Μπορεί να μην ζούμε την εποχή του Homo Universalis αλλά το πώς ξεκινάς και πού καταλήγεις μπορεί να έχει μεγάλες ή μικρότερες αποκλίσεις. Κάθε βήμα όμως σε φέρνει ακόμη πιο κοντά σε αυτό που τελικά είσαι.
Πέντε άνθρωποι από τον χώρο του θεάματος θυμούνται τις δουλειές των πρώτων νεανικών τους χρόνων με μια δόση νοσταλγίας, ρομαντισμού αλλά και αποστασιοποίησης. Στο κάτω κάτω της γραφής ο καθένας είναι πια εκεί που νιώθει ότι ανήκει.
Ο πατέρας μου πάντα είχε ένα ζιζάνιο με τη δουλειά μας, πάντα κάτι έκανε. Πριν από το Σινέ Ψυρρή, που το έφτιαξε ο πατέρας μου, είχαμε το θερινό σινεμά Αμόρε στην Πριγκιπονήσων, πάνω από το ομώνυμο θέατρο. Έτσι τα καλοκαίρια των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων είναι ταυτισμένα με τα θερινά σινεμά. Είναι η δική μου ρομαντική ιστορία· κάπως με καθόρισε αυτό πράγμα, μιλάμε για πραγματικά πυρηνικές αναφορές. Όταν τελείωσα το Γυμνάσιο και ήθελα κι εγώ να βγάλω ένα χαρτζιλίκι ξεκίνησα να δουλεύω στο μπαρ του θερινού και στην πορεία έκανα τα πάντα, ενώ αργότερα δούλεψα και στο μαγαζί που είχαμε μέσα, το Kouzina, μέχρι περίπου 20-21 χρονών που αφοσιώθηκα στην τωρινή μου δουλειά.
Ήταν μια δουλειά που μου άρεσε. Τι καλύτερο από το να βρίσκεσαι δίπλα στα νάτσος και να χαζεύεις ταινίες κάθε βράδυ. Φυσικά ήταν μια δουλειά, ήμουν πίσω από το μπαρ, έπρεπε να εξυπηρετώ γρήγορα και σωστά τόσο κόσμο· ήταν η εποχή που τα θερινά γέμιζαν ασφυκτικά.
Έχω διάφορες ιστορίες από τότε. Θυμάμαι ένα πολύ χοτ, εκείνη την περίοδο, ζευγάρι της σόου μπιζ που ήρθε και ζήτησε να τους φτιάξω επί τόπου μπροστά τους ποπ κορν. Όμως η ταινία είχε ήδη ξεκινήσει και τους εξήγησα ότι ποπ κορν δεν φτιάχνουμε αφού ξεκινήσει η ταινία γιατί η μηχανή κάνει θόρυβο, άλλωστε είχα φρέσκα, φτιαγμένα 10 λεπτά πριν. Επέμεναν, τελικά τους έβαλα από αυτά που είχα, τα πήραν, έκατσαν και τους είδα μετά από δύο λεπτά να σηκώνονται, να πετάνε κάτω τα ποπ κορν και να αποχωρούν έξαλλοι.
Παίζαμε μόνο σινεφίλ ταινίες και πολλές επανεκδόσεις. Θυμάμαι ότι «Στην παγίδα του νόμου» του Τζάρμους γινόταν ο κακός χαμός από κόσμο και είναι έργο που το έχω μάθει απέξω, και τώρα μπορώ να στο πω αν θες. Αυτή ήταν η φαρέτρα μας και «πήγαινε» πολύ αυτό το σινεμά.
Και πολύ έντονα θυμάμαι ότι είχαμε προβάλλει απευθείας τον τελικό του Euro του 2004, ήταν «πίτα» ο χώρος από τον κόσμο. Ήταν υπέροχα, δε θα το ξεχάσω ποτέ.
Ο Ορφέας Αυγουστίδης πρωταγωνιστεί στην «Η μέθοδος Γκρόνχολμ» του Τζόρντι Γκαλθεράν που παρουσιάζεται στο θέατρο Άνεσις.
Σε μια ανατροπή υπολογισμών, Σχολικού Επαγγελματικού Προσανατολισμού και ίσως και αξιοκρατίας, συνέβη η πρώτη μου δουλειά με το που τελείωσα το λύκειο και πέρασα στη Φιλοσοφική να είναι βοηθός στιλίστα στο «παλιό» ΚΛΙΚ, ακριβώς πριν την «εποχή Nitro». Ούτε παθιασμένη με τη μόδα ήμουν ούτε κανένας γνώστης, όμως το κονσεπτάκι περιοδικό μου φαινόταν τότε ακαταμάχητο και έτυχε να έχω έναν φίλο που είχε έναν φίλο, οπότε το πράγμα πήρε τον δρόμο του. Το ραντεβού για interview κλείστηκε στο θρυλικό Sotris της Φωκίωνος Νέγρη και σηματοδότησε την αρχή μιας εποχής που η κάθε μέρα είχε 25 ώρες.
Έχω ένα παρηγορητικό μότο για το γήρας, που λέει «όλοι θα γεράσουμε, αλλά τουλάχιστον εμείς θα έχουμε ζήσει την Αθήνα στα 90s» – μου το υπαγόρευσε εκείνη ακριβώς η περίοδος, κατά την οποία σπούδαζα ως πρωτοετής σε μια σχολή με πολλά αρχαία και πολλή βυζαντινή φιλολογία, εργαζόμουν στο μεγαλύτερο lifestyle έντυπο και στην πόλη γινόταν της μουρλής: πάρτυ, συναυλίες, editorials, διάσημοι djs, σχεδιαστές, το Ρόδον, «να κάνουμε κάτι στο στυλ του MTV», μια διάχυτη αίσθηση ότι ζούμε σε μια μοντέρνα μητρόπολη, και στη μέση εγώ, που είχα πάρα πολλές δουλειές. Το πρωί κουβαλούσα ασήκωτες σακούλες με ρούχα, το βράδυ (… κάθε βράδυ) οι νέοι μου φίλοι με εισήγαγαν στο κλάμπινγκ και ενδιάμεσα απολάμβανα ως ευσυνείδητος κομπάρσος τον ακμάζοντα κόσμο της μόδας με φωτογραφίσεις σε λούνα παρκ, πολυδάπανες παραγωγές σε σπήλαια με σταλακτίτες, casting με άνδρες μοντέλα, freelance ευκαιρίες όπως «ενδυματολογική επιμέλεια σε κλιπ λαϊκής τραγουδίστριας» και μεταμεσονύχτια σεταρίσματα ρούχων.
Αυτονόητο ίσως, αλλά εκείνη τη χρονιά πέρασα ένα (1) μάθημα.
Η Χρύσα Οικονομοπούλου είναι υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων στο Gagarin 205 και τρέχει το fashionism.gr
Τον Απρίλιο του 1996, λίγους μήνες πριν κλείσω τα 23 και πριν 23 χρόνια, μπήκα σε ένα αεροπλάνο της British Airways και βρέθηκα στο Λονδίνο. Είχα ηχογραφήσει με έναν φίλο αρκετά τραγούδια, ικανά να γεμίσουν ένα ολόκληρο άλμπουμ και χωρίς να ξέρω κανέναν, αποφάσισα να μετακομίσω στην Αγγλία για αυτό τον σκοπό.
Η περιπέτειά μου είχε πολλές όψεις. Καινούριες εμπειρίες, γνωριμίες με μουσικούς, με ανθρώπους από τη μουσική βιομηχανία, παραγωγούς, αλλά και πολύ άγχος, αγωνία, μοναξιά. Έμεινα εκεί τέσσερα χρόνια. Το γκρουπ στο οποίο τελικά έγινα τραγουδιστής ήταν οι Jargon, κάτι τύποι από το Camden, κλασικό lineup, κιθάρα, μπάσο, ντραμς, keyboards, φωνή, ο ήχος ήταν αρκετά ενδιαφέρων, ένα κράμα από την brit pop της εποχής, Blur, Supergrass με πολλές επιρροές από τα 80’s (Duran Duran, Tears for Fears κ.α.).
Δεν πετύχαμε λίγα, παίξαμε σε πολύ γνωστά venues, τραγούδια μας παίχτηκαν στο ραδιόφωνο, σε γενικές γραμμές έζησα την ατμόσφαιρα της αγγλικής σκηνής μέχρι ένα βαθμό, κι αν ο ντράμερ δεν κάπνιζε ένα δάσος χασίς ή αν ο κιθαρίστας δεν τσακωνόταν με όποιον βρισκόταν μπροστά του, μπορεί να είχε γίνει κάτι πολύ μεγαλύτερο. Μετά από τόσα χρόνια αυτή η περίοδος έχει πια ξεφτίσει στη μνήμη μου, όλα μου μοιάζουν θολά, σα να έρχονται από ένα άλλο σύμπαν, και ήταν ίσως ένα άλλο σύμπαν, πριν μπει για τα καλά η λογοτεχνία στη ζωή μου και αλλάξει όλη τη ροή της.
Το μυθιστόρημα «Ο μεγάλος υπηρέτης» του Δημήτρη Σωτάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Όταν ήμουν δευτέρα γυμνασίου στη Ρόδο, ένας από τους συμμετέχοντες στον Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων σκηνοθέτησε τη σχολική μας παράσταση. Αυτός ο άνθρωπος ήταν φαρμακοποιός και με πήρε στο φαρμακείο του. Βρέθηκα να δουλεύω για 7-8 συνεχόμενα καλοκαίρια. Όλες τις δουλειές έκανα. Προφανώς δεν συνταγογραφούσα, αλλά καθάριζα, πήγαινα φάρμακα σε αρρώστους, έψαχνα να βρω φάρμακα που ήταν σε έλλειψη, έφτιαχνα πού και πού κανένα φάρμακο στο γουδοχέρι με τις οδηγίες και την καθοδήγηση του φαρμακοποιού και ενίοτε χτυπούσα και κάποιες ενέσεις.
Πριν γίνω ηθοποιός έχω υπάρξει κλόουν σε παιδικά πάρτι, μπάρμαν, dj, έχω δουλέψει σε ορνιθοτροφείο όπου μάζευα αβγά, αγρότης, έχω δουλέψει σε μαγαζί με μοτοσυκλέτες και σε λαϊκή. Αν τελικά δεν είχα καταλήξει ηθοποιός νομίζω ότι θα έκανα κάτι στο νοσοκομειακό κομμάτι γιατί με αφορά η φροντίδα. Από τις πιο έντονες εικόνες που μου έχουν μείνει από την περίοδο του φαρμακείου ήταν οι καμένοι από τον ήλιο Σουηδοί που ερχόντουσαν κατακόκκινοι και με φουσκάλες στο δέρμα για να πάρουν κρέμες για να ανακουφιστούν. Οι πιο δύσκολες στιγμές ήταν στις διανυκτερεύσεις γιατί έμπαινε πολύς κόσμος μέσα και ναρκομανείς ακόμη και η κατάσταση ήταν κάπως πιο hardcore. Πέρα από αυτό διαπίστωσα ότι τα φάρμακα κινούν σχεδόν τα πάντα, καθώς είναι μια από τις πιο ισχυρές βιομηχανίες. Είμαι ευγνώμων που είχα αυτή τη δουλειά και ευγνώμων σε αυτόν τον άνθρωπο, τον φαρμακοποιό Γιάννη Χατζηκώστα.
Ο Γιώργος Χρυσοστόμου είναι ο δημιουργός και πρωταγωνιστής της παράστασης “Mute” που παρουσιάζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Πριν ασχοληθώ επαγγελματικά με τη σύνθεση και το τραγούδι, δούλευα στο χώρο της οργάνωσης συναυλιών. Υποσυνείδητα, ανέκαθεν ήθελα να είμαι ερμηνεύτρια, να γράφω δικούς μου στίχους και ιστορίες και να τις τραγουδάω για να συνδέομαι με τον κόσμο. Αλλά ζούσα με μεγάλα «πρέπει» και «δεν πρέπει» στο μυαλό μου, για αυτό και επέλεξα να κάνω μια δουλειά γραφείου και έτσι δούλεψα στα Μουσικά Σύνολα της ΕΡΤ για κάποια χρόνια.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι δε βαρέθηκα ούτε στιγμή. Δε γινόταν δηλαδή να βαρεθώ, αφού από τη μία έπρεπε μαζί με άλλα δύο άτομα να οργανώσουμε δυο ορχήστρες και μια χορωδία, και από την άλλη αυτό να γίνει στο περιβάλλον του ελληνικού δημοσίου. Αντίστοιχα μουσικά σύνολα σε άλλες περιπτώσεις στην Ελλάδα, και παντού στο εξωτερικό, έχουν τμήματα διοίκησης χωρισμένα σε διαφορετικούς τομείς: οργάνωση συναυλιών, διαφήμιση, χορηγίες, λογιστήριο, διοίκηση προσωπικού κλπ. Στην ΕΡΤ ήταν σχεδόν «ένας για όλους»!
Ασχολήθηκα από το να κλείνω συναυλίες, να τις διαφημίζω, να οργανώνω υπερατλαντικά ταξίδια για 150 άτομα, μέχρι να κολλάω αριθμούς πρωτοκόλλου για κάθε κίνηση, να δέχομαι παράπονα για το ποιος θέλει να κοιμηθεί με ποιον στα ταξίδια του εξωτερικού, να σκοτώνω κατσαρίδες στις 3 το πρωί στον Πύργο Ηλείας.
Γνώρισα και ανθρώπους που δεν είχαν καμία όρεξη να δουλέψουν, αλλά και ανθρώπους που έδιναν την ψυχή τους. Έμαθα να δουλεύω και μέσα στην γραφειοκρατία αλλά και δίπλα σε ανθρώπους που σκεφτόντουσαν πέρα από αυτή.
Και δε μετανιώνω για την επιλογή μου. Μετάνιωσα όμως τότε που από ένα σημείο και μετά ήμουν δυστυχισμένη γιατί η καρδιά μου ήταν αλλού. Και σήμερα έχει τύχει να βρω κατσαρίδα σε χώρο που δουλεύω. Αλλά τουλάχιστον τώρα μπορώ να γράψω και κανένα τραγουδάκι να την υμνήσω!
Ο δίσκος της Angelika Dusk “A beautiful mess” κυκλοφορεί από τη Snowcage Records.