Κι όμως είναι όλα αυτά μαζί που δίνουν ένα άλλο ειδικό βάρος στην επιλογή κάποιου να μείνει στη Γαύδο. Την κάνουν να μοιάζει με κάτι παραπάνω από επιλογή. Την κάνουν να μοιάζει με στάση. Μία στάση ζωής που ξεκινά με μία αποφασιστική αναχώρηση, και που όταν καταλήγει στον προορισμό της, αποκτά σχεδόν ασκητικές διαστάσεις (παρόλο που το 3G πιάνει στα περισσότερα σημεία του νησιού…), για άλλους λιγότερο και για άλλους περισσότερο.
Και για τους σκηνίτες που φτάνουν στη Γαύδο κυνηγώντας τη δική τους εκδοχή της ουτοπικής Παραλίας του Ντάνι Μπόιλ και στήνουν τις καλύβες τους στις σκιές των κέδρων, τις «καβάτζες», όπως τις αποκαλούν ντόπιοι και μη, ανθρώπους σαν τον Nils από τη Στουτγκάρδη που δούλευε στη Mercedes και δοκίμαζε αμάξια αλλά τα τελευταία πέντε χρόνια μένει το χειμώνα σε μια «καβάτζα» στο Λαβρακά και τα καλοκαίρια που έρχονται οι τουρίστες μετακομίζει στο πιο απομακρυσμένο Λακούδι ή στον ακόμη πιο δυσπρόσιτο Ποταμό, ανθρώπους σαν τον τον Θέμη που πριν από ενάμιση χρόνο κατέβηκε από την Αλεξανδρούπολη στα Χανιά για να δουλέψει στα χωράφια με τις ελιές, αλλά ακόμη δεν έχει φύγει, γιατί ακόμη και η υγρασία του χειμώνα, κάτω στην παραλία, αντέχεται «αν βράσεις ένα τσάι και κρατήσεις την κούπα με τα δυο σου χέρια», ανθρώπους σαν την Αναστασία που σπούδαζε στο Παρίσι και ήρθε για ελεύθερο κάμπινγκ στη Γαύδο πέρυσι το καλοκαίρι, αποφάσισε όμως για τουλάχιστον ένα χρόνο να μη βγει ούτε μία φορά έξω από «το πιο σουρεάλ νησί του κόσμου, ένα μέρος που μπορεί να περπατάς και να δεις σε ένα χωράφι ένα παρατημένο αμάξι, πάνω σε αυτό μια τηλεόραση και από πάνω ένα κατσίκι να χοροπηδάει», και πλέον έχει υιοθετήσει ακόμη και την τοπική διάλεκτο, ανθρώπους σαν τον Μάρκο που έρχεται στο νησί δεκατρία χρόνια για πολλούς μήνες και τα τελευταία τρία από αυτά για όλους τους μήνες, ζώντας σε ένα τροχόσπιτο που το μετακινεί από παραλία σε παραλία.
Και για τους «κανονικούς» εσωτερικούς μετανάστες, ανθρώπους που κάπως, κάποτε η ζωή δεν τα έφερε έτσι όπως περίμεναν, που κάπως, κάποτε μπορεί να τους συνέβη κάτι τόσο οριακό όσο είναι ο χαμός ενός γιου, που τους έκανε να χάσουν τα πάντα, μέχρι τελικά να ξαναβρούν τα πατήματά τους εκεί που λίγοι άνθρωποι πατούν κάθε χρόνο.
Και για τους επαναπατρισθέντες Γαυδιώτες, που έφυγαν για να σπουδάσουν και για να δουλέψουν και αποφάσισαν να επιστρέψουν λίγο πριν τη μέση ηλικία γιατί έμειναν στην Αθήνα χωρίς δουλειά ή στην τρίτη ηλικία, γιατί αφού γύρισαν όλο τον κόσμο, αποφάσισαν να γυρίσουν στον τόπο που γεννήθηκαν για να κοιμούνται τα βράδια χωρίς να φοβούνται αν θα τους κλέψουν, μέχρι τελικά να «κοιμηθούν» ήσυχοι, όταν έρθει η ώρα τους.
Και ανάμεσα σε όλους αυτούς, μία ομάδα επτά Ρώσων επιστημόνων που μετοίκησαν στη Γαύδο το 1997 και μερικά χρόνια αργότερα κατασκεύασαν μία καρέκλα τρεις τάξεις μεγέθους μεγαλύτερη από αυτή του ανθρώπου, στο νοτιότερο σημείο του νοτιότερου σημείου της Ευρώπης, για να τη δουν τόσο οι ίδιοι όσο και οι υπόλοιποι κάτοικοι του νησιού να γίνεται σύντομα ίσως η πιο εμβληματική ατραξιόν της Γαύδου. Και οι ίδιοι, όλοι τους μαζί, να γίνονται η πιο ιδιότυπη. Μία ατραξιόν για την οποία όλοι έχουν να πουν κάτι.
«Μα καλά, τι δουλειά έχουν ένα μάτσο Ρώσοι επιστήμονες στη Γαύδο; Να πάτε, να τους βρείτε, αλλά μην πιστέψετε τίποτα από όσα σας πούνε. Δεν ξέρουμε τι είναι. Μπορεί να ‘ναι σατανιστές και κατάσκοποι», μου είπε συνωμοτικά ένας από τους πρώτους ανθρώπους που συνάντησα στο νησί, σκουπίζοντας το πηγούνι της από τις λίγες σταγόνες της πρώτης, κερασμένης τσικουδιάς της ημέρας.
«Είναι καλοί άνθρωποι, μακάρι να ήταν όλοι άξιοι και προκομμένοι σαν κι αυτούς», μου είπε ο τελευταίος με τον οποίο μίλησα, πριν φύγω, τέσσερις μέρες μετά. Και ανάμεσά τους, όλες οι ενδιάμεσες αντιδράσεις και απόψεις, που περιστρέφονται γύρω από τον άξονα της ξένιας αποδοχής και αγγίζουν τα όρια της συγκρατημένης καχυποψίας.
Στο σπίτι τους έφτασα μία μέρα αφότου είχα καθίσει κι εγώ στην Καρέκλα, όπως όλοι όσοι φτάνουν μέχρι εκεί, στο ακρωτήρι της Τρυπητής, ώστε να έχω όλη την Αφρική πίσω από την πλάτη μου και να μπορώ να δω όλη την Ευρώπη μπροστά μου (γιατί για αυτό το λόγο οι Ρώσοι την κατασκεύασαν στο συγκεκριμένο σημείο και με τη συγκεκριμένη φορά), δηλαδή για να δω μπροστά μου απλώς ένα αχανές μπλέ σε δύο τόνους που ενώνονταν σε έναν, στη γραμμή του ορίζοντος.
Ο ξαπλωμένος στο χώμα σκύλος μόλις με είδε σηκώθηκε και άρχισε να με κοιτάζει επίμονα ενώ αναρωτιόμουν αν θα έπρεπε να φωνάξω κάτι για να καταλάβουν ότι είμαι εκεί ή αν θα έπρεπε απλώς να περιμένω μπροστά στην πόρτα της σίτας που οριοθετούσε το μικρό οικόπεδο. Δε γάβγιζε, απλώς με κοιτούσε, σαν να ήθελε να δει ποιος από τους δυο μας θα γυρίσει το βλέμμα του αλλού πρώτος, μέχρι που το γύρισα εγώ προς τα εκεί που οι Ρώσοι έχουν φτιάξει πάνω στο έδαφος μία βάση με μεγάλες πέτρες και πάνω σε αυτή ένα πράσινο κώνο από γυαλί. Μόνο όταν τον πλησίασα, στην άκρη του γκρεμού, κατάλαβα ότι είναι κατασκευασμένος από πράσινα γυάλινα μπουκάλια και μέχρι να καταλάβω ότι μάλλον χρησιμεύει για τη συσσώρευση των ακτίνων του ηλίου για να ζεσταίνουν το νερό, είχα ήδη δει το μικρό τελεφερίκ που η σκουριά του μαρτυρούσε παρατεταμένη ακινησία, ότι είχε περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που οι Ρώσοι το χρησιμοποίησαν για να κατέβουν από τα 200 περίπου μέτρα υψόμετρο, όπου είναι χτισμένο το σπίτι τους, στο επίπεδο της θάλασσας, στην απάτητη παραλία στο τέλος του γκρεμού, και μετά να ανέβουν πάλι επάνω.
«Πρέπει να το φτιάξουμε αυτό», άκουσα σε σπαστά ελληνικά με ρωσική προφορά και όταν γύρισα, ένας από όσους μένουν σε αυτό το σπίτι μου είχε ήδη ανοίξει την πόρτα της σίτας και περίμενε να περάσω το ανύπαρκτο κατώφλι, για να την κλείσει αμέσως μετά και να διανύσει μαζί μου τα λίγα βήματα που μας χώριζαν από την ξύλινη πύλη του πέτρινου σπιτιού με ασυνήθιστα αργό ρυθμό, σαν να ήθελε να μου επιτρέψει να σκανάρω με τα μάτια μου το χώρο, να δω τα παρτέρια με τα φυτά, να δω τα φτυάρια και τα υπόλοιπα εργαλεία, να δω ένα τζιπ χωρίς πόρτες και χωρίς καθίσματα και γεμάτο με παλιοσίδερα, όντας το ίδιο ένα μάτσο παλιοσίδερα (που όμως είναι το βασικό μέσο μετακίνησής τους στο νησί, γιατί δεν θέλουν να πετάνε τίποτα, θέλουν να μεταποιούν και να ανακυκλώνουν τα πάντα για να τα χρησιμοποιούν στο διηνεκές) και τελευταίο να δω το κεφάλι ενός αρσενικού λιονταριού πλασμένο από άμμο και πέτρα, πάνω από την πόρτα που σε οδηγεί στο εσωτερικό του σπιτιού τους, δηλαδή κατευθείαν στο μικρό κουζινάκι που δεν έχει καμία διαφορά από την αρχετυπική εικόνα της κουζίνας ενός μικρού σπιτιού σε κάποιο χωριό που ο ιδιοκτήτης του το επισκέπτεται λίγες φορές το χρόνο και γι’ αυτό δε βρίσκει νόημα στο να αγοράσει καινούρια μαχαιροπήρουνα, ούτε τον ενοχλεί που οι κατσαρόλες έχουν «αρπάξει» από το γκάζι. Μόνο που αυτό το σπίτι δεν είναι ένα τέτοιο σπίτι στο χωριό, γιατί αυτό το σπίτι, σε αυτό το ουσιαστικά ακατοίκητο χωριό, το έχουν φτιάξει με τα χέρια τους, με πέτρες και ξύλα και τζάμια και ό,τι άλλο έβρισκαν μπροστά τους, που θα μπορούσε να χρησιμεύσει στο χτίσιμο ενός σπιτιού, ενός σπιτιού όπου σκόπευε να ζήσει για πάντα μία ομάδα Ρώσων, που όμως αν δεν ήξερες ποιοι είναι, ακόμη και αν έβλεπες μερικούς όχι και τόσο καινούριους υπολογιστές που βρίσκονται πάνω σε ένα μικρό γωνιακό γραφείο, ίσως και να μην καταλάβαινες ποτέ ποιοι είναι και τι κάνουν, ότι κάποτε ήταν θετικοί επιστήμονες, και τώρα είναι φιλόσοφοι.
Στην επόμενη σελίδα: το Πυθαγόρειο Ινστιτούτο Φιλοσοφικών Ερευνών για την Αθανασία του Ανθρώπου.