Ανάμεσα στο αποπνικτικό συνεχές μαύρο του καμένου υπήρχαν διάσπαρτες αφίσες. «Όλοι στον αγώνα» έγραφαν. Κάθε άνθρωπος που συνάντησα εκείνες τις ημέρες θα πήγαινε στη συγκέντρωση διαμαρτυρίας στον κόμβο της Στροφυλιάς, ακόμα κι αυτοί που δεν είχαν συμμετάσχει ποτέ στο παρελθόν σε συγκέντρωση. Φίλες/οι κατέφθαναν με αμάξια από την Αθήνα και πούλμαν με κόσμο από τη Χαλκίδα. Ήταν από τις πιο συμπεριληπτικές δράσεις που έχω δει. Ηλικιωμένοι/ες, μανάδες με μωρά, παιδιά, ανάπηροι/ες, νέοι/ες και άτομα στο μέσο της ενήλικης ζωής τους, αγρότισσες, εργάτες, νοικοκυρές συσπειρώθηκαν σ’ ένα ημικύκλιο γύρω από την εξέδρα. Κοντά στα 5.000 άτομα. Δεν πρέπει να έχει συμβεί ξανά κάτι παρόμοιο στη σύγχρονη ιστορία της Εύβοιας. Στους τοπικούς αξιωματούχους και πολιτευτές, δε δόθηκε ο λόγος. Ήταν η ώρα της αντιστροφής των ρόλων. Οι επίσημοι θα άκουγαν τους απλούς ανθρώπους που πάσχιζαν ακόμα να ξεκολλήσουν από το δέρμα τους τη μυρωδιά του καπνού από τις πολυήμερες μάχες για να μην καούν σπίτια και που τώρα ατενίζουν ένα μέλλον χωρίς δουλειά και δυνατότητες επιβίωσης. Έτσι, όπως υψωνόταν το φεγγάρι και φέγγιζε τα πρόσωπα τους, αναλογιζόμουν πως τα αυγουστιάτικα φεγγάρια μου είναι συνυφασμένα με τις συνήθεις τυπολογίες του ρομαντισμού, έρωτες, χωρισμούς, μελαγχολίες, όνειρα σε ακρογιαλιές. Υπήρχε, όμως, κάτι ατόφια ρομαντικό στον αγώνα των ανθρώπων να μη ξεριζωθούν.
Στη συγκέντρωση άκουσα τον πρόεδρο του σωματείου ρητινοκαλλιεργητών Βαγγέλη Γεωργαντζή. Δώσαμε ραντεβού για το επόμενο πρωινό. Βρεθήκαμε στο Αχλάδι, παρότι ο ίδιος είναι από τη Σκεπαστή. «Εδώ έχω κάτι χωράφια με ελιές από τη μάνα μου στο Αχλάδι και ήρθα να δω την κατάντια τους. Γιατί από εκεί, στη Σκεπαστή, είχα 600 δέντρα που κάηκαν και ήθελα να δω αν έμεινε κάτι από εδώ. Τα ίδια και χειρότερα. Γύρω στα 130 δέντρα ελιές καμένα» μου εξηγεί. Τον ρωτάω αν έχουν βάση οι καταγγελίες των κατοίκων πως δεν επιστρατεύτηκαν επαρκή μέσα από το κράτος για την κατάσβεση της πυρκαγιάς. Η απάντηση του ήταν αφοπλιστική και χειμαρρώδης:
«Όχι δεν έβαλαν πολλά μέσα, δεν έβαλαν μέσα. 20 σαράβαλα πυροσβεστικά, ούτε καν μπήκαν στη φωτιά, δε μπορούσαν να το κάνουν, τα μισά έμειναν στο δρόμο, τα άλλα έλεγαν δεν έχουμε εντολή να ρίξουμε νερό. Εναέρια μέσα δεν επιχείρησαν σχεδόν καθόλου. Ερχόταν το Ericson καμιά φορά, έψαχνε να βρει που είναι οι δημοσιογράφοι για να ρίξει. Έτσι είναι, μην κοροϊδευόμαστε. Ό,τι σώθηκε, σώθηκε αποκλειστικά από τον κοσμάκη. Στα χωριά όσους τους έπιασαν στον ύπνο και φύγανε από τη λαχτάρα, κάηκαν και τα σπίτια τους. Όσοι πονηρευτήκαμε και κάτσαμε με τον τσαμπουκά μας, με τα τρακτέρ, τα βυτία, τα ψεκαστικά τρέχαμε από σπίτι σε σπίτι. Έτσι έμειναν χωριά άθικτα, αλλιώς θα μετρούσαμε πάνω από 5000 καμένα σπίτια στην Εύβοια. Ο κόσμος με την εμπειρία του τα κατάφερε. Δεν περιμέναμε τίποτα. Τι είδους λογική ήταν το τρέξτε να σωθείτε; Έτσι ξέρω κι εγώ να κάνω τον στρατηγό. Ποιοι έδωσαν αυτές τις εντολές; Ποιος ήταν αυτός που δε βγήκε την άλλη μέρα να ζητήσει συγνώμη και να πάει σπίτι του; Ευθύνη δεν παίρνει κανείς και θέλουν να περάσουν ΕΔΕ κάποιους πυροσβέστες που είπαν ότι τα αυτοκίνητα τους είναι σαράβαλά. Αυτή είναι η αλήθεια. Άλλα δεν είχαν φώτα, άλλα δεν είχαν φρένα, άλλα δεν είχαν αντλία. Η επιστήμη έχει πάει στο φεγγάρι κι εμείς σβήναμε τις φωτιές με τις κλάρες. Εθνικό σύστημα πυρόσβεσης η κλάρα. Ήρθαν οι Ρουμάνοι και μας ξεφτίλισαν. Στην αρχή τους χλευάζαμε. Έβγαλε ο επικεφαλής τους ένα τραπέζι και νομίζαμε πως θα κάτσουν να φάνε. Άνοιξε ένα λαπτοπ, σήκωσε τρία drones, το ένα κοίταξε που έχει νερό, το άλλο την κατεύθυνση της φωτιάς και το τρίτο που μπορεί να κοπεί η φωτιά. Είχαν μεγάλα κανόνια που χτυπάγανε 300 μέτρα μέσα. Από πίσω τσακαλάκια που μπήκαν μέσα με τους πυροσβεστήρες στην πλάτη κι έσβησαν μέχρι και τα κάρβουνα. Τράβηξαν νερό από το ποτάμι, γιατί το ποτάμι δεν τελειώνει. Εμάς μέχρι να πάνε να ξαναγεμίσουν, η φωτιά έχει επεκταθεί τρία χιλιόμετρα».
Μπορεί στον δημόσιο λόγο να παίζουμε ακόμα κρυφτούλι και ο Περιφερειάρχης να αναγκάζεται να ανασκουμπωθεί μετά τις δηλώσεις του για πυροσβεστικά σταθμεμεύνα που ισχυρίζονταν πως δεν είχαν εντολή κατάσβεσης στη Βόρεια Εύβοια, όμως, δε θα βρεις άνθρωπο να μην σου πει το ίδιο πράγμα. Όπως και δε θα βρεις άνθρωπο να μην σου πει ότι η δράση των εναέριων μέσων ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Δε μπορεί να είναι όλοι φαντασιόπληκτοι, ψευδολόγοι ή εχθροί της κυβέρνησης. Είναι αδιανόητο να μη διερευνώνται σε πολιτικό και ποινικό επίπεδο, οι καταγγελίες για ενδεχόμενες αμέλειες και κακούς χειρισμούς σε μια καταστροφή ιστορικής κλίμακας με άμεσες και μακροπρόθεσμες τραγικές επιπτώσεις.
«Η Εύβοια – συνεχίζει ο Βαγγέλης Γεωργαντζής – ζούσε αποκλειστικά από την κτηνοτροφία, τον αγροτικό τομέα, τους ρητινοκαλλιεργητές, τις ελιές, τα μελίσσια. Ήταν ένα παρθένο μέρος, δεν ήταν ούτε Μύκονος, ούτε Σαντορίνη να ζει από τον τουρισμό. Έχουν καταστραφεί πάνω από 1500 οικογένειες. Από τους 800 ρετσινάδες που δούλευαν στους δύο δήμους, οι 500 έχουν καταποντιστεί. Καταθέσαμε μια πρόταση, να μας αφήσουν μέσα με συμβάσεις από το Υπουργείο να δουλέψουμε για την αποκατάσταση του δάσους μαζί με τα δύο δασαρχεία της περιοχής. Και εμείς θα σταθούμε στα πόδια μας και το δάσος θα το παραδώσουμε σε 20 χρόνια όπως ήταν. Επιπλέον, να μπει ο κόσμος στα αντιπλημμυρικά να δουλέψει. Αλλιώς η Βόρεια Εύβοια θα μαραζώσει. Ακούω μερικούς που λένε να φύγουν, να πάνε αλλού για δουλειές. Πιστεύετε αν έρθω εγώ 49 ετών στην Αθήνα θα βρω δουλειά; Εδώ υπάρχουν 25αρηδες που παρακαλάνε για δουλειά. Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσω να ζήσω την οικογένεια μου. Λένε δεν είχαμε θύματα, εμείς τι είμαστε; Έχασα 9000 πεύκα που ρητίνευα, 700 ρίζες ελιές, δυο αμπέλια , αποθήκες, ζώα και μηχανήματα. Τι μπορώ να κάνω; Όχι μόνο εγώ, όλοι οι συνάδελφοι του κλάδου μας. Αν δεν αναπτερωθεί το ηθικό, θα φύγουν οι νέοι. Κι οι συνταξιούχοι θα φύγουν. Τα παιδιά μεγαλώνουν με τους παππούδες, γιατί εμείς δουλεύουμε. Δε μπορείς να παρατήσεις τον παππού και τη γιαγιά πίσω. Θα ερημώσει ο τόπος αν δεν γίνει κάτι».
Επιβεβαιώνει και ο ίδιος πως οι αποζημιώσεις δεν καλύπτουν τις ανάγκες των πληγέντων και δεν αφήνουν περιθώριο να ανασυγκροτήσουν τις ζωές τους. Ακόμα παραπέρα, έχοντας ακούσει από αρκετούς ήδη για γραφειοκρατικά εμπόδια και μεθοδεύσεις κατά τον έλεγχο των αρμόδιων επιτροπών που στοχεύουν στη μείωση των αποζημιώσεων, ζήτησα και τη δική του εμπειρία: «Τα σπίτια τα βγάζουν κίτρινα γιατί δεν έχουν πέσει τα ντουβάρια. Για τα μηχανήματα ζητούν παραστατικά. Εμένα, για παράδειγμα, μου κάηκαν τα μηχανήματα μου, κάποια τα είχα 15 χρόνια, είχαν κοστολόγιο ένα δεκαχίλιαρο, που να το βρεις το τιμολόγιο; Το αγόρασες, το βαλες στην εφορία, κάποια στιγμή θα το πετάξεις το τιμολόγιο, τι θα το κάνεις; Είναι παλαβοί οι άνθρωποι; Ψάχνουν να βρουν δικαιολογίες να μη δώσουν λεφτά. Μου κάηκαν τα ζώα, έρχεται ο ΕΛΓΑ μπαίνει στο μαντρί που μυρίζει αφόρητα και σου λέει βγάλτα να μετρήσουμε κεφάλια. Μπες εσύ και βγάλτα ρε φίλε. Αφού κάθε χρόνο δηλώνω το ζωικό μου κεφάλαιο, βλέπεις ότι είναι ένας σωρός από καμένα ζώα και απαιτείς να στα βγάλω ένα – ένα; Έχω την πίκρα μου, να με βάλεις σε αυτή τη διαδικασία; Πατάνε πάνω στη δυστυχία των φτωχών».
Στο καφενείο που καθόμασταν, κάθε θαμώνας είχε κι έναν καημό να μοιραστεί, ένα παράπονο, ένα φυλαγμένο ξέσπασμα θυμού. Οι περισσότεροι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ. Οι αναπαραστάσεις που συγκροτούν οι άνθρωποι στα αστικά κέντρα για τους κατοίκους της υπαίθρου, δεν είναι πιστά αντίγραφα. Διέπονται από στρεβλώσεις και στερεότυπα, είτε λόγω άγνοιας και μειωμένης όσμωσης, είτε σ’ ένα πλαίσιο εστετ υπεροψίας. Οι περισσότεροι είχαν ένα ακατάλυτο δεσμό με τη γη. Την αγαπούσαν και την ευγνωμονούσαν. Γνώριζαν τις συνήθειες, τα πλάσματα, τους ρυθμούς της σαν τις παλάμες τους. Δεν είναι η γνώση του πανεπιστημίου άλλα του βιώματος.
«Κάθε μέρα που περνάει τόσο πιο πολύ μας πιάνουν τα κλάματα. Αν έχεις προσέξει, όταν πεθαίνει ένας νέος άνθρωπος, μερικές φορές δίνουν ηρεμιστικά στους δικούς του για να μη φρικάρουν κι ακολουθούν αποσβολωμένοι την κηδεία. Έτσι την πάθαμε κι εμείς. Το σοκ είναι τεράστιο. Τα ξύλα καίνε κι αυτοί σκέφτονται πως θα κάνουν μπίζνες. Βολοδέρνουν διάφοροι παρατρεχάμενοι υπουργοί και μας παρουσιάζουν επιχειρηματικούς ομίλους. Όχι ρε παιδιά, είπαμε, είμαστε απλοί άνθρωποι, χωριάτες, άλλα ηλίθιοι δεν είμαστε. Θα μας βρουν μπροστά τους αν τολμήσουν να καταστρέψουν την ομορφιά του τόπου. Ο κόσμος έχει καταλάβει ότι πρέπει να είναι ενωμένος και να παλέψει. Θέλουν να ξεχαστεί το ζήτημα. Θα το θυμηθούμε εμείς και θα ‘ρθουμε στην Αθήνα. Δε θα επιτρέψουμε να παραδοθεί ο τόπος σε επιτήδειους που κόπτονται να αυξήσουν τα κέρδη τους πάνω στον πόνο μας».
Δεν ξέρω, αν κάποιος ένιωσε ανακούφιση με την ιδέα της εισόδου ιδιωτών στη διαδικασία της αναδάσωσης. Προσωπικά, με παρέπεμψε στον τρόπο που περιγράφει η Ναόμι Κλάιν στο «Δόγμα του Σοκ» την εργαλειοποίηση των καταστροφών προς όφελος της αχαλίνωτης κερδοφορίας του ιδιωτικού κεφαλαίου και της συρρίκνωσης του δημόσιου χώρου. Ένα σχετικά πρόσφατο παράδειγμα ήταν η περίπτωση της Νέας Ορλεάνης μετά τον τυφώνα Κατρίνα. Το τελευταίο διαστροφικό όραμα του γκουρού της σχολής του Σικάγο Μίλτον Φρίντμαν πριν πεθάνει ήταν αφού τα κτίρια των δημόσιων σχολείων είχαν πληγεί, αντί να αποκατασταθούν, να έδινε το κράτος κουπόνια στις οικογένειες ώστε να γράψουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Ταξίδεψα στη Νέα Ορλεάνη 10 χρόνια μετά τον τυφώνα. Στις γειτονιές των Αφροαμερικανών υπήρχαν υποδομές και κτίρια που δεν είχαν ακόμα επισκευαστεί πλήρως. Ωστόσο, το εκπαιδευτικό σύστημα είχε ιδιωτικοποιηθεί σε συντριπτικό βαθμό. Τα δάση ανήκουν στην κατηγορία των πολυτιμότερων κοινών. Οποιαδήποτε διαφορετική σκέψη πάνω στη χρήση τους και στο καθεστώς τους είναι δηλητηριώδης, όπως και η απόπειρα εκμετάλλευσης του μουδιάσματος των κοινοτήτων μέσω φθηνών δέλεαρ.
Επόμενη στάση: Καματριάδες. Απαράλλακτο σκηνικό. Ένα χωριό που σώθηκε, επειδή οι ντόπιοι αρνήθηκαν να υπακούσουν στις απανωτές εντολές εκκένωσης. «Εννοείται πως δε μπορούσαμε να ακολουθήσουμε τέτοιες εντολές που έδειχναν ασχετοσύνη. Το χωριό είναι εδώ 200-300 χρόνια. Μάθαμε από τους παππούδες μας τι πρέπει να κάνουμε όταν υπάρχει κίνδυνος. 40 ώρες πολεμήσαμε τη φωτιά όσο καλύτερα γινόταν με τα μέσα που διαθέταμε. Όλα αυτά τα χρόνια μια καλαμιά να έπαιρνε φωτιά έρχονταν το ανακριτικό της πυροσβεστικής, εδώ έχει καεί το σύμπαν και δεν έχει ασχοληθεί κανείς. Θα έπρεπε κατευθείαν να παρέμβουν εισαγγελείς» μου λέει ο Γιάννης Μαστρογιάννης. Είναι δασοπόνος και βιοπορίζεται από τις αγροτικές δυνατότητες που προσέφερε ο τόπος, μελίσσια, σύκα κι αμπέλια.
Με τη συστολή που έχεις όταν ξέρεις πως η ερώτηση που απευθύνεις προσιδιάζει με σκάλισμα μιας νωπής πληγής, του ζητάω να μου πει για την επόμενη μέρα: «Η καταστροφή είναι ολική. Έχει επηρεάσει το 100% των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Εκατοντάδες άνθρωποι ζούσαν από το δάσος. Επηρεάζει τα πάντα. Οι ρετσινάδες από πού θα ΄χουν ασφάλιση τώρα για τη σύνταξη τους; Με τα μελίσσια που ασχολούμαι εγώ, θεωρώ πως δεν έχει γίνει αντιληπτή η κατάσταση σε όλες τις διαστάσεις της. Αυτό το δάσος έδινε 10-20 χιλιάδες τόνους μέλι πανελλαδικά. Δεν υπάρχει πια και δε θα υπάρχει για αρκετά χρόνια. Επηρεάζει το σύνολο της μελισσοκομίας σε Νότια και Κεντρική Ελλάδα. Αυτό που μπορώ να δω στα μάτια όλων μας είναι ένα συναίσθημα τραγικό. Είχα δει απόγνωση και θλίψη, τώρα υπάρχουν όλα μαζί σε υπερθετικό βαθμό, σα να έχεις χάσει τα πάντα από τη ζωή σου. Είναι πρωτόγνωρο. Δε μπορούμε να συζητήσουμε, υπάρχει ένα χάσιμο. Πρέπει να εξασφαλιστεί ότι ο κόσμος θα έχει να φάει. Αλλιώς δεν θα υπάρχει επόμενη μέρα. Όσο κι αν αγαπάς το χωριό σου, εάν δε σου δίνει φαγητό, εάν δε μπορείς να βιοποριστείς, θα αναγκαστείς να φύγεις. Θα μετατραπούν σε χωριά – φαντάσματα. Ανησυχούμε για τις εταιρείες που θα ρθουν να αναλάβουν ρόλο στο δάσος. Ανησυχούμε για τις πλημμύρες. Ανησυχούμε για την επιβίωση μας».
Στις Ροβιές, απ’ όπου ξεκίνησε η φωτιά – δηλαδή στην άλλη άκρη του νησιού που βρέχεται από τον Ευβοϊκό – παρατηρήσαμε σ’ ένα καμένο σπίτι ανάμεσα σ’ έναν χυλό αντικειμένων, ένα πιάνο, αχρηστευμένο πλέον. Για κάποιον/α αυτό πρέπει να ήταν όνειρο ζωής, να είχε ένα πιάνο σ’ ένα σπίτι τριγυρισμένο με δέντρα και μπαλκόνι στη θάλασσα. Λίγο παρακάτω ένα γατάκι γυρόφερνε απορημένο σ’ ένα οίκημα γεμάτο γυαλιά, θρυμματισμένα μπάζα και ερείπια ύπαρξης. Πιο πίσω μια μεγαλύτερη γάτα, ενδεχομένως η μητέρα του. Τους είχαν αφήσει στην άκρη νερό και τροφή. Ο αφανισμός των ζώων, των κατοικίδιων, των αιγοπροβάτων της κτηνοτροφίας, των ζώων του δάσους συνιστά ένα δράμα από μόνο του που παραμένει πιο υποφωτισμένο στην αγνωμοσύνη και την αλαζονεία της ανθρωποκεντρικής αντίληψης. Μόνο στην κατηγορία των ζώων κτηνοτροφίας από τα 2.000 που υπήρχαν στο δήμο Μαντουδίου – Αγίας Άννας υπολογίζεται ότι σκοτώθηκε το 30%. Όσα επέζησαν αντιμετωπίζουν πρόβλημα σίτισης, γιατί δεν έχουν που να βοσκήσουν.
Κράτησα για το τέλος τη μοναδική ίσως σχισμή αισιοδοξίας στη συμπαγή θλίψη. Στην καθημαγμένη από την πυρκαγιά και την κρατική αδιαφορία Βόρεια Εύβοια βλάστησε η αλληλεγγύη. Ένα παλίμψηστο ενσυναίσθησης, προσφοράς και βοήθειας. Ένα συγκλονιστικό κύμα ατόμων και φορέων που έδρασαν και δρουν για να ανακουφίσουν το άλγος και τη μοναξιά όσων υποφέρουν, άτομα που πήγαν να βοηθήσουν τους κατοίκους στην κατάσβεση, ομάδες που έσωσαν και περιέθαλψαν ζώα, τόνοι με είδη πρώτης ανάγκης απ’ όλη την Ελλάδα, χέρια που διατέθηκαν για τη στήριξη των πυρόπληκτων. Ο Παναγιώτης Αντωνίου, ασκούμενος δικηγόρος, έμεινε έξι μέρες στο camping στις Ροβιές στο πλαίσιο μιας συλλογικής προσπάθειας να στηθεί ένα δίκτυο αυτοοργανωμένης βοήθειας στους πληγέντες.
«Αντιληφθήκαμε ότι πέρα από την αποστολή πραγμάτων χρειάζονταν να πάνε και άνθρωποι εκεί για να βοηθήσουν όσο μπορούν. Είχε και συμβολική σημασία. Δε νοηματοδοτείς τον τόπο σαν έναν κατεστραμμένο μαύρο χώρο που δεν έχει αξία να είσαι εκεί. Πηγαίνεις και δείχνεις ότι αξίζει, ότι κανείς/ καμία δεν θα είναι μόνος/η. Τις δύο πρώτες μέρες έγινε καθαρισμός σε ένα ολοσχερώς κατεστραμμένο σπίτι στο χωριό Κεράμεια στη Βόρεια Εύβοια. Άνηκε σε πυροσβέστη που όταν καιγόταν το σπίτι του, αυτός επιχειρούσε σε ένα άλλο σημείο. Στο σπίτι κατά βάση έμεναν οι ηλικιωμένοι γονείς του. Ήταν γεμάτο μπάζα και το παραδώσαμε καθαρό. Καθιερώθηκε μια μικρή ιεροτελεστία. Κάθε φορά που ολοκληρωνόταν μια τέτοια δουλειά, πήγαινε ο κόσμος στην πλατεία του χωριού. Ήταν συγκινητική η φιλοξενία των ανθρώπων. Μια κυρία μας μαγείρεψε να φάμε. Καθαρίσαμε άλλο ένα σπίτι στην Τσαπουρνιά, στο βορειανατολικό άκρο που είχε υποστεί φθορές σε ορισμένους εξωτερικούς χώρους και κατοικούνταν από ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Κάναμε, επίσης, ταξινόμηση και διαλογή πραγμάτων. Δεν πήγαμε σαν μεμονωμένοι εθελοντές άλλα στο πλαίσιο μιας συλλογικής κουλτούρας δράσης, που περιέχει έμπρακτη αλληλεγγύη και διεκδίκηση στο πλάι τους» υποστηρίζει ο Παναγιώτης.
Φύγαμε με ένα πλάκωμα στο στήθος, ψιλοκαμένες τις σόλες των παπουτσιών μας, στρώματα στάχτης στα ρούχα και το αμάξι. Στο Κοινοβούλιο η εξουσία επιδίδονταν ξανά σε τυμβωρυχίες, επιδιώκοντας να καταστήσει τους νεκρούς/ες ρητορικές ασπίδες για την αποποίηση των ευθυνών της και να θεμελιώσει ποταπές στάθμες σύγκρισης της οδύνης. Μέρες μετά βρήκα στα πράγματα μας έναn καψαλισμένο σπόρο από κουκουνάρι. Ο Αλέξανδρος μου εξήγησε πως από αυτούς τους σπόρους που θα πέσουν στη γη, θα γεννηθούν τα καινούργια πεύκα. Θα ποτιστούν από τα δάκρυα των ανθρώπων. Θα επιστρέφουμε να τα χαζεύουμε να ψηλώνουν, να βεβαιωθούμε ότι θα γίνουν ξανά πεύκα και όχι τσιμέντο, να μεγαλώνουμε μαζί τους.