«Η Ελλάδα δεν πρέπει να μένει ουραγός σε τέτοια στοιχειώδη ζητήματα δικαιωμάτων», είχαν τονίσει σε κοινή τους δήλωση προ της ψήφισης του Νόμου 4277, οι δήμαρχοι Καμίνης και Μπουτάρης με τον πρώτο να δηλώνει κατηγορηματικά προ λίγων ημερών ότι η Ελλάδα θα έχει το πρώτο αποτεφρωτήριο μέσα στο 2016. Οχτώ ολόκληρα χρόνια μετά τη θεσμοθέτηση των αποτεφρωτήριων, το ζήτημα της καύσης των νεκρών παραμένει ακόμα άλυτο εξαιτίας των αντιδράσεων που προβάλλει η Εκκλησία. Απόδειξη αυτού το έγγραφο που απέστειλε πρόσφατα η Διαρκής Ιερά Σύνοδος προς την κυβέρνηση στο οποίο εκφράζει τη διαφωνία της για το ζήτημα της δημιουργίας αποτεφρωτηρίου εντός των ενοριακών κοιμητηρίων, όπως προβλέπουν οι σχετικές ρυθμίσεις για την καύση των νεκρών που συμπεριελήφθησαν στον πρόσφατο νόμο (4277/2014) του υπουργείου Περιβάλλοντος για το Νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας. Επιπλέον, η ΔΙΣ θέτει ζήτημα σχετικά με το πρόσωπο που λαμβάνει την απόφαση για την καύση ζητώντας να γίνεται δεκτή μόνο στην περίπτωση που ο εκλιπών έχει εκφράσει σχετική γραπτή δήλωση, ενώ ταυτόχρονα διερωτάται ποιες θα είναι οι κανονικές συνέπειες από την καύση των νεκρών και εάν αυτή η ενέργεια είναι σύμφωνη με την παράδοση της Εκκλησίας προκαλώντας εκνευρισμό στους πιστούς που προτιμούν την καύση έναντι της ταφής.
«Πριν την έκδοση του Νόμου 3448/2006 (Α’ 57) άρθρο 35 από τον κύριο Προκόπη Παυλόπουλο, υπήρξε συνεννόηση μεταξύ του κυρίου Υπουργού και το Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου. Ο νομικός σύμβουλος τους Αρχιεπισκόπου κ. Μαρίνος δεν έφερε καμία αντίρρηση τόσο για το θέμα της υπεύθυνης δήλωσης περί της επιθυμίας του θανόντος, εάν αυτός δεν είχε αφήσει τέτοια γραπτώς, αυτή να την προσφέρουν οι κατιόντες, σύζυγοι ή τέκνα, κάτι το οποίο ισχύει σε όλες τις χώρες του κόσμου που λειτουργούν αποτεφρωτήρια νεκρών. Η ακριβής διατύπωση δε στο Προεδρικό Διάταγμα προέκυψε μετά από πρόταση του κ. Μαρίνου, ο οποίος ήταν και ο τέως αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας», λέει ο Αντώνης Αλακιώτης, Πρόεδρος της Επιτροπής για το Δικαίωμα της Αποτέφρωσης των Νεκρών στην Ελλάδα. Ο ίδιος ξεκίνησε να ερευνά τι ισχύει με την αποτέφρωση στην Ελλάδα και το εξωτερικό ήδη από το 1996 όταν του ζητήθηκε από τον ζωγράφο Παύλο Μοσχίδη με τον οποίο τον συνέδεε βαθιά φιλία να κάνει όλες τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να καεί η σωρός του μετά τον θάνατό του. «Στο θέμα το αιτήματος της ΔΙΣ ώστε να μη γίνουν τα αποτεφρωτήρια εντός των υφιστάμενων κοιμητηρίων, ίσως η Ιερά Σύνοδος δεν αντιλήφθηκε το άρθρο 48 του Νόμου 4277 στο οποίο κατόπιν αιτήματος των Δημάρχων Γιώργου Καμίνη και Γιάννη Μπουτάρη η πολιτεία αποφάσισε αυτά να χωροθετούνται και εκτός κοιμητηρίων και κατά τις πληροφορίες μας οι δήμοι είναι αποφασισμένοι να προχωρήσουν σε χωροθετήσεις σε εκτός κοιμητηρίων περιοχές γιατί στα περισσότερα από τα υφιστάμενα κοιμητήρια στα αστικά κέντρα δεν υπάρχει επαρκής χώρος για την κατασκευή τους κι όπου υπήρξε αυτή η δυνατότητα υπήρξαν άλλα, τεχνικά κυρίως, προβλήματα», υπογραμμίζει ο Αντώνης Αλακιώτης υπενθυμίζοντας την περίπτωση του Α’ Νεκροταφείου που έχει χαρακτηριστεί ως χώρος πράσινου και ιστορικής μνήμης, αλλά και του Γ’ Νεκροταφείου που ορίζεται ως χώρος κοινωνικών δραστηριοτήτων. «Μία λύση ήταν το νεκροταφείο Ζωγράφου όπου όμως ως νόμιμος ιδιοκτήτης παρουσιάζεται το Υπουργείο Άμυνας, ενώ η περίπτωση στο Μαρκόπουλο είναι χαρακτηριστική της παρεμβατικότητας της Ελληνικής Εκκλησίας.»
Ποιοι λόγοι όμως καθιστούν αναγκαία τη δημιουργία αποτεφρωτηρίου; «Η Ελλάδα σήμερα κατοικείται και αποτελεί χώρα προορισμού για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις επιτρέπουν ή επιβάλλουν τη μετά θάνατον αποτέφρωση. Η μη ύπαρξη νομοθετικού πλαισίου και ειδικού χώρου που να δίνει τη δυνατότητα της αποτέφρωσης σε όσα άτομα το επιθυμούν, αποτελεί παράβαση του άρθρου 9 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Για να τονίσουμε τη σημασία των θρησκευτικών και ταφικών παραδόσεων των μειονοτήτων που ζουν στη χώρα μας προσπαθήσαμε η Επιτροπή να αποτελείται από άτομα διαφορετικών θρησκευμάτων.» Ένας ακόμη λόγος για τον οποίο η καύση προτιμάται είναι το γεγονός ότι απαλλάσσει τις οικογένειες των νεκρών από την υποχρέωση της εκταφής στα τρία χρόνια. «Επίσης», συμπληρώνει ο κ. Αλακιώτης, «πρόκειται για μία βάναυση και επώδυνη διαδικασία για τους συγγενείς του νεκρού. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα τυγχάνει να μην έχει αποσυντεθεί η σωρός με το θέαμα να είναι μακάβριο. Ένας ακόμη λόγος είναι ότι η οικογένεια απαλλάσσεται και από τα έξοδα κατασκευής και συντήρησης ενός τάφου, ενώ ταυτόχρονα η αποτέφρωση είναι μία διαδικασία που δεν είναι βλαβερή για το περιβάλλον.»
Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι η καύση προτιμάται έναντι της ταφής σε παγκόσμιο επίπεδο. Πλέον τα αποτεφρωτήρια είναι υπερσύγχρονοι κλίβανοι οι οποίοι συνήθως λειτουργούν με αέριο ή πετρέλαιο. Μέσα σε αυτούς εισέρχεται η σωρός με το φέρετρο, αφού πρώτα της έχουν αφαιρεθεί όλα τα μεταλλικά αντικείμενα. Μέσα σε 90 περίπου λεπτά η διαδικασία της καύσης έχει ολοκληρωθεί και η εναπομείνασα τέφρα συλλέγεται σε ειδικές τεφροδόχους και παραδίνεται στους συγγενείς. Από εκεί και πέρα η τέφρα είτε θάβεται στη γη είτε φυλάσσεται σε τεφροφυλάκια είτε καταλήγει όπου επιτάσσει η επιθυμία του αποθανόντα.
Για ποιους λόγους όμως αντιδρά τόσο έντονα η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία τη στιγμή μάλιστα που σε άλλες χώρες του ίδιου δόγματος, όπως η Ρωσία και η Σερβία, λειτουργούν αποτεφρωτήρια με τους ιερείς να προσφέρουν την εξόδιο ακολουθία; Την απάντηση δεν την γνωρίζει ούτε ο κ. Αλακιώτης, ο οποίος εξηγεί ότι δεν έχει έρθει σε καμία επικοινωνία με κάποιον αξιωματούχο της εκκλησίας. Ένα άλλο ερώτημα που τίθεται είναι για ποιο λόγο η Εκκλησία της Ελλάδος αρνείται το δικαίωμα στην αποτέφρωση στους πιστούς της τη στιγμή που επιτρέπει άλλες μακάβριες διαδικασίες όπως η υποχρεωτική εκταφή στα τρία χρόνια και το χωνευτήρι. «Είναι ξεκάθαρο ότι όλα αυτά είναι αποτέλεσμα του θεοκρατικού κράτους στο οποίο ζούμε», μας απαντά αφοπλιστικά και τονίζει την ελληνική ιδιαιτερότητα των ιερέων – δημοσίων υπαλλήλων και τα οικονομικά οφέλη που προκύπτουν από την παρούσα κατάσταση.