Σήμερα ψηφίζεται στη Βουλή το νέο νομοσχέδιο για τον ενιαίο φορέα «Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και Οπτικοακουστικών Μέσων-Creative Greece», το οποίο συνενώνει το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ) και το Εθνικό Κέντρο Οπτικoακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ) και η αγωνία του κλάδου που χρόνια τώρα, για να μην πούμε δεκαετίες, ζει μέσα στην ανασφάλεια, καλά κρατεί. Στη χθεσινή δημόσια παρέμβαση της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (ΕΑΚ) με θέμα τον υπό σύσταση δημόσιο φορέα, διατυπώθηκαν και πάλι οι έκδηλες ανησυχίες για σημαντικές ελλείψεις στη διευκρίνιση της λειτουργίας και του σκοπού του και κυρίως του τρόπου με τον οποίο θα συνεχίσει η διακριτή λειτουργία των δύο φορέων, παρά την κατ’ αρχήν σύμφωνη γνώμη της ΕΑΚ με την ενοποίηση ως μία πρώτη κίνηση στο πλαίσιο χάραξης μιας ενιαίας εθνικής πολιτικής για τον κινηματογράφο και τις οπτικοακουστικές παραγωγές.
Παραθέτουμε αποσπάσματα από τα κυριότερα σημεία της παρέμβασης, –όπου παρευρέθηκαν δεκάδες επαγγελματίες του χώρου, δημιουργοί, εκπρόσωποι σωματείων και φορέων, πολιτικοί, καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι–, τα οποία καταγράφηκαν και σε σχετικό δελτίο Τύπου που απέστειλε η ΕΑΚ.
«Υπάρχει μεγάλη αγωνία και κυρίως ανάγκη για απόλυτη σαφήνεια ως προς επίτευξη του κοινού στόχου, που είναι μια υγιής ελληνική κινηματογραφία», τόνισε ο πρόεδρος της Ακαδημίας, Λευτέρης Χαρίτος, επισημαίνοντας ότι αν και πολλές από τις παρατηρήσεις της ΕΑΚ ελήφθησαν υπόψη στη δημόσια διαβούλευση, παραμένουν σημαντικά κενά και γκρίζα σημεία. «Βασική αδυναμία στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο είναι η ασάφεια γύρω από τον διαμοιρασμό του χρηματοδοτικού προϋπολογισμού του νέου φορέα μεταξύ των επιμέρους πυλώνων του και ειδικότερα μεταξύ των επιλεκτικών προγραμμάτων (σ.σ. του ΕΚΚ που χρηματοδοτούν κάθε είδος κινηματογραφικής παραγωγής, π.χ. μικρού ή μεγάλου μήκους ταινία, μειοψηφική συμπαραγωγή, ανάπτυξη και γραφή σεναρίου κλπ.) και των αυτόματων προγραμμάτων (σ.σ. του ΕΚΟΜΕ που χρηματοδοτεί το οπτικοακουστικό έργο γενικώς)» υπογράμμισε.
Εξίσου σημαντική για την κοινότητα και τους επαγγελματίες του χώρου είναι η προστασία του ΕΚΚ που έχει καταβάλει επίπονες προσπάθειες τα τελευταία χρόνια να λειτουργήσει αποτελεσματικά για τη στήριξη του ελληνικού κινηματογράφου, παρά τα τεράστια προβλήματα. Όπως τόνισε η σκηνοθέτις και μέλος της ΕΑΚ Ελίνα Ψύκου «είναι κοινός τόπος μεταξύ των ενεργών κινηματογραφιστών ότι τα τελευταία χρόνια το ΕΚΚ κατάφερε να ορθοποδήσει και να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Στα 15 χρόνια έμπρακτης εφαρμογής του νόμου 3905 διαμορφώθηκαν τα τρέχοντα χρηματοδοτικά προγράμματα τα οποία, αποδεδειγμένα μέσα από τα έργα που παράχθηκαν με τη στήριξή τους, ανταποκρίνονται στις ανάγκες της ελληνικής οπτικοακουστικής παραγωγής. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η τελευταία δεκαπενταετία ήταν μια περίοδος ιδιαίτερα εξωστρεφής για τον Ελληνικό Κινηματογράφο, με σταθερή παρουσία σε όλα τα μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ και εμπορική διανομή σε πλήθος χωρών, παρά τις τρομερές οικονομικές δυσκολίες που έχουμε επισημάνει. Αυτός λοιπόν ο οργανισμός έρχεται να συνενωθεί με το ΕΚΟΜΕ σε ένα νομοσχέδιο του οποίου περίπου τα 2/3 αφορούν τη λειτουργία του cash rebate. Με άλλα λόγια ένα νομοσχέδιο το οποίο για άγνωστο λόγο τηρεί σιγή ιχθύος για τα επιλεκτικά προγράμματα χρηματοδότησης που έως τώρα διαχειριζόταν το ΕΚΚ. Όντως ο σύντομος βίος του ΕΚΟΜΕ ήταν γεμάτος παθογένειες τις οποίες το νομοσχέδιο προσπαθεί να διευθετήσει. Όμως για την ελληνική κινηματογραφική κοινότητα η προστασία του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και αυτού του οποίου σηματοδοτεί, είναι ζήτημα υπαρξιακό και πολλαπλάσιας βαρύτητας. Αυτό που ζητάμε είναι να διασφαλιστεί ρητά στο νομοσχέδιο η λειτουργία και η αυτοτέλεια των επιλεκτικών προγραμμάτων καθώς, ως έχει, δεν παρέχει κανένα εχέγγυο ότι η σύζευξη των δύο φορέων συνιστά μια ουσιαστική χάραξη ενιαίας κινηματογραφικής πολιτικής… Θέλουμε μια πολιτική που να αποτυπώνεται στο νομοσχέδιο, που στον πυρήνα της θα έχει τον ελληνικό σύγχρονο πολιτισμό και τις επενδύσεις βέβαια, όμως δεν θέλουμε ένα νομοσχέδιο το οποίο θα προσανατολίζει την ελληνική οπτικοακουστική παραγωγή μόνο στην παροχή υπηρεσιών για ξένες παραγωγές, αλλά θα δίνει εξίσου και μεγαλύτερη βαρύτητα στην εθνική μας κινηματογραφία.»
Ο σκηνοθέτης και πρώην πρόεδρος της ΕΑΚ, Γιώργος Τσεμπερόπουλος αναφέρθηκε στην πάγια υποχρηματοδότηση του ΕΚΚ ως πληγή της ελληνικής κινηματογραφίας. Επισημάνθηκε ότι επί του παρόντος το ΕΚΚ διαχειρίζεται 3.5 εκατομμύρια ευρώ ετησίως, ποσό που περιλαμβάνει και τα λειτουργικά έξοδά του και παρότι εξαιρετικά μικρό, έχει επιτρέψει να γίνουν «μικρά θαύματα». «Περιμέναμε ότι με το νέο νομοσχέδιο θα ωφελούνταν το Κέντρο Κινηματογράφου, για την ώρα όμως στα χαρτιά δεν φαίνεται να υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρον να ενισχυθεί… Υπάρχουν εδώ τόσο καθορισμένες λεπτομέρειες για τα οικονομικά, για παράδειγμα των αμοιβών του διοικητικού συμβουλίου που θα κοστίζει στον φορολογούμενο 453.000 ευρώ τον χρόνο (από 12.500 που κοστίζει σήμερα το Δ.Σ του ΕΚΚ), τη στιγμή που δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη σχετικά με τη χρηματοδότηση του νέου φορέα… Προφανώς η μεγάλη αγωνία αφορά τα επιλεκτικά προγράμματα και οφείλει να αποτυπωθεί στο νομοσχέδιο ποια είναι η πολιτική βούληση για αυτά. Το νομοσχέδιο δεν λέει ούτε πόσα λεφτά θα έχει ο νέος φορέας ούτε από πού θα τα λαμβάνει.»
Ο παραγωγός και μέλος της ΕΑΚ Γιώργος Καρναβάς τόνισε ότι «απαραίτητη προϋπόθεση για να έρθουν ξένες κινηματογραφικές παραγωγές στη χώρα μας είναι ότι θα τις υποδεχτεί μια στέρεη και αξιόπιστη εγχώρια κινηματογραφία. Αυτό είναι το added value μας. Με άλλα λόγια, η στήριξη της εθνικής κινηματογραφικής παραγωγής είναι το ελάχιστο αυτονόητο βήμα προκειμένου να προσελκύσει η Ελλάδα ξένες παραγωγές. Η βάση είναι όλα τα πράγματα που γίνονταν μέσω του ΕΚΚ…», είπε, υπογραμμίζοντας παράλληλα, πως η προσωρινή διακοπή της λειτουργίας του ΕΚΟΜΕ για να γίνει η μετάβαση στον ενιαίο φορέα, δημιουργεί μεγάλα προβλήματα στις παραγωγές που τρέχουν.
Παρόντες στην εκδήλωση τόσο ο Πρόεδρος του ΕΚΚ, Μάρκος Χολέβας -στη θητεία του οποίου όντως υποστηρίχθηκε και υποστηρίζεται το ελληνικό σινεμά το δυνατόν περισσότερο παρά τα εμπόδια- όσο και ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΕΚΟΜΕ, Λεωνίδας Χριστόπουλος, ο οποίος εξέφρασε τις δικές του απόψεις, κυρίως στον χρηματοοικονομικό τομέα, χωρίς όμως να καταφέρει να πείσει ότι θα αλλάξουν σημαντικά τα πράγματα.
Στη δευτερολογία της, απευθυνόμενη στον Λεωνίδα Χριστόπουλο, η Ελίνα Ψύκου επανέλαβε ότι στο νομοσχέδιο πρέπει να γίνει ρητή αναφορά στα επιλεκτικά προγράμματα που ως τώρα υπηρετεί το ΕΚΚ και στην οικονομική ποσόστωση υπέρ αυτών έναντι των αυτόματων που ως τώρα διαχειριζόταν το ΕΚΟΜΕ. Και έθεσε μια σειρά από ερωτήματα: «Έχουμε ένα αποτελεσματικό υποχρηματοδοτούμενο ΕΚΚ κι ένα μη αποτελεσματικό αλλά οικονομικά προικισμένο ΕΚΟΜΕ. Αυτά τα δυο θα συνενωθούν και αναρωτιόμαστε: ποιο θα παρασύρει το άλλο;… Ποιοι θα στελεχώσουν το καλά αμειβόμενο ΔΣ; Θα το στελεχώσουν άτομα με γνώση στα οπτικοακουστικά ή θα προκύψει από το πελατειακό κράτος; Σε σχέση με τις υπαγωγές στον ΕΚΟΜΕ που εδώ και πάρα πολύ καιρό δεν υπογράφονται… Δεν είναι εξασφαλισμένα τα χρήματα; Το χρέος ποιος θα το κληρονομήσει και τι θα γίνει με τις ταινίες που περιμένουν την υπαγωγή τους;»
Απαντώντας ο Λ. Χριστόπουλος ανάφερε ότι «όλοι συμφωνούμε στην έως τώρα διοικητική παθογένεια: δύο φορείς με το ίδιο βασικό αντικείμενο σε διαφορετικά Υπουργεία δημιουργούσαν ζητήματα στην πράξη. Αποφασίστηκε ότι πρέπει να ενοποιηθούν και να πάνε κάτω από το Υπουργείο Πολιτισμού, τον φυσικό τους τόπο. Και συγκεκριμένα ο ΕΚΟΜΕ να έρθει κάτω από το ΕΚΚ και κάτω από το ΥΠΠΟ και να υπηρετεί την ευρύτερη πολιτική για τον κινηματογράφο.» Ολοκλήρωσε λέγοντας ότι «τα επιλεκτικά προγράμματα βασίζονται στον νόμο 3905/2010 που δεν καταργείται, ισχύει. Απαγορεύεται ρητώς πόροι του επιλεκτικού να χρησιμοποιηθούν για το cash rebate. Επιπλέον, βάσει του δημόσιου λογιστικού του κράτους, τα επιλεκτικά προγράμματα χρηματοδοτούνται από τον τακτικό προϋπολογισμό, ενώ του cash rebate από τον προϋπολογισμό Δημοσίων Επενδύσεων και το ΕΣΠΑ».
Το θέμα είναι τι θα γίνει στην πράξη και όχι στα λόγια και το κυριότερο να ξεκαθαριστούν πλήρως οι αρμοδιότητες του ΕΚΚ, «της μόνης ίσως σταθεράς του ελληνικού σινεμά όλα αυτά τα χρόνια», όπως είπε και η ηθοποιός και μέλος της ΕΑΚ Κόρα Καρβούνη. «Η απουσία ρητής διασφάλισης του ΕΚΚ εύλογα προκαλεί τεράστια ανησυχία στην κινηματογραφική κοινότητα. Ένα μέλλον χωρίς ένα λειτουργικό και δυνατό Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου είναι ένα μέλλον ζοφερό για τον Ελληνικό Κινηματογράφο. Εύχομαι η πολιτεία να αναγνωρίσει την αξία του ελληνικού σινεμά, να αποδείξει ότι έχει μάθει από τα αμέτρητα λάθη του παρελθόντος και να μεριμνήσει ώστε ο νέος φορέας να σημάνει όντως μια νέα σελίδα στη σχέση του ελληνικού κράτος με το σινεμά μας».
Χρόνια τώρα, για να μην πούμε δεκαετίες, τα προβλήματα στον ελληνικό κινηματογράφο καλά κρατούν και δεν εννοούν να λυθούν παρά την ομολογουμένως εντυπωσιακή άνθησή του και τις διακρίσεις του εκτός Ελλάδος, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία. Το χρηματοδοτικό εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Όμως δίπλα σε αυτό παραμένουν προς επίλυση και άλλα εξίσου σημαντικά θέματα, όπως η μεγαλύτερη υποστήριξη και προώθησή του εντός και εκτός Ελλάδος, η διανομή, η στήριξή του από τις αίθουσες αλλά και το ελληνικό κοινό, η σημασία της κινηματογραφικής εκπαίδευσης στον 21ο αιώνα, η ανάγκη ανάπτυξης στον τομέα του σεναρίου, ακόμη κι ο χαρακτηρισμός των χειμερινών κινηματογράφων ως διατηρητέων (η Μελίνα Μερκούρη είχε μεριμνήσει για τους θερινούς). «Είναι σημαντικό να ζητάμε χρήματα για να γυριστούν ελληνικές ταινίες αλλά εξίσου σημαντικό είναι να έχουμε και κάπου να τις παίξουμε», όπως είπε πολύ σωστά ο Λευτέρης Χαρίτος απευθυνόμενος προς τον Υφυπουργό Πολιτισμού Χρίστο Δήμα, κλείνοντας την εποικοδομητική αυτή συζήτηση-παρέμβαση.
Ο ελληνικός κινηματογράφος που διαρκώς αναγνωρίζεται στο εξωτερικό με βραβεία και διακρίσεις, αποτελεί ένα σημαντικό εξαγώγιμο «προϊόν» (όσο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μια τέτοια λέξη στο χώρο της Τέχνης), το οποίο με την ανάλογη στήριξη και στρατηγική αρμόδιων Υπουργείων (όπως π.χ. του Τουρισμού) σε συνεργασία με το ΥΠΠΟ, μπορεί να αποφέρει σημαντικά οφέλη στη χώρα. Όμως σίγουρα χρειάζεται ένα δυνατό δικό του “σπίτι” –το ΕΚΚ συγκεκριμένα-, που επισφραγίζει, πέρα από τα οικονομικά θέματα και τον διαχωρισμό του ως ξεχωριστή Τέχνη από όλη την υπόλοιπη οπτικοακουστική παραγωγή.
Και βέβαια, η ανάλογη στρατηγική ανάπτυξης και προώθησής του σινεμά μας μέσα στην ίδια τη χώρα θα φέρει την υποστήριξή του από το ελληνικό κοινό, το οποίο ακόμη διστάζει να αντιληφθεί τόσο την αξία του (ελάχιστες ελληνικές παραγωγές πάνε καλά στα ταμεία), όσο και τον σημαντικό ρόλο που μπορεί να παίξει στην εκπαίδευση, ιδιαίτερα στην σύγχρονη εποχή της εικόνας.
Υπέροχο λοιπόν να έρχονται ξένες παραγωγές στην Ελλάδα, χωρίς εννοείται να δημιουργούν προβλήματα στην εγχώρια κινηματογραφία (π.χ. απορρόφηση τεχνικών με αποτέλεσμα την καθυστέρηση των ελληνικών) ή να χρησιμοποιούνται προς εντυπωσιασμό, καθώς πέραν των άλλων (π.χ. πρόσληψη τεχνικών, ηθοποιών κλπ.), σαφώς συμβάλλουν στην προώθηση της ίδιας της χώρας στο εξωτερικό. Πρωτίστως όμως υποχρέωση της Πολιτείας είναι να στηρίξει με τον καλύτερο τρόπο το δικό της παιδί, να το βγάλει από την αγωνία και την ανασφάλεια της diy κατάστασης και να το ενισχύσει όσο μπορεί για το πέταγμά του τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Κάποτε επιτέλους πρέπει να γίνει αυτό…