Ακόμα και στο ρεπό του, μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, ο Νίκος Ιωαννίδης βλέπει ΠΑΟΚ. Μια συνέντευξη τύπου του μεγαλύτερου είδωλού του, του Μπάνε Πρέλεβιτς (τώρα προέδρου στο μπάσκετ). Δεν καταλαβαίνει το θέμα της, αλλά έχει ήδη προλάβει να δει ένα «πανί» που είναι κρεμασμένο πίσω από τον Μπάνε: «Στο Ωραιόκαστρο στα ίσια ξύλο» – «δεν παίζονται οι άνθρωποι» είναι το σαρκαστικό σχόλιό του γι’ αυτούς που το κρέμασαν.
Ο Νίκος Ιωαννίδης, «Ισοβίτης» στο λεξικό της εξέδρας του ΠΑΟΚ από τότε που μαζί με τον φίλο του τον Φώτη αποφάσισαν να κρεμάσουν το «πανί» Ισοβίτες στη θύρα 4 δηλώνοντας εφ’ όρου ζωής αφοσίωση στον «δικέφαλο του Βορρά», μάλλον δεν έχει το συγγραφικό ταλέντο του Νικ Χόρνμπι. Έχει όμως τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο να αφηγείται και φωτογραφική μνήμη από τις σχεδόν τρεις δεκαετίες που έχει περάσει στα γήπεδα. Κάπως έτσι το Μια Εποχή Στο Τσιμέντο (εκδόσεις Τόπος) είναι ότι κοντινότερο έχει να δείξει η ελληνική πεζογραφία στο θρυλικό Fever Pitch του βρετανού συγγραφέα. Εκεί ήταν η Άρσεναλ, εδώ «ΠΑΟΚ είσαι, αφού…».
Η ποινή του ως ΠΑΟΚτσής Ισοβίτης εκκίνησε με το αξέχαστο 6-1 επί του Ολυμπιακού στις Σέρρες το 1987. Εκεί έκοψε τον Παναθηναϊκό ομφάλιο λώρο με τον πατέρα του. Το 1990, 15 χρονών, έκανε πρώτη φορά το ταξίδι Καβάλα-Θεσσαλονίκη για να κάτσει στα τσιμέντα της θύρας 4. Κι έκτοτε η ζωή του είναι μια εκδρομή που δεν τελειώνει ποτέ, στα γήπεδα της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης. Ως ανήλικος σκαρφιζόταν απίστευτες μηχανορραφίες για να ξεγελά τον πατέρα του (η μαμά συνήθως έκανε πως δεν ήξερε) και να ταξιδεύει. Από θεατρικές πρόβες για μια παράσταση που δεν παίχτηκε ποτέ (αλλά τον οδήγησε στο παλιό Καραϊσκάκη) μέχρι την επίκλιση στη διάσταση που βρίσκονταν οι γονείς του για να βγάλει διαβατήριο και να ταξιδέψει «ασυνόδευτος» στο Παρίσι.
Ήταν παρών παντού. Από τα ιστορικά μπάχαλα με την Παρί που έγιναν με φόντο το δικό τους «πανί» μέχρι το τούνελ που οδηγεί στο ΣΕΦ και γινόταν η περιποίηση από τα ΜΑΤ («τώρα να δούμε, θα ξανάρθετε;») κι από όταν ο Κλιφ Λέβινγκστον του «έκλεψε» μια φανέλα στα αποδυτήρια του Ιβανόφειου μέχρι τότε που οι ΠΑΟΚτσηδες μπούκαραν σε μια εκκλησία κι έκλεψαν τα αντίδωρα γιατί πεινούσαν. Τα θυμάται όλα γιατί ήταν νηφάλιος ενώ γύρω του η πρέζα θέριζε και, μετά από λίγη ώρα κουβέντας μαζί του, αντιλαμβάνεσαι ότι αγαπάει παράφορα τον ΠΑΟΚ με έναν κώδικα πολύ πιο φιλοσοφημένο από εφηβικές αρλούμπες περί «υπέροχων λαών» κι «αφεντικών των πόλεων». Με έναν εντελώς πολιτικό τρόπο, αν δούμε που τοποθετεί την πρόκληση του να είσαι ΠΑΟΚτσής σήμερα.
Επόμενη εκδρομή στην Αθηνα; Για βιβλιοπαρουσίαση (Τρίτη 27/11 στο Public Συντάγματος, «με φόντο το Σύνταγμα και τη Βουλή που λέει και το σύνθημα»). Μόνο που αυτή τη φορά, ο Νίκος Ιωαννίδης δε θα κληθεί να μιλήσει μόνο ως Ισοβίτης, αλλά και ως μελοντικός Πρωταθλητής…
Λες συχνά πώς ο ΠΑΟΚ έχει χάσει τα πάντα, από τους πάντες, με όλους τους πιθανούς τρόπους. Φέτος πώς σου φαίνεται που δε χάνει με τίποτα; Νωρίς είναι ακόμα.
Πορεία πρωταθλητή, όμως. Παίζετε-δεν παίζετε καλά, κερδίζετε… Έχουν κάτσει κάπως οι πλανήτες και είμαστε εμείς καλύτεροι και οι άλλοι χειρότεροι από τα προηγούμενα χρόνια. Μάλλον, δε θα μείνει στην ιστορία σαν ένα πρωτάθλημα αμφίρροπο που παίχθηκε μέχρι το τέλος.
Είναι ξένο συναίσθημα στον ΠΑΟΚτση να υποστηρίζει τον ισχυρό; Δεν ξέρουμε πώς να συμπεριφερθούμε! Έχω μια μεγάλη παρέα, καμιά 50αρια άτομα, που πάμε μαζί γήπεδο και βρισκόμαστε πριν και μετά τα ματς – όλοι ψαχνόμαστε κι αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό που μας συμβαίνει (γέλια).
Είναι ευπρόσδεκτο ή προτιμάς να είσαι το αουτσάιντερ, ο λίγο ή πολύ αδικημένος; Είναι πολύ αγχωτικό συναίσθημα. Δεν το ξέραμε αυτό, ότι δεν μπορείς να φας γκολ π.χ. από τον Παναιτωλικό γιατί δεν επιτρέπεται να αφήσεις βαθμούς. Παλιότερα θα αφήναμε το x και θα λέγαμε «δεν πειράζει». Ωραίο είναι επίσης το συναίσθημα όταν ανοίγεις το βράδυ την τηλεόραση. Όχι όπως παλιά που ψάχναμε να βρούμε την ομάδα στη δεύτερη καρτέλα της βαθμολογίας.
Είσαι από αυτούς που πιστεύουν ότι πέρυσι σας κλέψανε ή ότι το χάσατε μόνοι σας; Στα δικά μου στατιστικά, πρωταθλήτρια πέρυσι είναι η ΑΕΚ χωρίς υποσημειώσεις κι αστεράκια. Από το ’60 και μετά, έχουν υπάρξει πρωταθλήματα με πολύ μεγαλύτερες υποσημειώσεις. Η ΑΕΚ πέρυσι εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση, ποιος δε θα το ‘κανε; Αδικημένοι αισθάνονται μόνο κάτι 17χρονοι που δεν έχουν ζήσει τα χειρότερα…
Κι ο Λουτσέσκου… Αυτός είναι ένας υπάλληλος της ΠΑΕ ΠΑΟΚ, εγώ δεν έχω και πολλά κοινά μαζί του. Άσε που τον έβριζα στην αρχή. Αλλά τώρα κάνω κι εγώ κωλοτούμπα, έτσι όπως πάει τρένο την ομάδα.
Πας ακόμα στο γήπεδο; Ακολουθώ κανονικά, ναι. Έχω εφαρμόσει στρατηγικό σχέδιο, έχω βάλει τη γυναίκα μου (που είμαστε μαζί από το Λύκειο) κι έρχεται παντού, οπότε συνεχίζω, εντός κι εκτός, σε όλα τα αθλήματα. Το κορμί δεν αντέχει πια τις εκδρομές με τον παλιό τρόπο. 1-2 φορές που το δοκίμασα, είναι σαν το ΚΑΠΗ: καταλήγεις να λες στον οδηγό «σταμάτα να κατουρήσουμε».
Τι είναι αυτό που σου λείπει από τότε που η ζωή σου ήταν «μπύρες, μπάχαλα και μια καλή εκδρομή» που λέει και το σύνθημα μιας άλλης ομάδας; Εκδρομές, έτσι κι αλλιώς, στο στυλ να μας δείρουν 2-3 φορές οι μπάτσοι μέχρι να φτάσουμε Αθήνα, να φτάσουμε, να περιφερόμαστε στην Ομόνοια μέχρι να αρχίσει το ματς και μετά το νταβαντούρι του γηπέδου δεν υπάρχουν πια με την απαγόρευση των μετακινήσεων. Μου λείπει, δε λέω, η ουσία της εκδρομής – ξυπνάω, τραβιέμαι 36 ώρες, έχω δει τον ΠΑΟΚ και γυρνάω γεμάτος σπίτι μου.
Ξαναβλέποντας πίσω τη ζωή και την οπαδική «καριέρα» σου θα συνιστούσες σε έναν 15αρη σήμερα να ενηλικιωθεί στην εξέδρα; Δεν είχαμε κι άλλες επιλογές. Τώρα, βλέπω κι από τον κοινωνικό μου κύκλο ότι τα παιδάκια μεγαλώνουν εντός του σπιτιού. Εμείς, αντίθετα, μεγαλώσαμε πιο πολύ στον δρόμο. Αυτό μας έκανε πιο σκληρούς, δεν μπορούσαμε εύκολα να κινδυνεύσουμε. Όπως είναι και η ατάκα από το Breaking Bad «ο κίνδυνος ήμασταν εμείς» – τα «τσακαλάκια», τα αλάνια της εποχής, περπατημένοι απο μικρή ηλικία. Δε μιλάω για τους ΠΑΟΚτσηδες μόνο, για τη γενιά μου μιλάω.
Στις κόρες σου τι λες για το οπαδικό σου παρελθόν; Καταρχάς έχω ξεκινήσει και τις παίρνω στο γήπεδο στα εντός έδρας. Το βλέπουμε ξεκάθαρα ως μια διασκέδαση δύο ωρών. Τους φαίνεται περίεργο που ουρλιάζουν γύρω τους, βρίζουν τους διαιτητές κτλ. όμως στην Τούμπα είναι που τους αρέσει περισσότερο γιατί έχει ατμόσφαιρα – στο Παλατάκι είμαστε λίγο κοιμισμένοι. Όταν αρχίσουν ερωτήσεις για το παρελθόν, θα τους πω να διαβάσουν το βιβλίο.
Κοίτα, αυτός που πετάει τη φωτοβολίδα σε εξέδρα με παιδάκια χρήζει ψυχιατρικής παρακολούθησης. Δεν μπορώ να στο αναλύσω εγώ, δε φτάνει το μυαλό μου.
Τι άλλαξε στον χουλιγκανισμό στην Ελλάδα σε σχέση με την εποχή που διηγείσαι στο βιβλίο; Τα μαχαίρια; Παλιότερα συζητούσαμε γελώντας πότε θα βγει από κάποιο στενό ένας τρελός με καλάζνικοφ και θα μας γαζώσει. Τώρα, μπορείς να το αποκλείσεις ότι θα συμβεί; Δε νομίζω ότι αγαπάει κανείς τόσο πολύ την ομάδα του ή μισεί τόσο την αντίπαλη για να θέλει να πεθάνει ο απέναντι.
Δεν ξέρω αν είναι θέμα αγάπης, αλλα μίσους είναι σίγουρα με όσα έχουν συμβεί… Ακόμα και το περιστατικό με τον Φιλόπουλο, που είναι σημείο καμπής, έγινε κατόπιν συνεννόησης και ραντεβού. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι παρασύρθηκε, ότι δεν βρέθηκε εκεί με τη θέλησή του. Τώρα για το πώς περάσαμε τη γραμμή, αν κοιτάξεις δίπλα σου θα δεις ότι έχει αλλάξει η κοινωνία. Στο οπαδικό κίνημα, σε μας στον ΠΑΟΚ οι μισοί τα παράτησαν όταν χάθηκαν τα παιδιά στα Τέμπη το 1999, ενώ γενικότερα εκεί γύρω στο 2000-01 άλλαξε και η καταστολή στα γήπεδα. Έγινε προληπτική «σε δέρνω για να δεις τι μπορώ να σου κάνω» κι αλλαξαν τα μέτωπα. Εκεί που ήμασταν «εμείς, οι άλλοι και στη μέση η αστυνομία», το σκηνικό άλλαξε κι έγινε «εμείς με την αστυνομία και οι άλλοι με την αστυνομία» ταυτόχρονα.
Πριν μερικές εβδομάδες όμως στη Νέα Σμύρνη οι δικοί σου πήγαν να τους κάψουν ζωντανούς με τη φωτοβολίδα, υποτίθεται κιόλας ότι ΠΑΟΚ και Πανιώνιος είναι και φίλοι… Ένας άνθρωπος λέρωσε όλη την κερκίδα.
Πάντα ένας είναι όμως, ανεξαρτήτως ομάδας. Και με τον Μπλιώνα ένας ήταν… Άσε αυτήν την υπόθεση, ό,τι μπορούσε να πάει στραβά, πήγε. Μαύρη σελίδα. Κοίτα, αυτός που πετάει τη φωτοβολίδα σε εξέδρα με παιδάκια χρήζει ψυχιατρικής παρακολούθησης. Δεν μπορώ να στο αναλύσω εγώ, δε φτάνει το μυαλό μου. Μου ‘χει τύχει πριν 3-4 χρόνια με την ΑΕΚ, έφαγε τόσο ξύλο από τους ίδιους τους ΠΑΟΚτσηδες που τον πέταξαν έξω… Τόσα χρόνια, άλλωστε, περισσότερο ξύλο έχουμε παίξει μεταξύ μας, παρά με αντιπάλους
Έχουμε πάντως και την τάση να εξωραϊζουμε το παρελθόν, ότι τότε τάχα το ξύλο ήταν «καλό, ρομαντικό κι άγιο»… Πάντα ήταν κακό, αλλά στατιστικά ήταν λιγότερο.
Δεν είναι μεγάλη αλλαγή και η ενσωμάτωση του οπαδικού κινήματος στον μηχανισμό κάθε ομάδας; «Υπάλληλοι» και «ιδιωτικοί στρατοί» στην υπηρεσία μεγαλοεπιχειρηματιών… Εμείς εδώ πάνω ποτέ δεν είχαμε ένα τέτοιο μέγεθος που θα προσπαθήσει να μας στρατολογήσει.
Τώρα δεν έχετε; Θα φανεί. Είναι η ώρα που θα μετρηθούμε με την οπαδική μας ιστορία. Το τώρα μας συμβαίνει σε μια εποχή που η ελληνική κοινωνία στρέφεται πολύ προς τα ακροδεξιά. Έχουμε ως οπαδοί να παλέψουμε με πολλά. Για μας τους ΠΑΟΚτσήδες ήταν δύσκολο όλη τη χρονιά που βλέπουμε να φοράνε την στολή της ομάδας και να κατεβαίνουν στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία. Μας έκανε να αναρωτηθούμε αν είναι μεμονωμένο ή οργανωμένο. Είναι άραγε παρακλάδια καινούρια που ξεπετάγονται; Το παρακολουθούμε παγωμένοι. Για να μην αποφύγω και το άλλο σκέλος, δεν ξέρω ποιες είναι οι προθέσεις του Σαββίδη για τους οπαδούς, Μένει να φανεί κι αυτό. Οργανωμένο χαρτζιλίκωμα το κόσμου δεν έχει πέσει στην αντιληψή μου, τώρα αν δουλεύουν 5-10 άνθρωποι σε επιχειρήσεις του δεν το θεωρώ κατ’ ανάγκην μεμπτό.
Για μας τους ΠΑΟΚτσήδες ήταν δύσκολο όλη τη χρονιά που βλέπουμε να φοράνε την στολή της ομάδας και να κατεβαίνουν στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία. Μας έκανε να αναρωτηθούμε αν είναι μεμονωμένο ή οργανωμένο. Είναι άραγε παρακλάδια καινούρια που ξεπετάγονται;
Από την άλλη, γίνεται να βάζει ο κάθε Σαββίδης τα ωραία λεφτά του και να κάνει κουμάντο ο κάθε Ισοβίτης; Δεν είναι η αποστολή του οπαδού να κάνει κουμάντο, άλλη είναι η «δουλειά» του.
Στη θεωρία ναι, στην πράξη όμως έχει αποδειχθεί ότι δεν μπορείς να διοικήσεις με κόντρα τους οργανωμένους… Τι να σου πω, 2-3 φορές που κάναμε παρέμβαση εμείς (με Μπατατούδη, Γούμενο, Παγώνη), το κάναμε για να κόψουμε τον κατήφορο. Από τον Ζαγοράκη και μετά, δε νομίζω ότι έχει γίνει κάτι ανάλογο. Από την άλλη, ο επιχειρηματίας που μπαίνει σε μια ομάδα, παίρνει ένα πακέτο μέσα στο οποίο είναι και οι οπαδοί. Πετάνε πράγματα οι οπαδοί και διακόπτουν τα ματς; Ναι, αλλά πάντα και παντού αυτό έκαναν. Εμείς οι ΠΑΟΚτσήδες μπορεί να είμαστε 3 πόντους μπροστά και να πάμε να τα σπάσουμε την τελευταία αγωνιστική. Δε λέω καλώς, αλλά αυτό έχει δείξει η ιστορία και ο κάθε επενδυτής πρέπει να την λαμβάνει υπ’ όψιν του.
Υπήρξε κάποια στιγμή που έχεις σταθεί στην άκρη για να πεις «εγώ τώρα γιατί σκοτώνομαι για τον ΠΑΟΚ»; Ποτέ δε θυσίασα κάτι για τον ΠΑΟΚ. Τα ‘χω λύσει αυτά τα υπαρξιακά από μικρός. Δεν πίστεψα ποτέ ότι είμαι ο ιεραπόστολος της ΠΑΟΚοσύνης.
Τι τύπος οπαδού ήσουν; Ήμουν ένα λέλεκι («Χτικιάρη» με φωνάζανε) που καθόταν σε όλο το ματς στο καγκελο, φώναζα 90 λεπτά και γύριζα σπίτι. Ούτε οργάνωσα ποτέ, ούτε συστήθηκα σε κανέναν για να γίνω φίρμα.
Με ειλικρίνεια, σε ενδιέφερε περισσότερο η νίκη στη μάχη της κερκίδας ή του γηπέδου; Δε με ενδιέφερε η πρώτη, γιατί στο μυαλό μου ήταν δεδομένη. Δεν το λέω υποτιμώντας τους άλλους οπαδούς, ποτέ δεν πίστεψα ότι είμαστε καλύτεροι. Υπάρχουν, πάντως, ματς που σε χρειάζεται η ομάδα. Έχω δει δηλαδή την εξέδρα να γυρίζει την ψυχολογία των παικτών, είναι μοναδική αυτή η στιγμή. Από την άλλη, μέσα στην εξέδρα όλοι αναζητούν ταυτότητα, ο καθένας με τον τρόπο του.
Μετά από τόσα χρόνια στα γήπεδα, πιστεύεις ότι μεταξύ των οπαδών υπάρχουν πια διαφορές; Η καταγωγή των ομάδων και του κόσμου τους (προσφυγιά, λιμάνι, αστική τάξη κτλ.) παίζει κανένα ρόλο σήμερα; Το ψάχναμε πολύ αυτό μικρότεροι και είχαμε καταλήξει ότι το σήμα κατατεθέν του ΠΑΟΚ ήταν ότι αποτελούσε προέκταση της πόλης. Και η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη της υπερβολής. Είναι όλα στο μέγιστο βαθμό, από το φαγητό μέχρι τις σχέσεις.
Είμαστε κι εμείς οι «χαμουτζήδες», ΑΕΚτσηδες και Παναθηναϊκοί, που σας λέμε «γάβρους του Βορρά»… ‘Εχουμε κοινά χαρακτηριστικά με τον Ολυμπιακό, ας πούμε τη λαϊκή καταγωγή, αλλά δε σας καταλαβαίνω κιόλας. Ότι τι; Ότι έχουμε τα κόζια; Έλα μωρέ τώρα. Ούτε την Αθήνα μισώ. Βρίζοντας την Αθήνα, βρίζουμε την όποια εξουσία. Κανονικά και οι αθηναϊκές ομάδες, θα έπρεπε να την βρίζουν ανά περιόδους. Της ΑΕΚ το πρωτάθλημα του Βάλνερ, η Αθήνα δεν της το στέρησε;
Στα μπαλκόνια γύρω από την Τούμπα δεν είχε μείνει παντελόνι απλωμένο, τα κλέβανε οι ΠΑΟΚτσηδες όλα. Γι’ αυτό και φαίνονταν οι λευκές μας οι κάλτσες, όχι από μόδα αλλά επειδή ήταν μικρά τα νούμερα από τα κλεμμένα τζιν.
Ποιους αντιπάλους οπαδούς σέβεσαι περισσότερο; Τώρα τους Παναθηναϊκούς γιατί είναι γενικά στην κόντρα και μ΄αρέσει ο τρόπος που υποστηρίζουν την ομάδα τους αυτήν την περίοδο. Είχαν περάσει μια εποχή που παραήταν φλώροι, ας πούμε στα 90s, αλλά πριν και μετά ήταν και είναι δυνατοί. Και μ’ αρέσει ο τρόπος που περιφρουρούν την εξέδρα τους οι Πανιώνιοι.
Δεν έχει η Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’80, ίσως και λίγο στις αρχές των 90s, μια μικρή μυθική διάσταση με τον ΠΑΟΚ να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της π.χ. το ματς με τον Μαραντόνα ή με την Παρί; Ροκ, χουλιγκανισμός, γήπεδο… Συνέβη στη Θεσσαλονίκη η κορύφωση της παγκόσμιας καγκουριάς εκείνη την περίοδο ’89-’93 (γέλια). Είχε έρθει πριν χρόνια ένας τύπος, οπαδός της Στόουκ Σίτυ και του κάναμε ξενάγηση. Του μάθαμε όλα τα κόλπα, ακόμα και το «μπαλκονάτο» – στα μπαλκόνια γύρω από την Τούμπα δεν είχε μείνει παντελόνι απλωμένο, τα κλέβανε οι ΠΑΟΚτσηδες όλα. Γι’ αυτό και φαίνονταν οι λευκές μας οι κάλτσες, όχι από μόδα αλλά επειδή ήταν μικρά τα νούμερα από τα κλεμμένα τζιν. «Ουαου» μας έλεγε ο Άγγλος, «δεν είχαμε λεφτά μωρέ και τα κλέβαμε» του λέγαμε εμείς. Ε, τελείωσε κι αυτό, η εποχή της καγκουριάς, πάει.
Ποιο ματς έχασες και θα θελες να ξανπαιχθεί για να είσαι στην κερκίδα; Θα ήθελα να με είχε αφήσει ο πατέρας μου και να είχα πάει στο ματς με τη Νάπολι για να δω τον Μαραντόνα. Τουλάχιστον, Σαμπόνις είδα στο μπάσκετ…
Μεγαλύτερη χαρά και λύπη; Χαρά μάλλον το πρώτο πρωτάθλημα στο βόλεϊ με τον Ολυμπιακό. Το πανηγύρισα με την κόρη μου και δίπλα με τον Κώστα Λαγωνίδη που ήταν ίνδαλμά μου όταν έπαιζε. Στενοχώρια, μια ήττα 5-0 με τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ, γιατί είχα δει από την εξέδρα τον Βαζέχα να γυρίζει στους συμπαίκτες του και να λέει «φτάνει, μην τους βάλουμε άλλο». Με έκανε να νιώσω πολύ άσχημα, με πήραν τα ζουμιά.
Τέλος, μια καλή ιστορία που δεν έχεις ξαναπεί… Κλισέ, αλλά την πρώτη φορά που κατέβηκα Αθήνα, είμαστε Ομόνοια με τα άλλα παιδιά και παραγγέλνω μια Κόκα Κόλα και ζητώ ένα καλαμάκι να την ρουφήξω. Μου φέρνει ο τύπος το αναψυκτικό κι ένα σουβλάκι. Νομίζω ότι με κοροϊδεύει, αρχιζω τα «τι με λες», ξεκινάω μια παρεξήγηση μεγάλη που την βλέπουν και οι υπόλοιποι δικοί μου και πάνε να του κάψουν το μαγαζί. Είχα κρυφτεί σε μια γωνιά μου από τη ντροπή μου γι’ αυτό που ξεκίνησα.