«Δεν ήρθα για εσάς στη Γαύδο», τους λέω όταν πια και οι τρεις έχουμε καθίσει γύρω από το μεγάλο στρόγγυλο τραπέζι, γιατί πράγματι δεν ήταν αυτοί η αφορμή για να πάω στη Γαύδο τις πρώτες μέρες του Μαρτίου. Δεν απάντησε, ούτε χαμογέλασε, όπως περίμενα, κανείς από τους δύο και μόνο όταν ο πιο επιβλητικός, με ένα πρόσωπο δαρμένο από τον ήλιο και την αλμύρα και με βλέμμα που από τη μία στιγμή στην άλλη μπορούσε να το φωτίζει και να το σκοτεινιάζει σαν να σου κάνει σκωτσέζικο ντους σηκώθηκε για να γεμίσει τις κούπες μας τσάι, μόνο τότε λοιπόν ο άλλος, που αν εξαιρέσεις τα ταλαιπωρημένα ρούχα του και τα ροζιασμένα χέρια του, είναι σαν μόλις χθες να έβγαλε το κοστούμι του, είπε «όποιος ζει στην Αθήνα, ο σκύλος πιάνει τη μυρωδιά του από χιλιόμετρα», γέλασε και γέλασα κι εγώ, κι ας με ειρωνεύτηκε, δεν πειράζει.
«Και γιατί ήρθες;», με ρώτησε. «Ήρθα για τα χημικά», τους απάντησα γιατί πράγματι για αυτό πήγα στη Γαύδο, για το περιβόητο καράβι που θα μεταφέρει μάλλον κάπου στα νότια του νησιού τα χημικά όπλα του Άσαντ από τη Συρία, για να υποβληθούν εν πλω σε υδρόλυση και μετά να χυθούν σε διεθνή χωρικά ύδατα. Μια επισφαλής διαδικασία μέσω της οποίας, σύμφωνα με οικολογικές οργανώσεις και ακαδημαϊκούς, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να μολυνθεί ανεπανόρθωτα η Μεσόγειος. Για όλο αυτό οι κάτοικοι της Γαύδου ανακοίνωσαν ότι δε θα ψηφίσουν στις Ευρωεκλογές. Ναι, μπορεί να φαντάζει ως αμελητέο, αν πέντε χούφτες άνθρωποι απέχουν από τις εκλογές, δεν είναι ότι θα επηρεαστεί κιόλας σημαντικά το εκλογικό αποτέλεσμα. Είναι όμως ο μόνος τρόπος που έχουν για να ακουστούν αυτές οι πέντε χούφτες άνθρωποι. Και αυτό τους είναι αρκετό.
«Δεν είναι μόνο τα χημικά το κακό, αλλά και οι έρευνες για το φυσικό αέριο», μου λέει ο ένας σε σπαστά ελληνικά και τότε ο άλλος που ξέρει μάλλον ακόμη πιο λίγα ελληνικά, αρχίζει να μιλάει σαν να υπαγορεύει κάτι στα ρώσικα, στον συγκάτοικό του, που μεταφράζει όπως μπορεί.
«Το καλοκαίρι, ένα βράδυ που καθόμασταν έξω και πίναμε ρακή, ξαφνικά είδαμε μακριά στη θάλασσα ένα μεγάλο κόκκινο φως, σαν έκρηξη, για 10-15 δευτερόλεπτα. Αν καίγεται πολύ αέριο, έτσι φαίνεται. Τι, δεν μας πιστεύεις;». Δεν πρόλαβα να απαντήσω. Δεν πρόλαβα να ρωτήσω. «Τις ξέρω τις ερωτήσεις που θες. Είναι στάνταρ οι ερωτήσεις». «Δηλαδή θα έχετε στάνταρ απαντήσεις;», ρωτάω αυτόν που μιλάει ελληνικά περιμένοντας να μου απαντήσει ο άλλος. «Μετά από 10 χρόνια, βρίσκουμε άλλες για να μη βαριόμαστε».
Δεν έχουν περάσει 10, αλλά 17 χρόνια από τότε που επτά Σοβιετικοί επιστήμονες («φυσικοί ήμασταν, στέλναμε δορυφόρους στο διάστημα, ερευνούσαμε το άτομο, τέτοια πράγματα»), ο επικεφαλής, τότε, των οποίων είχε επιζήσει από το Τσερνόμπιλ, αν και η ραδιενέργεια είχε πλημμυρίσει το σώμα του, όπως και τους περισσότερους από όσους εργάστηκαν στα συντρίμια του εργοστασίου για να καθαρίσουν την περιοχή. Οι συγκεκριμένοι επτά αποφάσισαν να αφήσουν πίσω τους μία διαλυμένη πατρίδα που συμπαρέσυρε σε διάλυση και ολόκληρη την κοσμοθεωρία τους, που μέχρι τότε είχε την επιστήμη στο βάθρο της απόλυτης, αν όχι της μόνης, δύναμης που μπορεί να στείλει τον άνθρωπο δυο βήματα πιο πέρα, και μετά άλλα δύο, και μετά άλλα δύο. Στη Γαύδο έφτασαν, γιατί όπως λένε σήμερα, αυτή η θεώρηση των πραγμάτων δεν τους ήταν πια αρκετή. Σήμερα τους φαίνεται ακόμη πιο «λίγη» από τότε. «Η επιστήμη είναι περισσότερο θρησκεία και από τις θρησκείες. Και που μας έχει πάει αυτό; Υπάρχουν τόσα λάθη της επιστήμης που ο κόσμος τα πιστεύει ως σωστά».
Δεν άργησαν να αναπτύξουν δεσμούς με την τοπική κοινωνία, γιατί αν και τα σενάρια για το τι κρύβεται πίσω από το «κοινόβιο» των Ρώσων υφαίνονταν το ένα μετά το άλλο (φημολογείται, μάλιστα, ότι έχει ασχοληθεί μαζί τους μέχρι και η ΕΥΠ και ότι κάποια στιγμή έπεσε στο τραπέζι η ιδέα της απέλασής τους, γιατί δεν είχαν, ούτε έχουν, χαρτιά), οι ίδιοι οι Ρώσοι φρόντιζαν από την πρώτη στιγμή να προσφέρουν εργασία είτε αφιλοκερδώς είτε σε επίπεδο ανταλλακτικής οικονομίας – δούλευαν σε χωράφια, βοηθούσαν τους κατοίκους να μεταφέρουν τα πράγματα που έφερνε το πλοιάριο στο νησί, έχτιζαν σπίτια, πέτρα πάνω στην πέτρα. Όπως ακριβώς έχτισαν και το δικό τους σπίτι σε μία τοποθεσία με θέα που σε αφήνει άλαλο, σε ένα οικόπεδο που τους παραχώρησε ο παπάς. Όπως έχτισαν και κάτω από τη γη ένα χώρο («ένα πυρηνικό καταφύγιο, ίδιο με το σπίτι τους, με κρεβάτια και προμήθειες», όπως μου είπε κάποιος στο νησί…), μέσα στο οποίο μπαίνουν από μία τρύπα που αν δεν ξέρεις που να την ψάξεις, αποκλείεται ποτέ να τη βρεις, και να κάθονται στον μεγάλο, πεντάγωνο πάγκο, να συναθροίζονται, να φιλοσοφούν. Με όρους «δυτικής οικονομίας», που τόσο αποστρέφονται, αυτός ο υπόγειος χώρος είναι μάλλον το HQ του Πυθαγόρειου Ινστιτούτου Φιλοσοφικών Ερευνών για την Αθανασία του Ανθρώπου.
Μεταξύ άλλων, στο μανιφέστο του ινστιτούτου λένε πράγματα σαν κι αυτό: «Ο μοναδικός και αποκλειστικός προορισμός και εσωτερική επιθυμία του ανθρώπου είναι η επίτευξη της αθανασίας. Ο τρόπος να επιτευχθεί μια τέτοια κατάσταση είναι αμιγώς ανθρωπιστικός, και σε καμία περίπτωση, δια μέσου κοινωνικών και φυσικών επιστημών. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να επιτευχθεί πριν αγγίξουμε το κρίσιμο σημείο εξάντλησης των πόρων της Γης. Είμαστε πεπεισμένοι ότι αυτό το επίπεδο ήθους και ηθικής στο οποίο οι αρχαίοι Έλληνες συνεισέφεραν, μπορεί να εφαρμοστεί πριν προσεγγίσουμε αυτό το κρίσιμο σημείο. Υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτή η στιγμή πλησιάζει όλο και περισσότερο. Για παράδειγμα, παρουσιάστηκε η δυνατότητα μια μικρή ομάδα ειδικών να μπορεί να κατασκευάσει μια βόμβα που θα καταστρέψει ολόκληρο τον πλανήτη. Στις μέρες μας, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη Γη σαν ένα σύνολο και είναι ικανός να φανταστεί όλες τις συνιστώσες του σε ισορροπία. Εμείς, όπως οι θεοί και οι άνθρωποι στην Αρχαία Έλλάδα, στοχεύουμε στη δημιουργία μιας σταθερής κατάστασης του κόσμου. Επιθυμούμε να εντοπίσουμε και να διευλευκάνουμε τα πραγματικά εμπόδια και να αντιμετωπίσουμε τις διάφορες ενστάσεις απέναντι στο εγχείρημά μας, ειδικά εκείνες που είναι παράλογα έντονες και μεροληπτικές και οι οποίες αντιπροσωπεύουν τα εγωιστικά συμφέροντα μερικών ομάδων. Όλες οι επιμέρους ενστάσεις έχουν την εξής ιδιαιτερότητα· είναι απαγορευμένο να συζητάμε για ή να αναφερόμαστε σε αυτές».
Στην επόμενη σελίδα: γιατί ήθελαν να χτίσουν ένα ναό του Απόλλωνα;