού, ώστε να επιβραδύνει την εξέλιξή της…». Η εσφαλμένη αυτή εντολή αποδίδεται στον Σωτήρη Τερζούδη, τον τότεαρχηγό του Πυροσβεστικού Σώματος, ο οποίος «από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, σκότωσε άλλους και δη 102 ανθρώπους».
Επίσης, για την εκτροπή του ελικοπτέρου αποδόθηκαν και στον τότε διοικητή του ΕΣΚΕ, Ιωάννη Φωστιέρη, ο οποίος, σύμφωνα με το δικαστήριο, εξαιτίας των ενεργειών του «Προκάλεσε βλάβη της υγείας άλλων και δη 32 ανθρώπων». Ο ίδιος φέρει ευθύνη και γιατί «δεν αξιοποίησε ορθά τα δύο Ε/Κ Chinook, που είχε παραχωρήσει το ΓΕΕΘΑ στο Πυροσβεστικό Σώμα για το κατασβεστικό έργο του και ειδικότερα δεν επιλήφθηκε ώστε να δώσει ο ίδιος και μάλιστα έγκαιρα εντολή, προκειμένου αυτά να επιχειρήσουν στην πυρκαγιά στην ευρύτερη περιοχή της Νταού Πεντέλης, με αποτέλεσμα το μεν ένα να απογειωθεί καθυστερημένα, το δε δεύτερο να μην απογειωθεί και να μην αξιοποιηθεί καθόλου επιχειρησιακά».
Ανεπαρκής αξιοποίηση των πλωτών μέσων
Ούτε ορθή αξιοποίηση των πλωτών μέσων έγινε όμως, ώστε να σωθούν όσες και όσοι είχαν οδηγηθεί στη θάλασσα για να γλιτώσουν από τη φωτιά που εξαπλωνόταν. Η ευθύνη γι’ αυτό αποδίδεται στον τότε υπαρχηγό της Πυροσβεστικής, Βασίλη Ματθαιόπουλο, ο οποίος «Δεν έδωσε εντολή να επιχειρήσουν τα τρία πλοιάρια της Υπηρεσίας Πλωτών Μέσων στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή Μάτι – Κόκκινο Λιμανάκι – Ραφήνα για τη διάσωση ανθρώπων που βρίσκονταν στη θάλασσα εξαιτίας της πυρκαγιάς». Ακόμα, όπως αναφέρεται στο σκεπτικό, «Δεν έδωσε εντολή να επιχειρήσουν και οι τρεις σωστικές λέμβοι της ΕΜΑΚ…». Συνέπεια της πράξης του ήταν να χαθούν εννέα άνθρωποι».
Αθώωση των εκπροσώπων της αυτοδιοίκησης
Κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, αθωώθηκαν οι τότε εκπρόσωποι της αυτοδιοίκησης, καθώς, κατά τους δικαστές, δεν είχαν καμία ευθύνη. Συγκεκριμένα, για την πρώην περιφερειάρχη Αττικής, Ρένα Δούρου, τονίστηκε πως δεν ήταν η αρμόδια για την οργανωμένη προληπτική απομάκρυνση των ανθρώπων που βρίσκονταν στον Νέο Βουτσά, στο Μάτι και στο Κόκκινο Λιμανάκι, καθώς δεν έλαβε, όπως προβλέπεται, τη σχετική εισήγηση από την Πυροσβεστική.
Τέλος, για τον πρώην δήμαρχο Μαραθώνα, Ηλία Ψινάκη, αναφέρθηκε πως «Είχε λάβει τα προσήκοντα μέτρα για τον καθαρισμό των χωρών αρμοδιότητάς του από καύσιμη θετική ύλη, βλάστηση και υπολείμματα καθαρισμού. Προκύπτει, δε, ότι κατά το έτος 2018 οι ποσότητες των σωρευμένων υπολειμμάτων, που περισυνελέγησαν και μεταφέρθηκαν ήταν σημαντικά ανώτερες σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι σε επίπεδο προβλεπτικού καθαρισμού ο κατηγορούμενος, ως κατά τον νόμο υπόχρεος, είχε προβεί στις δέουσες ενέργειες».