Λίγο πριν αποχαιρετήσουμε το 2022, στις 17 Δεκεμβρίου συγκεκριμένα, η κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει ένα ακόμη «δώρο» στους ανθρώπους του χώρου της τέχνης. Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα 85/2022 που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 232/Α/17-12-2022, με τίτλο «Καθορισμός προσόντων διορισμού σε φορείς του Δημοσίου (Προσοντολόγιο-Κλαδολόγιο)», όλοι οι απόφοιτοι των Καλλιτεχνικών Σχολών της χώρας, των δραματικών, των σχολών χορού, κινηματογράφου κ.α. (από οργανισμούς όπως το Ωδείο Αθηνών, το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης κ.α.), τοποθετούνται στη βαθμίδα της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), αφού τα πτυχία τους πλέον εξισώνονται με το απολυτήριο Λυκείου.
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δείχνει το μένος της για την Τέχνη: Το 2020, κατήργησε τα καλλιτεχνικά μαθήματα και το μάθημα μουσικής στα Λύκεια, ενώ λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, έκανε τα στραβά μάτια αρνούμενη να δώσει το επίδομα στήριξης των 600 ευρώ στους εργαζόμενους του Πολιτισμού. Η αντίληψη ότι οι καλλιτέχνες είναι χομπίστες που «βαριούνται» να σπουδάσουν, εξακολουθεί να επικρατεί, υπονομεύοντας την αξία και τη σπουδαιότητα των καλλιτεχνικών επαγγελμάτων.
Η ισοτιμία του τίτλου σπουδών των Σχολών Καλλιτεχνικής Εκπαίδευσης από το 1981
Όπως ισχύει από το 1981 για την εποπτεία των σχολών, όσοι επιθυμούν να εισαχθούν σε μία Ανωτέρα Σχολή Καλλιτεχνικής Εκπαίδευσης πρέπει να διαθέτουν απολυτήριο Λυκείου και στη συνέχεια να δώσουν εξετάσεις σε Επιτροπή που έχει οριστεί από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Περνώντας ένας φοιτητής στην εκάστοτε δημόσια ή ιδιωτική σχολή που είναι εποπτευόμενη από το Υπουργείο Πολιτισμού, σπουδάζει καθημερινά για τρία ολόκληρα χρόνια, σε ένα ιδιαίτερα εντατικό πρόγραμμα σπουδών – τουλάχιστον 8 ωρών την ημέρα- και για να αποφοιτήσει δίνει εξετάσεις σε ειδική Επιτροπή, επίσης διορισμένη από το Υπουργείο. Εν ολίγοις, το κράτος που αδειοδοτεί τις σχολές διαθέτει και τον πλήρη έλεγχό τους. Τώρα όμως, αυτό φαίνεται πως δεν του είναι αρκετό.
Όσον αφορά στην αναγνώριση των πτυχίων, βάσει των διατάξεων του Ν. 1158/81 και αργότερα του Π.Δ. 370/83 «Περί Οργανώσεως, Διοικήσεως και Λειτουργίας Καλλιτεχνικών Σχολών», η Ανώτερη Καλλιτεχνική Εκπαίδευση ανήκει στην τρίτη βαθμίδα εκπαίδευσης, και παρέχεται στις Ανώτερες Δημόσιες και τις αναγνωρισμένες από το κράτος, Ιδιωτικές Σχολές Καλλιτεχνικής Εκπαίδευσης.
Η ισοτιμία του τίτλου σπουδών των Σχολών Καλλιτεχνικής Εκπαίδευσης, πριν την ίδρυση των ΤΕΙ, ορίζονταν σύμφωνα με τον Ν.1158/1981 ο οποίος αναφέρει: «Δια την ισοτιμίαν των απονεμηθέντων υπό των Κρατικών και αναγνωρισμένων Ιδιωτικών Σχολών Καλλιτεχνικής Εκπαιδεύσεως, μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου, τίτλων σπουδών, προς τους απονεμηθησομένους δυνάμει των διατάξεων του παρόντος, τίτλους, αποφαίνεται το υπό του άρθρου 74 παρ. 1 του νόμου 576/1977 Συμβούλιον Ισοτιμιών του ΚΑΤΕΕ Αθηνών».
Ποιος θα φροντίσει για το νομικό κενό από το 2003 κι έπειτα;
Μετά την ίδρυση των ΤΕΙ, η ισοτιμία δινόταν από το ΙΤΕ (Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας), (Ε5/3191/23.7.90 Υπ. Απόφαση ΦΕΚ 466/τ.Β΄/23.7.90), και αργότερα από τον ΕΟΠΠΕΠ (Εθνικός Οργανισμός Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού). Έτσι, οι φοιτητές που τελείωναν μία καλλιτεχνική σχολή στην Ελλάδα μπορούσαν να μεταβούν και στο εξωτερικό για μεταπτυχιακές σπουδές, καθώς το δίπλωμά τους από τις σχολές της Ελλάδας αναγνωριζόταν επαρκώς. Όμως, το 2003, σύμφωνα με οδηγία της Ε.Ε. η ανώτερη βαθμίδα εκπαίδευσης καταργήθηκε στην Ελλάδα και έτσι τα τριετούς φοίτησης ΤΕΙ μετατράπηκαν σε τετραετούς φοίτησης ΑΤΕΙ.
Όπως εξηγεί στην Popaganda η Μαίρη Ραζή, ηθοποιός και διευθύντρια της Δραματικής Σχολής «Πρόβα», «Για τους αποφοίτους των καλλιτεχνικών σχολών έως το 2003, ίσχυε η δυνατότητα ισοτίμησης των σπουδών τους μέσω ΙΤΕ, αρχικά, και ΕΟΠΠΕΠ έπειτα, με ΤΕΙ. Για τους αποφοίτους μετά το 2003 όμως, δημιουργήθηκε ένα νομικό κενό, καθώς δεν διασφαλίζεται η ισοτιμία των Καλλιτεχνικών Σχολών με ΤΕΙ – την οποία απαιτούσαμε μέχρι σήμερα. Τώρα, ακόμη και όσοι είχαμε εξασφαλίσει την ισοτιμία πριν το 2003, είναι σαν να μην έχουμε σπουδάσει και να μην έχουμε εξειδικευτεί επί τρία χρόνια, αφού διαθέτουμε επί της ουσίας δύο απολυτήρια Λυκείου!».
Ο πρωτοετής φοιτητής του Ωδείου Αθηνών, Αλέξανδρος Κρομμύδας, τονίζει πως «Η κυβέρνηση αποδεικνύει για μία ακόμη φορά την ξεκάθαρη στάση της απέναντι στον πολιτισμό, μια στάση που δεν συναντάται σχεδόν σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Στη Γαλλία για παράδειγμα, αλλά και στη Φινλανδία, αν είσαι μουσικός παίρνεις ένα επίδομα το μήνα και στο τέλος του χρόνου πρέπει να παρουσιάσεις τη δουλειά σου (ένα άλμπουμ π.χ.). Αν είσαι καλλιτέχνης στην Ελλάδα όμως, αντιμετωπίζεσαι σαν απατεώνας. Επίσης, εγώ έχω τελειώσει και το Πολυτεχνείο και θεωρούμαι απόφοιτος Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης με Master, ενώ ήδη στο πρώτο έτος του Ωδείου έχω πάει πολλές παραπάνω φορές να παρακολουθήσω μαθήματα και έχω κοπιάσει πολύ περισσότερο απ’ ότι στο Πολυτεχνείο».
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, Γιάννης Μόσχος, και όλο το διοικητικό συμβούλιο, αναφέρουν με τη σειρά τους σε ανακοίνωσή τους ότι «Οι σχετικές ρυθμίσεις του Π.Δ. 85/2022 διαιωνίζουν μια κατάσταση που πλήττει διαχρονικά το κύρος των παραστατικών τεχνών και τα επαγγελματικά δικαιώματα των Ελλήνων ηθοποιών. Όχι μόνο δεν επιλύεται το πρόβλημα διαβάθμισης που σοβεί επί δεκαετίες (ήδη από το έτος 2003 παραμένει αρρύθμιστο το ουσιώδες ζήτημα της ισοτιμίας των χορηγούμενων πτυχίων), αλλά, αντιθέτως, απαξιώνεται νομικά το μείζον έργο της θεατρικής εκπαίδευσης που επιτελείται σε εγκεκριμένες από την Πολιτεία Ανώτερες Σχολές Δραματικής Τέχνης».
Αναγκαία η ίδρυση Πανεπιστημίου Παραστατικών Τεχνών
Αυτό που προτείνουν οι άνθρωποι του καλλιτεχνικού χώρου, είναι η ίδρυση του Πανεπιστημίου Παραστατικών Τεχνών και η δημιουργία Τμημάτων Υποκριτικής, Κινηματογράφου κ.λπ. στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου η εισαγωγή γίνεται με καλλιτεχνικές εξετάσεις έναντι Πανελληνίων και το πτυχίο αναγνωρίζεται πλήρως στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Όπως επισημαίνει στην Popaganda η απόφοιτη του 2018-2019 του Εθνικού Θεάτρου, Αγγελική, «Αυτή τη στιγμή, καθώς το πτυχίο μας δεν αναγνωρίζεται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δεν μπορούμε να κάνουμε μεταπτυχιακό ή διδακτορικό, αναγνωριζόμαστε επίσημα ως άτομα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και επομένως έχουμε λιγότερα δικαιώματα στον ΟΑΕΔ. Το κράτος επιμένει να μας αντιμετωπίζει σαν ανειδίκευτους εργάτες».
«Βέβαια, δεν παραβλέπουμε ότι, ιδιαίτερα στην περίπτωση των Ωδείων, υπάρχουν περισσότερα από 600 στη χώρα, στα οποία ο έλεγχος είναι από ανεπαρκής έως ανύπαρκτος. Πρέπει να γίνει ένα ξεκαθάρισμα και θεωρούμε πως η ίδρυση του ΠΠΤ θα συμβάλλει σε αυτό. Όλο αυτό που συμβαίνει με τα Ωδεία είναι ειρωνικό, γιατί όπως και οι άλλες καλλιτεχνικές σχολές, έτσι κι αυτά εποπτεύονται από το κράτος, το οποίο έχει επιλέξει να τα αφήσει στη μοίρα τους. Θα μπορούσε κάλλιστα να τα ελέγξει καλύτερα, να τα συρρικνώσει και να τα αναβαθμίσει, αλλά επιλέγει να καταρρακώσει ακόμη περισσότερο αυτές τις σπουδές», προσθέτει.
Ακόμη, όπως καταγγέλλει το ΣΕΗ, «Πάγιο αίτημά μας είναι η δημιουργία Πανεπιστημιακής Σχολής Παραστατικών Τεχνών, στα πρότυπα της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, όπου επίσης οι καλλιτέχνες δεν εισάγονται με πανελλήνιες εξετάσεις μεν, δεν αποκλείονται όμως και από την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, τα πτυχία τους αναγνωρίζονται στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και το πρόγραμμα σπουδών τους είναι εναρμονισμένο και σε απόλυτη σύνδεση με το πρόγραμμα του Θεωρητικού τμήματος Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης της ίδιας σχολής».
Η Κυβέρνηση διατείνεται πως «ανοίγει τη συζήτηση για την καλλιτεχνική εκπαίδευση»
Την ίδια στιγμή, ενώ ο καλλιτεχνικός κλάδος έχει ξεσηκωθεί και προχωρά σε διεκδικήσεις, το ΥΠΠΟΑ σε δελτίο τύπου που εξέδωσε στις 27 Δεκεμβρίου του 2022, ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι «Επειδή δυστυχώς υπάρχει μια έντονη παραπληροφόρηση για το θέμα, η οποία λογικό είναι να έχει αναστατώσει τους καλλιτέχνες και την κοινή γνώμη, θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε ακόμα μία φορά ότι το ΠΔ δεν εξισώνει τους τίτλους σπουδών των δραματικών σχολών με το απολυτήριο λυκείου, τελεία και παύλα. Το ΠΔ δεν προκάλεσε καμία απολύτως αλλαγή σε αυτό το στάτους. Καμία. Ότι ίσχυε πριν ισχύει και σήμερα, και ίσχυε και επί ΣΥΡΙΖΑ».
«Όμως με αφορμή αυτό το θέμα προκλήθηκε μια συζήτηση στον δημόσιο διάλογο που είναι εξαιρετικά χρήσιμη, γιατί δίνει ορατότητα στο πολύ σημαντικό ζήτημα της διαβάθμισης των σχολών καλλιτεχνικής εκπαίδευσης. Αναγνωρίζοντας το σοβαρότατο και άλυτο επί δεκαετίες θέμα της διαβάθμισης και ποιότητας της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, τα συναρμόδια Υπουργεία είναι σε συνεννόηση προκειμένου να βρεθεί λύση, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά», καταλήγει.