«He has something». Η συμπάθεια που προκαλεί ο Μπαράκ Ομπάμα σε αρκετούς εντός και εκτός των αμερικανικών συνόρων, είναι αδιαμφισβήτητη, όπως και το γεγονός ότι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, κατόρθωσε να βγάλει την Αμερική από την κρίση, οδηγώντας μάλιστα την ανεργία σε ιστορικά χαμηλά.
Παρόλα αυτά, αρκετή είναι η κριτική που έχει δεχτεί για πτυχές της εξωτερικής πολιτικής του, ιδιαίτερα για την απόφασή του να μην προβεί ποτέ σε επέμβαση στη Συρία.
Μία εξαντλητική εικόνα για την πορεία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής επί Ομπάμα έχει την ευκαιρία να αποκτήσει κανείς από το άρθρο του περιοδικού Atlantic, στο οποίο ο Jeffrey Goldberg κυριολεκτικά «ακολουθεί» τον πρόεδρο. Εδώ συγκεντρώσαμε τα πιο σημαντικά σημεία αυτής της συνέντευξης, όχι τόσο από πολιτική ή διπλωματική σκοπιά, όσο από εκείνη της προσωπικής στάθμισης των πραγμάτων από τον άνθρωπο που καθόρισε την πορεία τους.
1. Η κόκκινη γραμμή του προέδρου για τη Συρία που ποτέ δεν ήταν τέτοια: «Είμαστε πολύ ξεκάθαροι με το καθεστώς Άσαντ. Η κόκκινη γραμμή για εμάς είναι η μετακίνηση ή χρήση χημικών όπλων. Αυτό θα άλλαζε τον τρόπο με τον οποίο σταθμίζω τα πράγματα».
2. Η αποτίμηση της απόφασης να μην γίνει επέμβαση στη Συρία, παρότι το καθεστώς Άσαντ έκανε τελικά χρήση χημικών: «Το εξαιρετικό βάρος της σοφίας του συμβιβασμού και του μηχανισμού που εξασφαλίζει την εθνική μας ασφάλεια έκανε σημαντική πρόοδο. [Όταν πήρα την απόφαση της μη επέμβασης] η αίσθησή μου ήταν ότι η αξιοπιστία μου τέθηκε υπό αμφισβήτηση, ότι η αξιοπιστία της Αμερικής τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Και γνώριζα ότι αν πατούσα εκείνη τη στιγμή το κουμπί της παύσης, θα έφερα πολιτικό κόστος. Ήταν για εμένα μία δύσκολη απόφαση να μην ενδώσω στις πιέσεις και να σκεφτώ καλά τι ήταν προς το συμφέρον της Αμερικής, όχι μόνο σε σχέση με τη Συρία, αλλά σε σχέση και με τη δημοκρατία μας. Τελικά νομίζω πως πήρα την ορθή απόφαση».
3. Ο λόγος που έκανε τον πρόεδρο να πατήσει την κόκκινη γραμμή του: «Όταν έχεις έναν μισθωφορικό στρατό (σ.σ.: αναφέρεται σε εκείνον του Άσαντ), που είναι καλά στελεχωμένος και χρηματοδοτούμενος από δύο μεγάλα κράτη (σ.σ.: Ρωσία και Ιράν), τα οποία έχουν μεγάλα συμφέροντα στην περιοχή και μάχονται ενάντια σε έναν αγρότη, έναν μαραγκό, έναν μηχανικό που ξεκίνησε ως ένας διαμαρτυρόμενος πολίτης και κατέληξε στη μέση μίας εμφύλιας σύρραξης…(σ.σ.: παύση του λόγου)…Η ιδέα ότι θα μπορούσαμε να αλλάξουμε την εξίσωση στις χερσαίες δυνάμεις της περιοχής δεν ήταν ποτέ ακριβής».
4. Για ρήξη με την παραδοσιακή στρατηγική του establishment της Ουάσινγκτον στην εξωτερική πολιτική: «Υπάρχει ένα σημείο αντιπαράθεσης. Υπάρχει ένα εγχειρίδιο στην Ουάσινγκτον το οποίο οι πρόεδροι οφείλουν να ακολουθήσουν. Είναι το εγχειρίδιο που έχει καθιερώσει το κατεστημένο της εξωτερικής πολιτικής. Το εγχειρίδιο δίνει απαντήσεις σε διάφορα ζητήματα. Και αυτές οι απαντήσεις τείνουν να είναι μιλιταριστικές. Όπου η Αμερική απειλείται άμεσα, το εγχειρίδιο λειτουργεί σωστά. Όμως συχνά μπορεί να λειτουργήσει ως παγίδα και να οδηγήσει σε λανθασμένες αποφάσεις. Εν μέσω διεθνών προκλήσεων όπως αυτή στη Συρία, δέχεσαι σκληρή κριτική αν δεν ακολουθήσεις την πεπατημένη. Ακόμη και αν έχεις σοβαρούς λόγους για να μην το κάνεις […] Το να πετάς βόμβες σε κάποιον για να αποδείξεις ότι έχεις τη δύναμη να πετάξεις βόμβες σε κάποιον είναι απλώς ο χειρότερος λόγος για να χρησιμοποιήσεις βία».
5. Η «προφητεία» του προέδρου: Ο Ομπάμα είχε «σχεδιάσει» την εξωτερική πολιτική του από την εποχή που ξεσπούσε ο πόλεμος στο Ιράκ. Τότε, ως Γερουσιαστής της πολιτείας Ιλινόις, είπε σε αντιπολεμική συγκέντρωση: «Δεν έχω καμία αυταπάτη για τον Σαντάμ Χουσεΐν. Είναι ένας αυταρχικός και αδίστακτος άνθρωπος. Όμως ξέρω επίσης ότι ο Σαντάμ δεν αποτελεί άμεσο κίνδυνο για τις ΗΠΑ ή τους γείτονές του Ιράκ».
Και σχεδόν προφητικά πρόσθετε: «Ξέρω ότι μία εισβολή στο Ιράκ χωρίς ξεκάθαρο σχεδιασμό και ισχυρή στήριξη από τη διεθνή κοινότητα θα αναζωπυρώσει τις φλόγες στη Μέση Ανατολή και θα φέρει στην επιφάνεια τα χειρότερα αντανακλαστικά του αραβικού κόσμου, ενισχύοντας τις δυνάμεις της αλ-Κάιντα».
6. Για την περίσταση που απαιτεί επέμβαση: «Το Ισλαμικό Κράτος δεν αποτελεί υπαρξιακή απειλή για τις ΗΠΑ. Η κλιματική αλλαγή είναι μία δυνάμει υπαρξιακή απειλή για όλο τον κόσμο αν δεν κάνουμε κάτι για να την αποτρέψουμε».
7. Για την τέχνη του εφικτού: «Θέλω έναν πρόεδρο που να ξέρει ότι στη ζωή δεν μπορείς να φτιάξεις τα πάντα».
8. Για το «αγγελικό διάβολο» που λέγεται Αμερική: «Παρά τις αδυναμίες μας, οι ΗΠΑ είναι ξεκάθαρα μία δύναμη που συμβάλλει στο καλό του κόσμου. Αν μας συγκρίνεις με προηγούμενες υπερδυνάμεις, συμπεριφερόμαστε λιγότερο στην αποκλειστική βάση των ωμών συμφερόντων μας και έχουμε επιχειρήσει να διαμορφώσουμε κανόνες που ευνοούν όλα τα μέρη. Αν μπορούμε να κάνουμε το σωστό με υπολογίσιμο κόστος, για να σώσουμε ζωές, το κάνουμε».
9. Για την ανθρώπινη φύση: «Πιστεύω πως συνολικά οι άνθρωποι δεν είναι εγγενώς κακοί. Υπάρχει περισσότερη καλοσύνη από κακία στον κόσμο […] Η ανθρωπότητα έχει γίνει λιγότερο βίαιη, πιο ανεκτή, πιο υγειής, καλύτερα τρεφόμενη, συμπάσχει περισσότερο, είναι ικανότερη στην αντιμετώπιση των διαφορών. Είναι ωστόσο εξαιρετικά ανομοιογενής και άνιση. Και αυτό που φάνηκε ξεκάθαρα τον 20ό και τον 21 αιώνα είναι ότι η πρόοδος που κάνουμε στην κοινωνία και στην αντιμετώπιση των φόβων μας και των πιο βασικών μας ενστίκτων μπορεί να ανατραπεί πολύ γρήγορα. Η κοινωνική συνοχή αρχίζει να διαλύεται όταν οι άνθρωποι βρίσκονται υπό εξαιρετική πίεση. Τότε αρχή των πάντων γίνεται ο διαχωρισμός «εμείς» και «αυτοί», μία εχθρικότητα απέναντι στο διαφορετικό και το άγνωστο».
10. Για τον Βλάντιμιρ Πούτιν: «Ο Πούτιν δεν είναι τόσο κακός όσο φαίνεται. Η αλήθεια είναι μάλιστα ότι είναι εξαιρετικά ευγενικός και ευθύς στις συναντήσεις μας. Τα ραντεβού μας είναι πολύ επαγγελματικά […] Τον ενδιαφέρει να δείχνει ότι είναι ετέρος μας και συνεργάζεται μαζί μας, γιατί δεν είναι χαζός. Καταλαβαίνει ότι η θέση τη Ρωσίας στον κόσμο έχει συνολίκά υποβαθμιστεί. Και το γεγονός ότι εισβάλει στην Κριμαία ή προσπαθεί να κρατήσει όρθιο τον Άσαντ δεν σημαίνει ότι αυτό τον κάνει ξαφνικά παίκτη του παιχνιδιού».
11. Για το ρόλο της συγκυρίας στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής: «Ένας πρόεδρος δεν παίρνει αποφάσεις στο κενό. Δεν έχει μία λευκή κόλλα. Κάθε πρόεδρος που σκέφτεται με λογική θα αναγνώριζε -νομίζω- ότι μετά από μία δεκαετία πολέμων -με την ανάγκη να αφιερώνουμε ακόμη τεράστια ποσά και προσοχή στο Αφγανιστάν, με την εμπειρία του Ιράκ, με την καταπόνηση που έχει υποστεί ο στρατός μας- κάθε σώφρων πρόεδρος θα δίσταζε να προχωρήσει σε επέμβαση στην ίδια περιοχή του κόσμου, με κάποιες από τις δυναμικές στην περιοχή να είναι ακριβώς οι ίδιες και με τις ίδιες πιθανότητες το αποτέλεσμα να μην είναι το επιθυμητό».
Το σχόλιο για το «Δόγμα Ομπάμα» είναι καλύτερο να γίνει από τον Μπεν Ρόουντς, σύμβουλο του Αμερικανού προέδρου για θέματα ασφαλείας: «Το κεντρικό επιχείρημα του establishment της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ είναι ότι με το να κρατά την Αμερική μακριά από τις κρίσεις που αναπτύσσονται στη Μέση Ανατολή, ο πρόεδρος προκαλεί την παρακμή μας», αναφέρει, για να προσθέσει: «Όμως ο ίδιος ο πρόεδρος βλέπει τα πράγματα από την ακριβώς αντίστροφη πλευρά, που θεωρεί ότι η υπερβολική ανάμειξή μας στη Μέση Ανατολή θα βλάψει τελικά την οικονομία μας, θα βλάψει την ικανότητά μας να ψάχνουμε για άλλες εναλλακτικές και να αντιμετωπίζουμε άλλες προκλήσεις, και, το κυριότερο, θα μας κάνει να θέσουμε σε κίνδυνο τους Αμερικανούς στρατιώτες για λόγους που δεν συνδέονται άμεσα με τα συμφέροντα εθνικής ασφάλειας της Αμερικής».
Ο Μπαράκ Ομπάμα, που δέχθηκε κριτική για την αδράνειά του στη Μέση Ανατολή, κατακρίθηκε για την «υπερβολική δράση» που επέδειξε σε άλλα εξίσου σημαντικά ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Πέτυχε την ιστορική σύγκλιση με την Κούβα, κατόρθωσε να συμβάλει τα μέγιστα στη συμφωνία που επιτεύχθηκε στη Παγκόσμια Σύνοδο του Παρισιού για το κλίμα, έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση μίας νέας εποχής στις σχέσεις ΗΠΑ-Ιράν με την υπογραφή συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του τελευταίου και της επιστροφής του στη διεθνή κοινότητα.
Παρά τις παραπάνω επιτυχίες, η εξωτερική πολιτική του Μπαράκ Ομπάμα τείνει να ταυτιστεί με την απόφασή του να μην επέμβει στη Συρία. Ίσως, πράγματι, να κριθεί τελικά όχι από αυτά που έκανε, αλλά από αυτά που δεν έκανε. Και ίσως αυτά να ήταν και τα σημαντικότερα.