

Δεν ήταν μόνο η φαντασίωση όλων των ανδρών. Ήταν «κινητήριος δύναμη της γυναικείας ιστορίας». Αυτό είχε ισχυριστεί για την Μπριζίτ Μπαρντό η Γαλλίδα φιλόσοφος και φεμινίστρια Σιμον ντε Μποβουάρ σε άρθρο της το 1959 στο περιοδικό Esquire με τίτλο «Brigitte Bardot and The Lolita Syndrome».
Η Μπαρντό, που πέθανε στις 28 Δεκεμβρίου 2025 στα 91 της χρόνια, δεν ήταν για την Μποβουάρ απλώς ένα σύμβολο ομορφιάς, σύμβολο σεξουαλικό: Ήταν η πιο απελευθερωμένη γυναίκα της Γαλλίας. Αντιπροσώπευε τη δυνατότητα της γυναίκας να ελέγξει το σώμα, τη ζωή και τις επιλογές της μέσα σε μια κοινωνία που μόλις άρχιζε να αμφισβητεί τα πατριαρχικά στερεότυπα. Πράγματι, ο ανέμελος αισθησιασμός της Μπαρντό έβγαζε γλώσσα στα υπάρχοντα ήθη χωρίς να απολογείται σε κανέναν. Ήταν το κρίσιμο σημείο που τη διαφοροποιούσε από την εύθραυστη Μέριλιν Μονρό της Αμερικής και τη σεμνή Σοφία Λόρεν της Ιταλίας.
Δεν ήταν τυχαίο ότι καθιερώθηκε με την ταινία «Και ο Θεός έπλασε τη Γυναίκα» (1956) του τότε συζύγου της Ρότζερ Βαντίμ, την οποία οι New York Times χαρακτήριζαν «σημείο-σταθμό στην κινηματογραφική ιστορία του σεξ, του ήλιου και μιας συγκεκριμένης εικόνας της Γαλλίας»: Η Μπαρντό δεν ήταν μία ακόμα σταρ. Ήταν η θηλυκότητα. Τεράστιο φορτίο για τα 23 της τότε χρόνια.
Όπως ήταν φυσικό, δέχθηκε και πόλεμο. Ο διευθυντής του Paris Match Ρέιμοντ Καρτιέ την αναγόρευσε «ανήθικη, από την κορυφή μέχρι τα νύχια». Όταν η ταινία προβλήθηκε στην Αμερική, προκλήθηκε πανικός. Οι κήρυκες του συντηρητισμού ζητούσαν να… απαγορευτεί η Μπαρντό. Προσήχθησαν οι ατζέντηδες που τόλμησαν να προβάλουν την ταινία, ενώ σε κάποιες πολιτείες απαγορεύτηκε. Όλα αυτά βέβαια εξασφάλισαν την ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία της.
Η Μπριζίτ Μπαρντό δεν υπήρξε λοιπόν απλώς κινηματογραφικός μύθος και ποπ σύμβολο, αλλά εμβληματική μορφή της τεράστιας πολιτισμικής αλλαγής του ’60. Ζούσε τη ζωή της με την ελευθερία ενός άντρα, πράγμα αδιανόητο τότε – και περιορισμένα αποδεκτό έως και σήμερα. Με άλλα λόγια, δεν είχε αναστολές και έγραφε στα παλαιότερα των υποδημάτων της τις κοινωνικές συμβάσεις. Δεν διέθετε «στόφα» συζύγου ούτε μητέρας – και τόλμησε να το εκθέσει αυτό σε δημόσια θέα. Παντρεύτηκε τέσσερις φορές. Ανακάλυψε με φρίκη ότι ήταν έγκυος και προσπάθησε να αποβάλει. «Κοίταξα στον καθρέφτη την επίπεδη λεπτή κοιλιά μου σαν να ήταν ένας καλός φίλος που σύντομα θα έκλεινα το καπάκι στο φέρετρό του». Απέκτησε έναν γιο, για τον οποίο αργότερα θα έγραφε -αδιανόητη σκληρότητα- ότι «θα προτιμούσε να έχει γεννήσει ένα μικρό σκυλί».

Εναντίον φεμινιστριών, μουσουλμάνων, εκπαιδευτικών, ανέργων
«Ήταν η πρώτη γυναίκα που εξέθεσε δημόσια τη σεξουαλική της ελευθερία», θα έλεγε η συγγραφέας βιογραφιών Μαρί-Ντομινίκ Λελιέβρ. «Πριν από τη Μπαρντό, μια γυναίκα που άλλαζε εραστή με την παραμικρή παρόρμηση χαρακτηριζόταν σκύλα, “salope”. Μετά τη Μπαρντό, αντιμετωπιζόταν απλώς ως απελευθερωμένη».
Πώς γίνεται το σύμβολο που χώρισε την εποχή της γυναικείας χειραφέτησης σε προ- και μετά-Μπαρντό να αποδείχθηκε στην πορεία υπέρμαχος της πολιτικής οπισθοδρόμησης και κάθε λογής αποκλεισμών;
Πώς γίνεται εκείνη που τόλμησε όταν αυτό ήταν αδιανόητο να ζήσει σαν ίση με τους άντρες, να αντιμάχεται τον φεμινισμό; «Ο φεμινισμός δεν είναι για μένα. Μου αρέσουν οι άντρες», δήλωνε στην τελευταία της συνέντευξη πέρσι. Όταν ξέσπασε το κίνημα #MeToo, η Μπαρντό είχε χαρακτηρίσει τις καταγγέλλουσες «υποκρίτριες και γελοίες». Το 2018 είχε πει στο Paris Match ότι πολλές ηθοποιοί «κουνιούνται στους παραγωγούς για να πάρουν έναν ρόλο. Κι έπειτα, για να μιλάμε γι’ αυτές, λένε ότι παρενοχλήθηκαν… Εγώ ποτέ δεν υπήρξα θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης. Και το έβρισκα γοητευτικό όταν οι άντρες μου έλεγαν ότι ήμουν όμορφη ή ότι είχα έναν μικρό ωραίο πισινό».
Επιπλέον, η Μπαρντό εξέφραζε συχνά ακροδεξιές απόψεις, και μάλιστα της είχε επιβληθεί έξι φορές πρόστιμο από τη γαλλική Δικαιοσύνη για υποκίνηση σε ρατσιστικό μίσος. Για παράδειγμα, το 2022 κλήθηκε να πληρώσει 40.000 ευρώ γιατί αποκάλεσε «έκφυλους» τους κατοίκους του νησιού Réunion (ενός υπερπόντιου γαλλικού εδάφους στον Ινδικό Ωκεανό, ανατολικά της Μαδαγασκάρης), ισχυριζόμενη ότι «έχουν κρατήσει τα βάρβαρα γονίδιά τους».
Στο βιβλίο της Le Carré de Pluton (Το Τετράγωνο του Πλούτωνα), είχε επικρίνει ένα μουσουλμανικό φεστιβάλ κατά τη διάρκεια του οποίου σφαγιάζονται τελετουργικά πρόβατα. Γράφει: «Η χώρα μου, η Γαλλία, η πατρίδα μου, η γη μου, κατακλύζεται ξανά από υπερπληθυσμό ξένων, κυρίως μουσουλμάνων». Το 2018 θα έλεγε στη Monde ότι είχαν παρεξηγηθεί οι προθέσεις της και ότι «απλώς επιδίωκε να αναισθητοποιούνται τα ζώα» για να μην υποφέρουν.
Το 2008, κατηγόρησε τη μουσουλμανική κοινότητα ότι «καταστρέφει τη χώρα και επιβάλλει τις πρακτικές της». Στο βιβλίο της «Μια Κραυγή στη Σιωπή» (2003), η Μπαρντό εξαπέλυε μύδρους εναντίον της «ισλαμοποίησης της Γαλλίας».
Στο ίδιο βιβλίο, έγραφε ότι οι εκπαιδευτικοί πηγαίνουν στο σχολείο με λαδωμένα μαλλιά, αηδιαστικά τζην και λασπωμένα αθλητικά, και ότι οι «κατ’ επάγγελμα άνεργοι» δεν θέλουν καν να εργαστούν παράνομα.
Ακόμα, παρομοίαζε τους ομοφυλόφιλους με «εκθέματα πανηγυριού» που «κουνάνε τους πισινούς τους, σηκώνουν τα μικρά τους δάχτυλα στον αέρα και, με τις μικρές τσιριχτές φωνές τους, γκρινιάζουν για όσα τους κάνουν αυτοί οι φρικτοί ετεροφυλόφιλοι». Υπερασπιζόμενη τον εαυτό της, η Μπαρντό έγραψε σε επιστολή προς γαλλικό γκέι περιοδικό: «Πέρα από τον σύζυγό μου -που ίσως μια μέρα περάσει κι αυτός απέναντι- είμαι πλήρως περιστοιχισμένη από ομοφυλόφιλους. Εδώ και χρόνια είναι το στήριγμά μου, οι φίλοι μου, τα υιοθετημένα μου παιδιά, οι έμπιστοί μου».
Η ίδια πάντως δεν αυτοχαρακτηριζόταν ακροδεξιά. Σε συνέντευξή της το 1994 είχε πει ότι θεωρεί τον εαυτό της «Γκολ-ική» (ο στρατηγός και πολιτικός Σαρλ ντε Γκολ υπήρξε ηγετική μορφή της γαλλικής Αντίστασης στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδρυτής της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας).
Το 1992, παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Μπερνάρντ ντ’ Ορμάλ, που είχε θητεύσει ως στενός σύμβουλος του αμετανόητου φασίστα Ζαν Μαρί Λεπέν, ιδρυτή του γαλλικού ακροδεξιού κόμματος Εθνικό Μέτωπο.
Θα ήταν άδικο να την ταυτίζουν πολιτικά με τον σύντροφό της, αν η ίδια δεν είχε εκφράσει μισαλλόδοξο λόγο και στηρίξει ανοιχτά το Εθνικό Μέτωπο. Για εκείνη, ο Λεπέν ήταν «ακλόνητα πιστός στις ιδέες του, ό,τι κι αν συνέβαινε», ένας «γοητευτικός» άντρας που ανησυχούσε «για την τρομακτική αύξηση της μετανάστευσης».
Χαρακτήρισε δε την κόρη του Μαρίν, που τον διαδέχθηκε στην ηγεσία του κόμματος, ως «Ζαν ντ’ Αρκ του 21ου αιώνα» (αναφερόμενη στη γυναίκα-θρύλο που απέκρουσε τους Άγγλους στον Εκατονταετή Πόλεμο τον 15ο αιώνα) και τη στήριξε στις εκλογές του 2012 και 2017.

«Θα μπορούσα απλώς να λιάζομαι στις Μπαχάμες»
Η Μπριζίτ Μπαρντό εγκατέλειψε την καριέρα της στο απόγειό της, το 1973, όταν ήταν μόλις 39 ετών. Είχε ήδη στο ενεργητικό της 46 ταινίες. Η τόση δόξα μπορεί να είναι αποπνικτική, όταν από τα 20 σου σε κυνηγούν θαυμαστές και παπαράτσι κατά μιλιούνια. Αρκεί κανείς να σκεφτεί ότι δεν τόλμησε ούτε να πάει να γεννήσει στην κλινική, σκεπτόμενη το πλήθος απ’ έξω – κι έτσι γέννησε σπίτι.
Ο λόγος που αποσύρθηκε από τον κινηματογράφο πάντως -όπως είπε- ήταν για να αφοσιωθεί στον αγώνα για τα δικαιώματα των ζώων. «Είναι άλλος κόσμος. Δεν έχω πια φίλους από εκείνες τις μέρες. Δεν έχω πια χρόνο γι’ αυτό», έλεγε το 1994. «Ζω μόνο στον κόσμο της προστασίας των ζώων. Μιλώ μόνο γι’ αυτό. Σκέφτομαι μόνο αυτό. Έχω εμμονή».
Για να στεριώσει το ίδρυμά της για τα δικαιώματα των ζώων μάλιστα, δημοπράτησε σχεδόν όλα της τα υπάρχοντα – έπιπλα, πίνακες, αναμνηστικά από τον κινηματογράφο, ακόμα και τα κοσμήματά της. Στο ίδρυμα δώρισε το σπίτι της στο Σεν Τροπέ.
Δόθηκε ψυχή τε και σώματι σε αυτόν τον σκοπό, ενώ «στην τελική, θα μπορούσε απλώς να πει ‘πάω να λιαστώ στις Μπαχάμες’», όπως είχε επισημάνει.
Μοιάζει αντιφατικό πως ένας άνθρωπος με τόση αγάπη για τα ζώα, φαίνεται στον δημόσιο λόγο του να μισεί τους ανθρώπους.
Η Μπαρντό ήταν γεμάτη αντιφάσεις. «Είχα μεγάλες ελπίδες όταν το Εθνικό Μέτωπο κατέθεσε συγκεκριμένες προτάσεις για να περιοριστεί η κακοποίηση των ζώων», δήλωνε στη Monde. Ταυτόχρονα όμως υποστήριξε ότι απευθύνθηκε και στον ηγέτη της Αριστεράς Ζαν-Λικ Μελανσόν, «συγχαίροντάς τον που είναι χορτοφάγος», και είπε πως, αν ένας κομμουνιστής υιοθετούσε τις προτάσεις της, θα τον ψήφιζε.
Η Μπαρντό, ο Νταλί και ο Ντόριαν Γκρέι
Η Μπριζίτ Μπαρντό ως κινηματογραφικό είδωλο σημάδεψε αναμφισβήτητα μια ολόκληρη εποχή και ηγήθηκε μιας κατακλυσμιαίας πολιτισμικής στροφής.
Ως άνθρωπος, η Μπριζίτ Μπαρντό αγκάλιασε -επίσης αναμφισβήτητα- ακροδεξιές απόψεις με την ίδια ένταση που κάποτε έσπαγε τα στερεότυπα στη μεγάλη οθόνη.
Κατόρθωσε να κατασπαράξει ο άνθρωπος Μπαρντό τον μύθο Μπαρντό;
Όχι.
Καταρχάς, γιατί αν δεν διαχωρίζαμε τον καλλιτέχνη από το έργο του, τότε θα ήμασταν καταδικασμένοι να στερηθούμε κάποια από τα μεγαλύτερα έργα τέχνης της ανθρωπότητας. Αποτελεί τεράστια αυταπάτη να πιστεύουμε ότι οι σπουδαίοι καλλιτέχνες εμφορούνται απαραίτητα από κάποιο είδος αγιοσύνης. Είναι άνθρωποι, κάποτε με φρικτά ελαττώματα. Θα σταματήσουμε, για παράδειγμα, να θαυμάζουμε τους πίνακες του Νταλί γιατί ο ζωγράφος διατηρούσε στενές σχέσεις με τον στυγνό δικτάτορα Φράνκο της Ισπανίας;
Έπειτα, η Μπαρντό δεν πούλησε την ψυχή της στο διάβολο σαν άλλος Ντόριαν Γκρέι, για να γερνά το πορτρέτο της αντί για εκείνη. Το τίμημα που πλήρωσε ήταν ανθρώπινο – να γεράσει η ίδια, να αφήσει την ψυχή της να κακοφορμίσει σε δημόσια θέα.
Ο μύθος της Μπαρντό όμως υπερέβη θεαματικά τη δική της θνητή ύπαρξη. Γι’ αυτό και, αυτονομημένος πια, ίπταται στην αιωνιότητα.

