«Ήθελα να δω την ταινία σε μεγάλη οθόνη, και για μένα σήμερα είναι η πρεμιέρα της. Χαίρομαι πάρα πολύ που αυτό που λέμε ινδοευρωπαϊκός πολιτισμός βρήκε την έκφρασή του σ’ αυτή την ταινία». Το κοινό γελά και χειροκροτεί καθώς ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός προλογίζει την ταινία Shanghai του Ινδού σκηνοθέτη Ντιμπακάρ Μπανερτζί. Το απόγευμα του περασμένου Σαββάτου, στον τέταρτο όροφο του κτιρίου που καταλαμβάνει τους αριθμούς 12 έως 14 στην οδό Κολωνού του Μεταξουργείου, η ταινία που απαγορεύτηκε αρχικά στην Ινδία και κυκλοφόρησε τελικά σε ελάχιστες κόπιες έκανε την πανευρωπαϊκή της πρεμιέρα στο κέντρο της Αθήνας.
Φτάνοντας στο μπαρ του πολιτιστικού πολυχώρου Dudu Loft ακούω δυο γυναίκες να συζητούν για την ύλη που έχουν να βγάλουν μέχρι το επόμενο μάθημα ινδικών. Ένα ρυθμικό κουδούνισμα με κάνει να γυρίσω προς τα πίσω για να δω μια κοπέλα με μωβ μεταξωτή στολή και να κατεβάσω το βλέμμα μου ως τους αστραγάλους της, από όπου έβγαινε και ο ήχος που με οδηγεί τελικά ως την αίθουσα προβολής. Τρεις διάδρομοι, τρεις οθόνες και κόσμος που ψάχνει την ιδανική θέση. «Δεν φοράει το καπελάκι του» πιάνω να λέει ένας άντρας τη στιγμή που βολεύομαι στον καναπέ ακριβώς μπροστά του και ο συγγραφέας του μυθιστορήματος με κεντρικό θέμα τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη βγαίνει στη βεράντα για να καπνίσει. Λίγο πριν την έναρξη της ταινίας που βασίζεται στη δική του καταγραφή για την ταραχώδη πολιτική κατάσταση της Ελλάδας τη δεκαετία του ‘60, μερικοί τον πλησιάζουν και τον ρωτούν αν μοιάζει με την αντίστοιχη ελληνική . Έχοντας δει τις λέξεις του να κινηματογραφούνται από τον Κώστα Γαβρά και να δραματοποιούνται στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθέσια της Έφης Θεοδώρου, είχε έρθει η μέρα για να απολαύσει το έργο του σε μια ανεξάρτητη ινδική παραγωγή, απαλλαγμένη από την παραφορτωμένη και κάπως κιτς κινηματογραφική αισθητική του Μπόλιγουντ.
Η κοπέλα με τη στολή που κουδουνίζει σε κάθε της βήμα μπαίνει στην αίθουσα αφήνοντας ρεσώ κατά μήκους του μεσαίου διαδρόμου. Για μερικά λεπτά λικνίζεται εναλλάξ με μια παρομοίως ντυμένη χορεύτρια καθώς οι έντονες κινήσεις των χεριών τους και τα στολισμένα με λουλούδια και χρυσαφένια κοσμήματα μαλλιά τους δημιουργούν σαγηνευτικές σκιές στον τοίχο . Μόλις το σόου φτάνει στο τέλος του, η Μάρσια Βλέτσα μας καλησπερίζει και μας εισάγει με λίγα λόγια στην υπόθεση της ταινίας. «Ο τίτλος της αποτελεί καυστικό σχόλιο για τη βίαιη προσαρμογή της χώρας σε ένα δυτικό πολιτισμό που ουσιαστικά δεν αντέχει να έχει», εξηγεί η υπεύθυνη του χώρου χωρίς όμως να λύνεται η απορία μου για το πώς μια ιστορία της ελληνικής πολιτικής σκηνής μπορεί να εμπνεύσει έναν άλλον, ανόμοιο πολιτισμό. Ο σκηνοθέτης διάβασε το βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού στα δεκατέσσερα του χρόνια και αποφάσισε να δουλέψει πίσω από τις κάμερες σε μια περίοδο που στην Ινδία δεν υπήρχαν σχολές σκηνοθεσίας.
Το τρέιλερ του ινδικού Ζ
Το πολιτικό θρίλερ που γύρισε μέσα σε μόλις ενάμιση μήνα προσπαθεί να εξερευνήσει το δίπολο της ινδικής κοινωνίας, εκεί όπου τα ανώτερα οικονομικά κλιμάκια εκμεταλλεύονται τις αδυναμίες και την ανάγκη για ελπίδα μια φτωχότερης κάστας. Ο κορμός της πλοκής είναι ίδιος: ένας πολιτικός ακτιβιστής δέχεται επίθεση από παρακρατικούς και ένας ανακριτής, σαν άλλος Σαρτζετάκης, αναλαμβάνει να εξιχνιάσει την υπόθεση βρίσκοντας συνεχώς εμπόδια. Ο γιατρός Αχεμάντι (Ινδός Γρηγόρης Λαμπράκης-ήταν γιατρός κι αυτός) φτάνει στη μυθοπλαστική πόλη Μπαράτ Ναγκάρ (Θεσσαλονίκη) για να αφυπνίσει με μια ομίλια τον κόσμο ενάντια στην πολιτική ηγεσία που υπόσχεται την ανάπτυξη. Προκειμένου να διατηρηθεί η τάξη και οι ουρανοξύστες να υψωθούν σύμφωνα με τα κυβερνητικά σχέδια, ένα όχημα παρασέρνει τον ακτιβιστή που τελικά υποκύπτει στα τραύματα του. Παρότι το σενάριο εμφανίζει αρκετές διαφορές, η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη έχει αντικατασταθεί από χορογραφημένες μελωδίες και τα αυστηρά χρώματα του Γαβρά αλλάζουν θέση με πιο σύγχρονες εικόνες, ωστόσο, και οι δύο σκηνοθέτες έχουν κοινή αφετηρία και στόχο: Ο μεν πρώτος σχολίασε το ιδεολογικό χάσμα μιας χώρας, καταγράφοντας πριν τους τίτλους τέλους τις απαγορεύσεις που επέβαλε η δικτατορία σε μια ανελεύθερη κοινωνία. Ο δε δεύτερος, μπορεί να εστιάζει λιγότερο στην ιδεολογική έκφανση των πραγμάτων, παρουσιάζει όμως μια άλλου είδους καταπίεση και επιβολή δύναμης, δείχνοντας μια αγροτική κοινωνία που οδηγείται στο να γίνει βιομηχανική με οξυμένες τις ταξικές διαφορές.
Η ταινία φτάνει στο τέλος της και τα σχόλια που ηχούν τριγύρω είναι θετικά και ενθουσιώδη. Πιάτα με ινδικές λιχουδιές μοιράζονται στους παρευρισκόμενους ενώ η ελληνική ακαδημία μπόλιγουντ χορεύει με τη σειρά της, δείχνοντάς μας τι σημαίνει συγχρονισμός κινήσεων. Την παράσταση κλέβει το αγόρι της παρέας που πριν λίγο θαύμαζε το φανταχτερό του σακάκι στις τουαλέτες του χώρου. Μετά τη τελική του φιγούρα, η τραγουδίστρια Νάντι Ρατζ μας καλεί κοντά της και, ενώ εκείνη τραγουδά για τη μητέρα – πατρίδα της, εμείς αποκρινόμαστε «ζήτω» με τα λίγα ινδικά που φρόντισε να μας μάθει προκειμένου να υπάρξει διάδραση στο μουσικοχορευτικό πρόγραμμα. Πριν προλάβουν να με παρασύρουν στον χορό , αφήνω πίσω μου το πάρτι που στήθηκε αβίαστα με τη σκέψη πως μια ταινία που δεν διαφημίστηκε όπως ένα ηρωικό μπλοκμπάστερ αποδεικνύει πώς δύο αλλιώτικοι πολιτισμοί, ενώνονται μέσω της τέχνης και της τόλμης κάποιων ανθρώπων να σχολιάσουν το εκάστοτε διεφθαρμένο καθεστώς.
Το αυθεντικό Ζ του Κώστα Γαβρα με τον Υβ Μοντάν στο ρόλο του Γρηγόρη Λαμπράκη και το Ζαν Λουί Τρεντινιάν στο ρόλο του Χρήστου Σαρτζετάκη.
Και ολίγη ινδική μουσική και χορευτική παράδοση – μερικά μπολιγουντιανά στοιχεία για το Ζ των Ινδών.