Η (μη) σημασία του να είσαι ΠΑΟΚ (αφού, εντάξει)
Πριν διαβάσετε τα υπόλοιπα «θολά», να ξεκαθαρίσω το εξής και εδώ: ο Ολυμπιακός κατέβηκε για να μην παίξει ποτέ και η (ΑΕ)Κούλα βολεύεται όπως ακριβώς της πρέπει με το πρωτάθλημα στα χαρτιά, που την είχαν στερήσει, ξεχνώντας την προεδράρα που τους έριξε σαράντα κατηγορίες για να μην πληρώσει και να έρθει να το κλέψει από τα αποδυτήρια. Ο Μένεγος που τολμάει και μιλάει για «γαύρους του βορρά» (φτού!) μια μέρα θα το βρει μπροστά του – αν δεν το βρήκε ήδη- και ξέρω ‘γω, ξέρω’ γω εντάξει είναι η φάση γενικώς. Στο ροκ-εν-ρολ και στο ποδόσφαιρο βαριά φιλοσοφία δεν χωράει, παρά μόνο όταν γεράσουν.
Η αλήθεια είναι ότι τον τελευταίο καιρό δεν λειτουργώ ούτε με τη λογική, ούτε με το θυμικό. Εξαντλώ το μηνιαίο πρόγραμμα δεδομένων στο κινητό ακούγοντας σαλονικιώτικο αθλητικό ραδιόφωνο παντού. Στο μηχανάκι με ακουστικά κάτω από το κράνος, στο αυτοκίνητο μέσω Bluetooth, στην αναμονή στα δικαστήρια με κάθε τρόπο, και αδιαφορώντας για τον σεβασμό προς την Έδρα. Η πρώτη σκέψη το πρωί και το τελευταίο βουητό στο κεφάλι το βράδυ. Το αθλητικό ραδιόφωνο έχει μετατραπεί ήδη σε μία απροσδιόριστη κρεβατομουρμούρα και ο ΠΑΟΚ στη γυναίκα της ζωής μας, που ακόμη μπορεί να μη μας ικανοποίησε πλήρως, αλλά αφού φτάσαμε στην πηγή πάντοτε ελπίζουμε να πιούμε νερό. Τόσοι ήπιαν άλλωστε πριν από εμάς. Δεν έχουμε και την κατάρα της γριάς, εδώ που τα λέμε… Ή μήπως τελικά έχουμε κάτι χειρότερο και δεν το είχαμε πάρει πρέφα τόσα χρόνια ;
Για να λέμε την αλήθεια, λίγο πριν το παιχνίδι με τον Ολυμπιακό (προϊστορικές εποχές στη βάση χωροχρονικής διάστασης της φετινής ποδοσφαιρικής σεζόν) κι έχοντας μπροστά μας εξόδους σε Αγρίνιο, Γιάννενα κλπ. περιμέναμε ότι κάτι θα στραβώσει. Θα στραβώσει από εμάς δηλαδή, με κανένα άχαρο 0-0 και τα γνωστά που μας γαλούχησαν δεκαετίες τώρα. ΔΕΝ στράβωσε και κοιταζόμασταν μεταξύ μας χωρίς να το πιστεύουμε. Η ομάδα πήγαινε τρένο (έστω, τραίνο), για πρώτη φορά στην ιστορία μας. Υπάρχει ένας αστικός μύθος για τους ΠΑΟΚτσήδες που έπεφταν με τα «παπάκια» στον Θερμαϊκό στο πρωτάθλημα του 1985 και ήδη από τις αρχές Φλεβάρη σκεφτόμουν πόσο να κάνει τέλος πάντων ένα διαλυμένο-μεταχειρισμένο «παπί» και πόσο βρώμα να έχει ο Θερμαϊκός στην τελική;
Από εκεί και πέρα τα πράγματα και τα γεγονότα είναι γνωστά. Γνωστό δεν είναι ακόμη το πως επιδρούν και το πως θα επιδράσουν μεσομακροπρόθεσμα στην ψυχολογία του ΠΑΟΚτσή. Την οποία ψυχολογία άλλωστε κανείς και ποτέ δεν μπόρεσε να προσδιορίσει. Πλησίασε κάπως ο Νίκος ο Τριανταφυλλίδης, σε κάποια σκόρπια τηλεφωνήματα που παραδοσιακά κάναμε μετά από διάφορα «άχαρα 0-0» και όταν κάθε φορά πριν το τέλος της κλήσης απλά μου έλεγε «στηρίζουμε αυτό που έχουμε, αυτό είναι ο ΠΑΟΚ». Και στηρίζαμε. Φυσικά.
Είτε ήταν ο Άγγελος που έβγαζε εντεκάδα από το αγρόκτημα, είτε ο Στέφενς με το περιβόητο κατά Νικόλα «κοουτσάρισμα για εγκεφαλικό», είτε ο «τεράστιος» Σάντος, που ήρθε να μας κάνει ανθρώπους, εκεί μου ήμασταν σαρδέλες. Αυτός είναι ο ΠΑΟΚ που μέχρι να πάρει ο ύπνος Κυριακή βράδυ το τριών χρονών παιδί σου έχει γυρίσει και ξεγυρίσει το ματς με τον νεοφώτιστο Ηρακλή τρεις φορές. Και δηλαδή εντάξει κι εδώ, αλλά πόση φιλοσοφία και faux σημειολογία να χωρέσει το μυαλό του προ-νήπιου για το κάνεις ΠΑΟΚτσή στην Αθήνα-Γαμημένη- Ο-ΠΑΟΚ- Δεν- Πεθαίνει; Τώρα που μιλάμε, ο Τζορτζ (ο κάποτε τρίχρονος που λέγαμε πριν) είναι κατά σειρά εμφανίσεως ΑΕΚ-ΠΑΟΚ-Μαντσεστερ Σίτυ-…. ξέρω γω, ίσως και Σούονσυ. Ποιος είμαι εγώ για να τον κρίνω δηλαδή; Δεν ξεχνώ ότι κάποτε είχα πιστέψει πως o Biosphere θα σώσει τη μουσική και ήταν λίγο πριν με πάρει ο ύπνος.
Κρατώντας όμως πολλές μικρές επιφυλάξεις, μπορώ να πω ότι έστω και για μία ελάχιστη στιγμή, ο ΠΑΟΚ κατάπιε τον Ιβάν, και όχι ο Ιβάν τον ΠΑΟΚ.
Τι θα κάνουμε στο τέλος της σεζόν; Θέλω να ελπίζω ότι δεν θα βγούμε να πανηγυρίσουμε στον Λευκό Πύργο το πρωτάθλημα που κερδίσαμε στην αγάπη, αλλά όχι στα χαρτιά. Αλλά αν το κάνουμε, δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι δεν θα είμαι εκεί. Δεν πανηγύρισα με θέρμη το περσινό κύπελλο. Όχι για τα οφσαηντ και τις λοιπές σαχλαμάρες που λένε οι της Ξαδέρφης (είχε γίνει ο ορισμός του πέναλντι πριν, σε λέω). Δεν πανηγύρισα γιατί η δεκαετής μόνιμη διαμονή στην Αθήνα με έχει καταστήσει «λειψό» ως ΠΑΟΚτση. Δε ντρέπομαι να το ομολογήσω. Είμαι σε ΠΑΟΚ- Ολυμπιακός στο Κύπελλο, οι γαύροι κάνουν τα δικά τους, ο αγώνας δεν τελειώνει ποτέ, και η καρδιά μου δεν καίγεται τραγουδώντας «βάλτε φωτιά κάψτε καλά/ Ομόνοια και Πειραιά…», όπως καιγόταν κάποτε. Στεναχωρέθηκα με την πάρτη μου, σχεδόν με παρεξήγησα.
Δεν είναι που έχω διάφορα συμφέροντα σε περιοχές πέριξ της Ομόνοιας, είναι αυτή η απόσταση από το επίκεντρο της μη λογικής, που θέλοντας και μη σε υποχρεώνει να μη συμμετέχεις στα αυτονόητα. ΟΚ, καμία πόλη δεν είναι μπασταρδούπολη, κι ακόμη περιμένουμε να επικρατήσει η μπασταρδοκρατία, αλλά δεν πηγαίνουμε τρεις ώρες πριν στο γήπεδο για να στοχαζόμαστε άνευ ευτέλειας.
Μην ακούτε τι λένε για τους Έλληνες του εξωτερικού και για τους ΠΑΟΚτσήδες της Αθήνας και του Λεβερκούζεν. Η παράλογη ψυχή του ΠΑΟΚτσή χτυπάει σωστά μόνο στα στενά πέριξ της Τούμπας. Σέρρες, Δράμα, Βέροια κλπ. περιλαμβάνονται στο εν λόγω πολεοδομικό τετράγωνο, όπως πολύ καλά γνωρίζουν αυτοί που πρέπει να γνωρίζουν. Έχω κάνει «λαϊκό δικαστήριο» στους -2 βαθμούς κελσίου, για τρεις ώρες έξω από τα αποδυτήρια, μετά από ΠΑΟΚ- Αστέρα Τρίπολης, που χάσαμε 0-1 στο 95’ και ακόμη θεωρώ ότι είναι μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της όποιας επαγγελματικής μου πορείας.
Ο ΠΑΟΚ προσεγγίζει τα παράνομα όρια μίας αταξικής κοκαϊνης, που διανέμεται σε αμετροεπείς δόσεις στους πάντες, μικρούς- μεγάλους, αγράμματους- διδακτορικούς, μη έχοντες στον ήλιο μοίρα και αδιαφορούντες για την μοίρα των άλλων.
Δεν ξέρω ακριβώς τι γίνεται με τον Ιβάν Σαββίδη. Θυμάμαι την πρώτη φορά που είχε έρθει στο αεροδρόμιο με κάτι ψάθινα καπέλα και με λαχούρ πουκάμισα, που δεν θα φόραγε ούτε ο Steve Wynn στο χειρότερο ναδίρ της καριέρας του, και ο πάντα πιο ευφυής από όλους μας (αν και Ηρακληδέας) φίλος μου, ο Φάνης ο Σκούρτης, είχε εφεύρει την αθάνατη έννοια της ΙΒΑΝόησης. Η οποία όχι μόνο συνεχίζει να είναι ακόμη κυρίαρχη, αλλά θεωρώ ότι με τα τελευταία συμβάντα έχει επαληθευτεί ως νόμος της φυσικής.
Πέρσι σε κάποια φάση είχα ξενερώσει άσχημα με τον ΠΑΟΚ του Ιβάν, ειδικά εκεί στα μπυροκούτια του Ίβιτς και στα σενάρια που κάθε άλλο υπογραμμίζουν το ότι η ψυχή του ΠΑΟΚτσή αναπνέει ακόμη στα τσιμέντα. Κρατώντας όμως πολλές μικρές επιφυλάξεις, μπορώ να πω ότι έστω και για μία ελάχιστη στιγμή, ο ΠΑΟΚ κατάπιε τον Ιβάν, και όχι ο Ιβάν τον ΠΑΟΚ. Και για αυτό δίνω ακόμη 5εύρα στην Cosmote και αγοράζω πακέτα δεδομένων και σχεδόν έχω αποκτήσει δυσλεξία ακούγοντας ανελέητο αθλητικό ραδιόφωνο στα ακουστικά κάτω από το κράνος.
Ο ΠΑΟΚ ΣΕ ΚΑΤΑΠΙΝΕΙ.
Και με όλα αυτά που έγιναν και γίνονται τους τελευταίους δύο μήνες σχεδόν, ο ΠΑΟΚ με έχει καταπιεί με ηδονικό, ιδανικό, ηδωνικό (ως προς το τσίπουρο που ταιριάζει με όλα αυτά, για να μαθαίνετε και κάτι φεύγοντας) τρόπο. Είναι κάτι παραπάνω από το σύνηθες όπιο του λαού, μιας και φαντάζομαι ότι και οι οπαδοί των υπόλοιπων ομάδων (δηλώνω πάντοτε οπαδός, δεν έχω καμία συναίσθηση φιλάθλου), το ίδιο θα ισχυρίζονται και θα νιώθουν για την ομάδα τους.
Ο ΠΑΟΚ προσεγγίζει τα παράνομα όρια μίας αταξικής κοκαϊνης, που διανέμεται σε αμετροεπείς δόσεις στους πάντες, μικρούς- μεγάλους, αγράμματους- διδακτορικούς, μη έχοντες στον ήλιο μοίρα και αδιαφορούντες για την μοίρα των άλλων. Ένα ετερόκλητο και καλά δεμένο μεταξύ του πλήθος που για πρώτη φορά –ίσως- μετά από τριάντα τρία χρόνια που υπομονετικά «waited for his man», έχει βρεθεί με μία δόση, τόσο καθαρή και τόσο νοθευμένη, τόσο ισχυρή και τόσο «λίγη» την ίδια στιγμή, που πραγματικά κανείς δεν μας δεν ξέρει ποια θα είναι η επόμενη μέρα του να είσαι ΠΑΟΚ. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι και την επόμενη μέρα θα είμαστε ΠΑΟΚ, βολιδοσκοπώντας το εύπεπτο της ματαιότητας με τον ίδιο τρόπο που μία πρόωρα γερασμένη indie γενιά είχε πιστέψει ότι οι Franz Ferdinand είναι ικανοί όχι μόνο να διασώσουν, αλλά και να δώσουν εκ νέου νόημα στην αισθητική της. Και από τον Καπράνο στον Πρίγιοβιτς, δυο γραμμές δρόμος ως γνωστόν.
Και θα κλείσω αυτό το υπέροχο κείμενο, θυμίζοντας και πάλι μετά από πολλά χρόνια (σε ένα παρόμοιας κατεστημένης αθηναϊκής στόχευσης άρθρο στο μουσικό περιοδικό Sonik) ότι έχει υπάρξει οπαδική ραδιοφωνική εκπομπή με συντελεστές εκλεκτά μέλη της Θύρας 4 στην οποία όχι μόνο το «χαλί» ήταν το Sweet And Tender Hooligan του Morrissey, αλλά και όλη η υπόλοιπη playlist περιορίζονταν αυστηρά σε Smiths/ Moz περιεχόμενο. Μας κατάπινε κι εκείνο το διώρο, όπως καταλαβαίνετε και κάθε φορά «βγαίναμε» σίγουροι ότι το δίκιο είναι με τον ΠΑΟΚ, έστω και αν το άδικο συνεχίζει να είναι κάτι το απροσδιόριστο. Ο ΠΑΟΚ καταπίνει ακόμη και την όποια νομική μας κρίση. Και έτσι πρέπει να είναι. Αφού, εντάξει.
Άρης ‘Βυζαντινός Ενωμένος Μαχητής*’ Καραμπεάζης
* Ο μόνος σύνδεσμος του ΠΑΟΚ στον οποίο έχω ποτέ υπάρξει μέλος, και μάλιστα ιδρυτικό. Και περιέργως ακόμη δεν μου τα τρώνε οι ψυχολόγοι
Ξαναγίναμε αυτό που πάντα ήμασταν, αουτσάιντερ. Ίσως καλύτερα έτσι…
Έγινα ΠΑΟΚ επειδή δεν ήξερα κανέναν άλλον να είναι ΠΑΟΚ. Ήταν μια ασυνείδητη πράξη αντίστασης στην τρυφερή ηλικία των εφτά. Επηρέασε βέβαια και η υπερcool ασπρόμαυρη φανέλα. Βοήθησε και ο απόηχος της σπουδαίας ομάδας των 70s με τον Γιώργο Κούδα που ήταν θρύλος πριν ακόμα τον κάνει τραγούδι ο Ρασούλης.
Κι επειδή το ποδόσφαιρο μαθαίνεις από μικρός να το βλέπεις με όρους φαντασιακής αφήγησης, στο προσωπικό μου storytelling ο ΠΑΟΚ ήταν πάντα το ένδοξο outsider που κάποια μέρα θα κέρδιζε όλα τα φαβορί. Και κάποιες φορές σχεδόν τα κατάφερε. Όπως με την Μπάγερν Μονάχου το ‘83 και τα αδικοχαμένα πέναλτι του Δαμανάκη και του Μαλιούφα. Και κάποιες φορές όντως τα κατάφερε. Όπως στο πρωτάθλημα του ’85 με τον Κωστίκο, τον Πάπριτσα και τον Χρήστο Δημόπουλο τον «φονιά». Μας το έδωσαν λέει για τα 2.300 χρόνια της Θεσσαλονίκης. Τόσο μικρόψυχοι είναι μερικοί!
Και μετά ήρθαν τα πέτρινα χρόνια. Αν και το να ρίχνεις 6άρες στον κιμπάρη Ολυμπιακό του Κοσκωτά ήταν σίγουρα μια διασκεδαστική υπόθεση. Ευτυχώς που υπήρχε και το μπάσκετ. Αλλά κι εκεί με ένα μαγικό τρόπο είμαστε πάντα δεύτεροι. Πίσω από τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φιλίππου και τα άλλα παιδιά. Μέχρι που πήραμε τον Ίβκοβιτς και φτιάξαμε την καλύτερη πεντάδα της Ευρώπης με Κόρφα, Πρέλεβιτς, Μπάρλοου, Λίβινγκστον και Φασούλα. Πήραμε επιτέλους το ελληνικό πρωτάθλημα, αλλά καταφέραμε να χάσουμε το ευρωπαϊκό final four του ’93 στο ΣΕΦ. Ήταν προφανές ότι δεν αντέξαμε τον τίτλο του φαβορί. Τουλάχιστον η ιαχή «Ω Μπάνε, Μπάνε» θα μας συντροφεύει για πάντα.
Ναι, ο ΠΑΟΚ είναι το μεγάλο φαβορί! Μέχρι που ένα καρουλάκι ταμειακής μηχανής κι ένας κουμπουροφόρος πρόεδρος επαναφέρουν την ομάδα εκεί που πάντα ήταν. Στη θέση του αουτσάιντερ. Ίσως καλύτερα έτσι. Ο ΠΑΟΚ για μένα δεν είναι κανένα τρόπαιο.
Μέσα στα επόμενα δέκα-δεκαπέντε χρόνια το ποδόσφαιρο άλλαξε παγκοσμίως. Έγινε άλλο άθλημα. Πολύ πιο γρήγορο, πολύ πιο όμορφο, πολύ πιο στρατηγικό. Οι ποδοσφαιριστές έγιναν υπεραθλητές. Οι ομάδες θίασοι. Τα ευρωπαϊκά γήπεδα «θέατρα των ονείρων». Ο καθένας πια ήθελε να μοιάσει στην Μπαρτσελόνα του Γουαρδιόλα. Η απόσταση από το μίζερο, αργό, κακόφημο ελληνικό πρωτάθλημα έγινε αστρονομική. Η μονοκρατορία του Ολυμπιακού πρόσθεσε επιπλέον το βαρύ πέπλο μιας θανάσιμης βαρεμάρας. Για ποιο λόγο να ασχολείται κανείς με το ανυπόληπτο ελληνικό ποδόσφαιρο;
Ώσπου φέτος για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια το πρωτάθλημα έγινε ξανά ανταγωνιστικό. Μήπως ήρθε η ώρα να το πάρει επιτέλους ο ΠΑΟΚ; Η Θεσσαλονίκη βοά, ο Γιώργος Μίνος ξεσπαθώνει, έρχεται ο «γαύρος του Βορρά» λένε οι κακεντρεχείς. Ναι, ο ΠΑΟΚ είναι το μεγάλο φαβορί! Μέχρι που ένα καρουλάκι ταμειακής μηχανής κι ένας κουμπουροφόρος πρόεδρος επαναφέρουν την ομάδα εκεί που πάντα ήταν. Στη θέση του αουτσάιντερ.
Είναι ματαιοπονία να συζητάμε σήμερα για το ποιος φταίει περισσότερο ή λιγότερο. Ποιος την είχε στημένη στον άλλον και γιατί. Ποιος έχει κάνει τα μεγαλύτερα αίσχη. Ποιος είναι ο περισσότερο υποκριτής. Όσο το ελληνικό ποδόσφαιρο παραμένει σφιχταγγαλιασμένο με τη βία, τη νοθεία και τη διαφθορά τίποτα καλό δεν πρόκειται να συμβεί. Κανένας τίτλος δε θα έχει αξία. Ούτε ο περσινός που πήραμε σε έναν τελικό που δεν έπρεπε να ξεκινήσει καν.
Ίσως καλύτερα έτσι. Ο ΠΑΟΚ για μένα δεν είναι κανένα τρόπαιο. Είναι οι βραδιές στο White Hart Lane με την Τότεναμ και στην Τούμπα με τον Άγιαξ. Είναι οι ένδοξες νίκες, οι ένδοξες ήττες και οι ένδοξες ισοπαλίες. Είναι ο Μπάνε Πρέλεβιτς με την κοιλίτσα που εξέχει κάτω από τη φανέλα και ο Πάμπλο Γκαρσία που κάθε φορά που πέφτει, απαραιτήτως πρέπει να ξανασηκωθεί. Είναι ο Βιεϊρίνια που κουνάει αρνητικά το δάχτυλο στο παράλογο και την αυθαιρεσία. Είναι οι ανακοινώσεις των Συνδέσμων κατά της Χρυσής Αυγής που προσπαθεί να πουλήσει φτηνό πατριωτισμό στον λαό του ΠΑΟΚ. Είναι τα ευφυή στιχάκια και τραγούδια. Είναι η παρανοϊκή μουσικοχορευτική πανδαισία από το Σύνδεσμο Φιλάθλων Ζάμπιας στο youtube. Είναι ο Τζαμάλ και ο φίλος μου ο Τάκης και η κόρη μου η Μυρτώ. Πάνω από όλα είναι η θεμελιώδης αντίθεση στην κουλτούρα του μίσους και της βίας.
Σπύρος Κρίμπαλης