Παρότι περίπου 30 οργανώσεις σήμαναν έγκαιρα συναγερμό, ζητώντας από την κυβέρνηση να σταματήσει αυτήν την απαράδεκτη πρακτική στέρησης τροφής, τα μέσα ενημέρωσης και η κοινή γνώμη συνεχίζουν να αγνοούν αυτή την κρίση. Το άρθρο αυτό έχει στόχο να αποσαφηνίσει τα βασικά στοιχεία της, και να ευαισθητοποιήσει για την ανάγκη άμεσης αποτροπής της.
Από τις αρχές του περασμένου Οκτώβρη, έως και το 60% των ατόμων που διαμένουν στις κρατικές δομές φιλοξενίας στην ενδοχώρα δεν έχουν πρόσβαση σε επαρκές φαγητό. Έπειτα από την εφαρμογή, τον ίδιο μήνα, ενός νόμου που ψηφίστηκε πέρυσι, η ελληνική κυβέρνηση σταμάτησε την παροχή υπηρεσιών προς άτομα των οποίων οι αιτήσεις ασύλου τους είτε έγιναν δεκτές είτε απορρίφθηκαν. Ένας στους τέσσερις από τους διαμένοντες σε αυτές τις δομές είναι γυναίκες και δύο στους πέντε είναι παιδιά.
«Οι γυναίκες στον καταυλισμό του Ελαιώνα μάς λένε συνεχώς ότι τα παιδιά τους κλαίνε τη νύχτα από την πείνα. Οι μητέρες καθώς δεν έχουν χρήματα για βρεφικό γάλα, το αντικαθιστούν με πολτοποιημένα μπισκότα σε νερό», αναφέρουν οι οργανώσεις στην ανακοίνωσή που δημοσίευσαν χθες, χρησιμοποιώντας μαρτυρίες εργαζομένων στο πεδίο, και προσθέτουν: Ένας πατέρας τριών παιδιών από το Αφγανιστάν, με χρόνια ασθένεια, δηλώνει: «Δεν πειράζει αν δεν τρώω εγώ, αλλά δεν μπορώ να αφήσω τα μωρά μου πεινασμένα».
Σε όσους το κράτος θεωρεί πως δεν δικαιούνται σίτιση στα καμπ συμπεριλαμβάνονται άτομα με αναγνωρισμένο καθεστώς πρόσφυγα, άτομα που δεν έχουν εγγραφεί ακόμη στο σύστημα υποδοχής και εκείνα των οποίων το αίτημα ασύλου έχει απορριφθεί. Μεταξύ εκείνων που έχουν μείνει χωρίς τροφή, το 25% είναι γυναίκες (συμπεριλαμβανομένων εγκύων) και μονογονεϊκές οικογένειες, το 40% παιδιά, ενώ επίσης συμπεριλαμβάνονται χρόνιοι ασθενείς και ασθενείς με ειδικότερες ιατρικές και διατροφικές ανάγκες.
Για ποιο λόγο η κυβέρνηση διακόπτει τη σίτιση σε όσους αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες; Διότι πιστεύει πως μ ’αυτό τον τρόπο θα αποτρέψει αυτή την κατηγορία ανθρώπων με μεταναστευτικό προφίλ από το να συνεχίσουν να διαβιούν στα καμπ, «αδειάζοντας» έτσι θέσεις που θα μπορούσαν να διατεθούν σε αιτούντες άσυλο. Ωστόσο, παρόλο που οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες και τα άτομα των οποίων το αίτημα για άσυλο απορρίφθηκε δεν «δικαιούνται» να ζουν σε καταυλισμούς, πολλοί αναγκάζονται να παραμείνουν ή να επιστρέψουν εκεί, λόγω έλλειψης εναλλακτικών λύσεων, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη συνεχιζόμενη έλλειψη στρατηγικής ένταξης στην Ελλάδα. Η κατάσταση είναι παρόμοια για πολλούς ανθρώπους που δεν έχουν καταφέρει ακόμη να καταχωρίσουν τις αιτήσεις ασύλου τους, λόγω των συνεχιζόμενων καθυστερήσεων που παρατηρούνται στα Γραφεία Ασύλου στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Υπάρχει όμως και μια άλλη «κατηγορία» ανθρώπων που υποφέρουν από την αποδιοργανωμένη κατάσταση στο σύστημα υποδοχής και προστασίας: Περίπου 34.000 αιτούντες άσυλο παραμένουν εδώ και δύο μήνες χωρίς το οικονομικό βοήθημα που δικαιούνται, και που τους επέτρεπε προηγουμένως να αγοράζουν τρόφιμα, ρούχα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Το χρηματοδοτούμενο από την ΕΕ πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας το διαχειριζόταν προηγουμένως η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ωστόσο διεκόπη όταν η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε τη διαχείρισή του, την 1η Οκτωβρίου 2021. Σε απάντηση εκκλήσεων που απηύθυναν οργανώσεις για την άμεση διευθέτηση της κατάστασης, η κυβέρνηση διαβεβαίωσε δημόσια ότι οι παροχές θα αποκαθίσταντο έως το τέλος Οκτωβρίου. Ωστόσο, ένα μήνα μετά, το πρόβλημα παραμένει άλυτο, και οι οδυνηρές επιπτώσεις στους αιτούντες άσυλο αυξάνονται μέρα με τη μέρα.
«Ευάλωτοι και περιθωριοποιημένοι άνθρωποι ωθούνται στα άκρα: Τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο νηστικά. Άρρωστοι άνθρωποι δεν μπορούν να πάρουν το λεωφορείο για να πάνε στο γιατρό. Και οικογένειες δεν έχουν τα μέσα να προετοιμαστούν για το κρύο του χειμώνα», δηλώνει η Μάρθα Ρούσσου, από την οργάνωση International Rescue Committee.
Η διακοπή του οικονομικού βοηθήματος στερεί από τους αιτούντες άσυλο την αξιοπρέπειά τους και τη σανίδα σωτηρίας από την οποία πολλοί εξ αυτών εξαρτώνταν. Οι πρόσφυγες και οι αιτούντες άσυλο, οι οποίοι ήταν ήδη οικονομικά περιθωριοποιημένοι, καταφεύγουν τώρα στην επαιτεία και σε ακατάλληλους τρόπους επιβίωσης.
«Οι γυναίκες που λαμβάνουν ανεπαρκή τροφή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, διατρέχουν κίνδυνο και για την δική τους υγεία αλλά και την υγεία του εμβρύου. Ένα παιδί που δεν σιτίζεται κανονικά, δεν λαμβάνει τα βασικά θεμέλια που χρειάζεται για την σωματική και διανοητική του ανάπτυξη ενώ μπορεί να παρουσιάσει χρόνια προβλήματα υγείας», δηλώνει η Λήδα Αυγουστή, επικεφαλής της οργάνωσης παιδικής προστασίας Terre des hommes Hellas, προσθέτοντας: «Οι Αρχές θα πρέπει όχι μόνο να σπεύσουν να συνεχίσουν τη σίτιση και την οικονομική στήριξη, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς των ανθρώπων που διαμένουν στις δομές φιλοξενίας του κράτους, αλλά και να δημιουργήσουν την απαραίτητη στρατηγική δικτύου κοινωνικής προστασίας που θα επιτρέψει την πρόσβαση σε δραστηριότητες για τη δημιουργία εισοδήματος. Όσοι από τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες δεν είναι -ακόμα- σε θέση να ζήσουν αυτόνομα, θα πρέπει να τύχουν εντατικότερης μέριμνας για τη διασύνδεσή τους με τις προνοιακές πολιτικές. Η διακοπή παροχής τροφής σε ένα πληθυσμό που δεν έχει εναλλακτικές είναι επικίνδυνη και μη αποτελεσματική για την ουσιαστική ένταξή τους”.
Ανάμεσα, σε αυτούς που πλήττονται είναι οι απορριφθέντες αιτούντες άσυλο που δεν έχουν πρόσβαση σε στέγαση ή υγειονομική περίθαλψη και δεν έχουν δικαίωμα στην εργασία. Σε αυτούς περιλαμβάνονται πολλοί Αφγανοί και Σύριοι πρόσφυγες, των οποίων οι αιτήσεις απορρίφθηκαν με την αιτιολογία ότι η Τουρκία είναι ασφαλής χώρα. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η Τουρκία δεν δέχεται καμία επιστροφή από την Ελλάδα.
Πολλοί αιτούντες άσυλο που διαβιούν εκτός των καμπ, ως επωφελούμενοι του Προγράμματος ΕΣΤΙΑ για τη Στήριξη Έκτακτης Ανάγκης για την Ένταξη και τη Στέγαση, παρουσιάζουν ιδιαίτερη ευαλωτότητα: Έχουν κι αυτοί ήδη πληγεί από τη διακοπή του οικονομικού βοηθήματος, σε αντίθεση όμως με όσους διαβιούν στα καμπ, δεν λαμβάνουν σίτιση. Χωρίς αυτήν την εναλλακτική, αφήνονται τελείως στο έλεος των κοινωνικών υπηρεσιών και των οργανώσεων για τη σίτισή τους, όταν αυτό είναι δυνατό.
Οι οργανώσεις στην ανακοίνωσή τους καλούν σε επείγουσα δράση για την αντιμετώπιση της εντεινόμενης κρίσης. Μεταξύ άλλων, ζητούν από την κυβέρνηση της Ελλάδας: