Δε θυμάμαι πολλά από την περίοδο που έδινα πανελλήνιες. Πιθανότατα, το μυαλό μου διέγραψε με συνοπτικές διαδικασίες κάθε μαύρη μέρα του δύσκολου εκείνου μήνα που φεύγοντας με άφησε πέντε κιλά πιο αδύνατη. Τι και αν στο τέλος το αποτέλεσμα ήταν το ιδανικό και πέρασα στη σχολή της αρεσκείας μου, χρόνια μετά μετανιώνω για κάθε μέρα που έκλαιγα από το άγχος, για κάθε βράδυ που έμεινα άγρυπνη διαβάζοντας και για εκείνη τη μοναδική φορά στη ζωή μου που περιφρόνησα μία σοκολατίνα εξαιτίας του Πλάτωνα.
Για πολλούς, γονείς κυρίως, η επιτυχία στις πανελλήνιες εξετάσεις και η εισαγωγή σε μία ανώτατη σχολή είναι το πρώτο βήμα για την επιτυχία. Έτσι, ήδη από το σπίτι μας, η σχολική εκπαίδευση γίνεται αντιληπτή ως ένας τρόπος κοινωνικής ανέλιξης και η αξιολόγηση που βασίζεται σε αποσπασματικά διαγωνίσματα και όχι σε μία συνεχή εκτίμηση της εργασίας μας θεωρείται λογική και δίκαιη διαδικασία.
Όλα αυτά μετέτρεψαν μία ολόκληρη μαθητική γενιά σε θύμα ενός αποτυχημένου εκπαιδευτικού συστήματος που στερείται κάθε είδους παιδαγωγικού χαρακτήρα και που από τα μέσα της δεκαετίας τους ’80 και μετά εργάζεται όσο πιο σκληρά μπορεί για να ανθίσει η παραπαιδεία. Μια παραπαιδεία που και στη δική μου περίπτωση ανάγκαζε την οικογένειά μου να βάζει βαθιά το χέρι στη τσέπη μια και απαιτούνταν τουλάχιστον είκοσι ώρες την εβδομάδα σε φροντιστήρια και κάποιες ακόμα σε ιδιαίτερα.
Σήμερα, εννιά χρόνια μετά τη δική μου κακή εμπειρία στις πανελλήνιες εξετάσεις ήρθε η σειρά της μικρής μου αδερφής να δοκιμαστεί. Από όσα μαθαίνω, δεν έχει χάσει τον ύπνο της ούτε έχει αφήσει παραπονεμενές τις καφετέριες της Ταχυδρομείου και φυσικά, δεν έχει περιφρονήσει καμία σοκολατίνα. Και καλά κάνει.
Αυτή ήταν η δική μου ιστορία. Υπάρχουν βέβαια πολλές. Άλλες σε στυλ «μια μέρα θα τα θυμόμαστε αυτά και θα γελάμε» κι αλλές με εμπειρίες που τραυμάτισαν βάναυσα τη δύσκολη περίοδο πριν την ενηλικίωση. Γι’ αυτό απευθυνθήκαμε σε μερικούς φίλους της Popaganda και ζητήσαμε την δική τους ανάμνηση, ευτράπελη ή μη, από τις πανελλαδικές εξετάσεις.
Άννα Δαμιανίδη, Κωστή Μαραβέγια, Δημοσθένη Παπαμάρκο και Μαίρη Συνατσάκη, βγάλτε μια κόλλα χαρτί…
Άννα Δαμιανίδη, δημοσιογράφος
Οι δύσκολες εξετάσεις για μας, το 1971 που αποφοίτησα, ήταν της Επιτροπής του Δημοσίου. Το Δημόσιο δεν είχε εμπιστοσύνη στα ιδιωτικά σχολεία, έπρεπε να ελέγξει μόνο του αν μας μόρφωναν επαρκώς. Τις τρέμαμε, έλεγαν ότι οι εξεταστές έρχονταν με άγριες διαθέσεις. Είχα πολύ παραμελήσει τα θετικά μαθήματα στις τελευταίες τάξεις, όπως όλες της παρέας του «Κλασσικού» και κινδυνεύαμε να μην πάρουμε απολυτήριο, να πρέπει να ξαναδώσουμε τον Σεπτέμβριο και να χάσουμε ένα χρόνο για τις Εισαγωγικές. Μας ανέλαβε αφιλοκερδώς ο φίλος μιας από τις φίλες, σε ένα μήνα μάθαμε την ύλη τριών ετών και περάσαμε. Η Επιτροπή έκοψε 11 από τις 32 μαθήτριες της τάξης μας.
Έμενε το καλοκαίρι για διάβασμα στις Εισαγωγικές που δίναμε Σεπτέμβρη. Υποτίθεται ότι είχαμε κάνει φροντιστήριο το προηγούμενο καλοκαίρι, αλλά εμένα δεν μου είχε αρέσει καθόλου για λίγο που είχα πάει. Πολλή γραμματική, πολύ συντακτικό, κατεβατά παπαγαλίας. Σα να δίδασκε βαρετά κόλπα, όχι ουσία.
Στο σχολείο μας είχαμε εμπνευσμένες φιλολόγους, τη συγγραφέα Βάσα Σολωμού-Ξανθάκη ας πούμε, κι άλλες πολλές, την Κάτια Μόζερ-Παπαϊωάννου, τις Λεονταρίτου και Χέλμη, όλες γεμάτες μεράκι και μεταδοτικότητα. Είχαμε αγαπήσει τα κείμενα, η ερμηνεία ήταν απολαυστικό παιχνίδι αποκρυπτογράφησης.
Το μόνο ενδιαφέρον του φροντιστηρίου ήταν τ’ αγόρια, στο σχολείο είχαμε τότε. Είχα παρατήσει το φροντιστήριο μόλις είχα βρει αγόρι. Και δεν πήγα καθόλου το επόμενο καλοκαίρι, κι ας μην είχα πια αγόρι. Θα λυνόταν το θέμα αυτό στο Πανεπιστήμιο!
Μετακόμισα στο σπίτι μιας φίλης μου στο Κεφαλάρι, ότι δήθεν θα διαβάζαμε μαζί. Δεν διαβάζαμε, κάναμε διακοπές ουσιαστικά, η φίλη μου είχε αποφασίσει πως δεν την ενδιέφερε το Πανεπιστήμιο. Είχε ερωτευτεί έναν μουσικό της Κρατικής Ορχήστρας, και πηγαίναμε συνέχεια στο Ηρώδειο. Για μένα όμως ήταν θέμα αξιοπρέπειας να περάσω, οπότε άνοιγα κανα βιβλίο ανάμεσα στις βόλτες και στις συναυλίες.
Διάβασα Ιστορία, δίναμε όλη την ύλη των τριών τάξεων αλλά δεν χρειαζόταν να τα μάθεις παπαγαλία, και Λατινικά. Δεν ασχολήθηκα καθόλου με βοηθήματα, μου φαινόταν αναξιοπρεπές. Τότε τα λέγαμε φυλλάδες και ήταν απο στρατσόχαρτο. Καμία σχέση με τα σημερινά.
Στις εξετάσεις τότε υπαγόρευαν το αρχαίο κείμενο. Έτυχε στην αίθουσα μας ένας καθηγητής που δεν πρόφερε καθαρά, δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε. Κάναμε μουτζούρες γράφοντας, άρχισαν μερικά παιδιά να κλαίνε, εγώ σηκώθηκα πολύ σοβαρή και παρακάλεσα να μας δώσουν άλλη κόλλα και να μας το υπαγορεύσουν ξανά. Το αίτημα ικανοποιήθηκε μετά από αρκετή ανακατωσούρα. Ήμουν πολύ περήφανη γι αυτή την παρέμβαση.
Μας έβαλαν Θουκυδίδη, μια παράγραφο από δημηγορία που είχε κι ένα ερμηνευτικό προβληματάκι. Γυρίζοντας στο σπίτι έψαξα τη μετάφραση του Αγγέλου Βλάχου, νόμισα ότι το βρήκα κι ότι το είχα ερμηνεύσει λάθος, έπαθα κρίση υστερίας, έπεσα στο κρεββάτι και ούρλιαζα. Ο πατέρας μου τα χρειάστηκε. Είχα περάσει όλη τη σχολική μου ζωή χωρίς παράπονο, με πίεζαν συνέχεια για καλούς βαθμούς κι έκανα την άνετη, ξαφνικά με βλέπει σ’ αυτή την κατάσταση. «Μήπως δεν γύρισες στη σωστή σελίδα;», έλεγε ο καημένος, και τελικά είχε δίκιο. Όταν τη βρήκε τη σωστή σελίδα και μου την έδειξε ρούφηξα τα δάκρυα και ξαναφόρεσα τη μάσκα της ανεμελιάς που έδειχνα πάντα στους γονείς μου. Μάλλον είχα πάθει την υστερία προληπτικά, για να μη μιλήσουν σε περίπτωση που αποτύγχανα.
Το θέμα της έκθεσης ήταν «Χαρές και πλούτη κι αν χαθούν και τα βασίλεια κι όλα, τίποτε δεν είναι αν στητή μένει η ψυχή κι ολόρθη». Κατ’ εμέ, η φράση περιείχε το νόημά της και δεν είχα τίποτε να προσθέσω, ωστόσο άρχισα να γράφω διάφορες σάλτσες, κάπου στη μέση σκέφτηκα ότι θα έπρεπε μάλλον να γράψουμε κάτι πατριωτικό, οπότε το γύρισα απότομα. Πήρα 10 στα 20, πάλι καλά.
Αν είχα γράψει λίγο χειρότερα στα υπόλοιπα, δεν θα περνούσα στη Νομική Θεσσαλονίκης, αλλά στη Γαλλική Φιλολογία που είχε χαμηλότερη βάση και με ενδιέφερε πολύ περισσότερο. Θα πάλευα να ξεπεράσω την έλλειψη εκτίμησης που θα έδειχναν ίσως οι γονείς μου. Είναι τρομερός ο τρόπος που μπλέκεται η επίδοση του μαθητή με την αξία του.
Ήδη από τότε οι εξετάσεις αλλοίωναν τη σχέση μας με το σχολείο. Τώρα το κακό έχει παραγίνει, και είναι άξιο μελέτης πώς κάθε αλλαγή οδηγούσε όλο και περισσότερο στην παπαγαλία και την υποβάθμιση. Πριν προτείνει κανείς οποιαδήποτε αλλαγή θα πρέπει να μελετήσει την αποτυχία των προηγούμενων, κι όχι μόνο στο σύστημα των εξετάσεων. Η λέξη «παπαγαλία» δεν αποδίδει καν το πόσο μηχανικά και αποστεωμένα διδάσκονται τα φιλολογικά μαθήματα, μόνο γι αυτά μπορώ να έχω γνώμη προσωπικά, και πόσο στομώνουν τη σκέψη και την έκφραση αντί να την προάγουν.
Η Άννα Δαμιανίδη είναι μέλος του εποπτικού συμβουλίου της ΝΕΡΙΤ κι αρθρογραφεί στο Protagon και την Athens Voice