«Σύμφωνα με την εμπειρία μας και, κυρίως, μέσα από τη δράση “streetwork”, έχουμε διαπιστώσει ότι περίπου 250-300 αστέγοι διαβιούν στους δρόμους της Αθήνας, οι οποίοι στην πλειονότητά τους αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας ή/και εξαρτήσεις. Ωστόσο, σημαντικός αριθμός αστέγων διαμένει σε καβάτζες που δεν γίνονται εύκολα αντιληπτές (π.χ. λόφος Φιλοπάππου, σπηλιές, κάτω από στοές, εγκαταλειμμένα κλειστά κτίρια κ.λ.π). Το ζήτημα, πάντως, δεν έγκειται τόσο στον αριθμό, όσο στις συνθήκες διαβίωσής τους και τις επιπτώσεις που φέρουν για τους ίδιους και το κοινωνικό σύνολο, απόρροια της απουσίας επαρκών μέτρων κοινωνικής πολιτικής και προστασίας».
Η Άντα Αλαμάνου, είναι υγιεινολόγος, υπεύθυνη των υπηρεσιών στήριξης αστέγων της ΜΚΟ «ΚΛΙΜΑΚΑ» (φορέας που τα τελευταία 20 χρόνια ασχολείται με το ζήτημα της έλλειψης στέγης μέσα από μια επιστημονική προσέγγιση του φαινομένου) και γνωρίζει σε βάθος το συγκεκριμένο θέμα. Όπως εξηγεί, υπάρχουν δυστυχώς, ακόμα και σήμερα, πολλοί μύθοι, στερεότυπα και παραπληροφόρηση για το θέμα των αστέγων, με επικρατέστερες τις δύο παρακάτω αντιλήψεις. «Η πρώτη είναι ότι η έλλειψη στέγης οφείλεται αποκλειστικά στην οικονομική ένδεια. Στην πραγματικότητα, αφορά σύνολο αρνητικών παραγόντων που δρουν συνδυαστικά και αθροιστικά και οδηγούν στην απώλεια στέγης όπως: προβλήματα υγείας – ψυχικής υγείας, εξαρτήσεις, ανεργία-χαμηλά εισοδήματα, απουσία οικογενειακού–υποστηρικτικού δικτύου, μετανάστευση κ.λ.π. Η δεύτερη αφορά τις περιπτώσεις αστέγων που δεν ανταποκρίνονται στην όποια στήριξή τους (π.χ. φιλοξενία σε ξενώνα), κάτι που πολύ λανθασμένα ερμηνεύεται ως “επιλογή τους να είναι στο δρόμο”. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό οφείλεται στην ενεργό ψυχοπαθολογία τους, που διαμορφώνει τη συμπεριφορά τους και τον τρόπο που συνδέονται με τους άλλους και την κοινωνία. Γι’ αυτό, χρειάζονται κατάλληλες προσεγγίσεις, ώστε οι άστεγοι να ανταποκριθούν θετικά και να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους».
Το ζήτημα των αστέγων και της έλλειψης επαρκούς μέριμνας για εκείνους είναι εξαιρετικά σύνθετο. Ωστόσο, αυτόν τον καιρό καθίσταται ακόμη πιο σοβαρό λόγω της εμφάνισης του κορονοϊού, καθώς η συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στη μόλυνση από την πανδημία. «Εξαιτίας των άσχημων συνθηκών διαβίωσής τους, οι περισσότεροι άνθρωποι που ζουν στον δρόμο πάσχουν ήδη από πολλά προβλήματα υγείας: αναπνευστικά, καρδιολογικά, δερματολογικά, καρκίνο, αναπηρία… Επιπλέον, είναι πολύ δύσκολη για εκείνους η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Επομένως, εάν νοσήσουν από τον ιό, οι πιθανότητες επιβίωσής τους είναι ελάχιστες έως μηδαμινές», εξηγεί η κα. Αλαμάνου.
Ο κίνδυνος, ωστόσο, είναι διττός, εφόσον δεν αφορά μόνο τους ίδιους τους αστέγους, αλλά και τον γενικό πληθυσμό. «Όσοι από αυτούς τους ανθρώπους είναι φορείς του ιού χωρίς να το γνωρίζουν ή να το αντιμετωπίσουν, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να τον διασπείρουν. Συνεπώς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλη αυτή η προβληματική κατάσταση διαμορφώνει τις συνθήκες για μια “υγειονομική βόμβα” που μας απειλεί όλους», επισημαίνει η ίδια. «Αυτό, βεβαίως, δεν το λέω για να στιγματιστούν και να περιθωριοποιηθούν ακόμη περισσότερο, αλλά, αντιθέτως, για να ενισχυθεί παραγωγικά το ενδιαφέρον όλων μας και των θεσμικών φορέων πρωτίστως για πιο εντατική και ουσιαστική στήριξή τους».
Στην παρούσα συγκυρία, η «ΚΛΙΜΑΚΑ» ενισχύει τη δράση «Streetwork», ανταποκρινόμενη στις αυξημένες ανάγκες των αστέγων, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας τους, καθώς και διασύνδεσης- παραπομπής τους σε υπηρεσίες υγείας. «Δεν είναι ότι οι άστεγοι δεν γνωρίζουν καν την πανδημία», εξηγεί η κα. Αλαμάνου. «Τόσο η δική μας ΜΚΟ, όσο και άλλοι φορείς, τους έχουμε μιλήσει για αυτήν. Ωστόσο, αντιμετωπίζουν τόσες δυσκολίες σε καθημερινή βάση που, σε αρκετές περιπτώσεις, θεωρούν τη ζωή τους ήδη καταδικασμένη. Κι έτσι, δεν δίνουν τη δέουσα προσοχή».
Ακόμη, όμως, και για όσους επιθυμούν να προστατευθούν, υπάρχουν σοβαρά πρακτικά προβλήματα, καθώς τα μέτρα πρόληψης που καλούνται να υιοθετήσουν οι υπόλοιποι πολίτες είναι αδύνατο να υιοθετηθούν από εκείνους. «Π.χ., ορισμένοι διαπιστώνουν ότι έχουν πυρετό. Πού μπορούμε να τους παραπέμψουμε; Και, αν έχουν προσβληθεί από τον ιό, πού να παραμείνουν σε καραντίνα; Η “ΚΛΙΜΑΚΑ” κάνει ό,τι μπορεί για να εμποδίσει τη διασπορά του ιού σε αυτούς τους ανθρώπους, αλλά, δυστυχώς, δεν είναι πρακτικά εφικτό. Είναι απολύτως αναγκαίο να ληφθούν μέτρα από κεντρικούς κρατικούς φορείς, ώστε όσοι διαμένουν στον δρόμο να στεγαστούν κάπου (π.χ. σε ξενοδοχεία που έχει ανασταλεί η λειτουργία τους, διαθέσιμα σπίτια, εκκλησίες κτλ), να υποβληθούν στον απαραίτητο ιατρικό έλεγχο και να λάβουν όλα τα μέτρα πρόληψης και περίθαλψης που θα μπορούσε να λάβει οποιοσδήποτε άλλος πολίτης έναντι της πανδημίας».
Και για τους ίδιους τους εργαζόμενους και εθελοντές στις ΜΚΟ που ασχολούνται με την προστασία των αστέγων, ωστόσο, δεν είναι εύκολη η διεκπεραίωση του έργου τους αυτή την εποχή. Έναν από τους βασικούς ανασταλτικούς παράγοντες αποτελεί ο φόβος ότι ενδέχεται να προσβληθούν και εκείνοι από τον ιό, αλλά και να τον μεταδώσουν σε άλλους. «Για παράδειγμα, στην “ΚΛΙΜΑΚΑ” σκεπτόμαστε να κάνουμε απολύμανση με ειδικά μηχανήματα στα σημεία όπου διαμένουν άστεγοι», αναφέρει η κα. Αλαμάνου. «Προσωπικά, είμαι πρόθυμη να συμμετάσχω σε μια τέτοια δράση. Πρέπει, όμως, να προφυλαχθώ και εγώ με μάσκες, γάντια, αντισηπτικά κτλ, ώστε να μην θέσω σε κίνδυνο τον εαυτό μου, τα μέλη της οικογένειάς μου και άλλους. Οι περιστάσεις δεν ενδείκνυνται ούτε για ηρωισμούς, αλλά ούτε και για αδιαφορία προς τις κοινωνικά ευάλωτες ομάδες. Σε αυτή την υγειονομική κρίση, όπως και σε κάθε κρίση, παίζει σημαντικό ρόλο η στάση όλων μας και, βεβαίως, τα αντανακλαστικά ολόκληρης της κοινωνίας».
Σε περίπτωση που κάποιος πολίτης επιθυμεί να συμβάλει κι εκείνος στη στήριξη των αστέγων εν μέσω κορωνοϊού, με ποιο τρόπο θα μπορούσε να το κάνει;, τη ρωτάμε στη συνέχεια. «Αν δει κάποιον άστεγο στον δρόμο, να τηλεφωνήσει ή να στείλει μέιλ στην “ΚΛΙΜΑΚΑ”, ώστε να εξετάσουμε πώς μπορούμε να τον βοηθήσουμε είτε εμείς, είτε μέσω άλλων υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται προς αυτό τον σκοπό. Προσπαθούμε να λειτουργούμε ως διαμεσολαβητές υγείας, απευθυνόμενοι εκ μέρους τους στον ΕΟΔΥ», μας απαντά. «Παρότι δεν είναι πάντα εφικτή η παροχή βοήθειας, καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια».
Συζητώντας με την κα. Αλαμάνου για το ζήτημα των αστέγων, δεν αρκείται να μας μιλήσει μόνο για την εποχή του κορωνοϊού. «Αυτό που χρειάζεται είναι, με τη συμβολή των αρμόδιων φορέων και υπηρεσιών, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που τους οδήγησαν στον δρόμο, να αποκτήσουν δεξιότητες αυτόνομης διαβίωσης, να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους και, σταδιακά, να επανενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο –και στην αγορά εργασίας», επισημαίνει. «Ως απώτερο στόχο έχουμε όσο το δυνατόν περισσότεροι να εξελιχθούν από ωφελούμενοι κοινωνικών υπηρεσιών σε ενεργούς πολίτες».
Είναι σαφές ότι εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, όπως η δεκαετής οικονομική κρίση από την οποία έχει διέλθει η χώρα, καθώς και η πανδημία που έχει ξεσπάσει αυτή την εποχή, καθιστούν ακόμη πιο δύσκολη αυτή τη διαδικασία. Ωστόσο, έχουν συντελεστεί κάποια βήματα προόδου, ώστε η εν λόγω πληθυσμιακή ομάδα να αντιμετωπίζεται με πιο ανθρώπινο τρόπο μέχρι σήμερα; «Ναι», μας λέει. «Και όχι μόνο από θεσμικούς φορείς ή οργανωμένες ομάδες, αλλά και από μεμονωμένους πολίτες. Υπάρχει, όμως, ακόμη πολύς δρόμος μπροστά και η τραγική συγκυρία του κορωνοϊού θα μπορούσε να αποτελέσει την αφορμή για να ληφθούν πιο εντατικά μέτρα και να εφαρμοστούν βιώσιμα προγράμματα, ώστε να πάψουν να υπάρχουν άνθρωποι στο κοινωνικό περιθώριο πλέον».
Λίγο πριν ολοκληρώσουμε την κουβέντα μαζί της και διακρίνοντας το ενδιαφέρον και την αγάπη της για όσους στερούνται ακόμη και μια στοιχειώδη ποιότητα ζωής, της εκφράζουμε την τελευταία απορία μας: Σε προσωπικό επίπεδο, τι σας έχει προσφέρει η ενασχόληση με τους αστέγους επί σειρά ετών; «Ωραία ερώτηση…», παρατηρεί. «Είναι μεγάλο σχολείο να βρίσκεσαι κοντά σε ανθρώπους που βιώνουν προβλήματα κοινωνικού αποκλεισμού. Η εμπειρία μοιάζει με ένα συνεχές ταξίδι προς τα έξω και προς τα μέσα σου. Εκεί, συνειδητοποιείς ότι δεν είναι οι ίδιοι που δεν μπορούν να ενταχθούν, αλλά οι κοινωνικές συνθήκες που δεν τους το επιτρέπουν. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για προσωπική αποτυχία τους. Πλέον, αισθάνομαι τον δρόμο τόσο οικείο, όσο και τον καναπέ του σπιτιού μου. Και – το σημαντικότερο – αντλώ μεγάλη ευχαρίστηση από το γεγονός ότι έχω τη δυνατότητα να επικοινωνώ με αυτούς τους ανθρώπους, να αναπτύσσω μια σχέση εμπιστοσύνης μαζί τους, να τους βοηθάω έμπρακτα στον βαθμό που είναι εφικτό και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να παρατηρώ τη ζωή τους να αλλάζει σταδιακά προς το καλύτερο».