To Playboy είναι έτοιμο να προδώσει το γυμνό. Η πάλαι ποτέ «βίβλος» της σεξουαλικής απελευθέρωσης αποφάσισε να πετάξει λευκή πετσέτα στην διαδικτυακή βιομηχανία πορνό, που πέτυχε ό τι δεν είχε καταφέρει το φεμινιστικό κίνημα: να θέσει το αμερικανικό περιοδικό στο περιθώριο του μαλακού πορνό, «γονατίζοντας» τις πωλήσεις του από 5.5 αντίτυπα το μήνα σε μόλις 800.000 κυκλοφορίες.
Πολλοί ήταν εκείνοι που «χαιρέτησαν» την στροφή του Playboy σε μία πιο «family friendly», όπως τη χαρακτήρισε το BBC, εκδοχή. Για κάποιο περίεργο λόγο, η υποκρισία της ψευτοκουλτούρας εμφιλοχώρησε και εδώ, αδυνατώντας να δει το αυτονόητο: η απόφαση του Playboy να βάλει τέλος στα εξώφυλλα αντιτίθεται στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά.
Όλοι οι πραγματικά μεγάλοι πολιτισμοί του κόσμου έχουν ανα τους αιώνες εκθειάσει τη γυμνή γυναικεία ομορφιά, ενώ όλες οι «οπισθοδρομικές» εποχές την πολέμησαν με μανία, κατά κύριο λόγο επειδή τη φοβούνταν. Την εποχή του Μεσαίωνα, η γύμνια προκαλούσε «απέχθεια» και «αποστροφή», και όσες γυναίκες έδειχναν τη σάρκα τους – αυτό το μισητό αντικείμενο – δεν ήταν παρά μάγισσες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα από τα υαλογραφήματα του Καθεδρικύ Ναού του Καντέρμπουρι, που αποτυπώνει την περιφρόνηση της εποχής για το γυναικείο σώμα. Σκιαγραφεί ανθρώπους να λατρεύουν ένα γυμνό άγαλμα, το οποίο, ως παγανιστικό, φέρει κέρατα δαίμονος.
Η σύνδεση του γυμνού γυναικείου σώματος με κακά δαιμόνια διασώθηκε για πολλά χρόνια μέσα από τη χριστιανική παράδοση. O Γερμανός καλλιτέχνης του 16ου αιώνα, Χανς Μπάλντουν Γκριν, «άπλωσε» το αναμφισβήτητο ταλέντο του δημιουργώντας φλογερά έντονες εικόνες «πρόστυχων» μαγισσών. Το ξυλόγλυπτό του The Witsches’ Sabbath, 1510, αποτελεί μία εξαιρετικά ευθεία και άμεση συσχέτιση του γυμνού με το δαιμόνιο. Οι γυμνές γυναίκες είναι υπηρέτριες του Σατανά και πρέπει να καούν στην Κόλαση για τις αμαρτίες τους.
Ακόμη πιο ανατριχιαστικός είναι ο πίνακας του ίδιου καλλιτέχνη που τιτλοφορείται The Ages and Death. Σε αυτόν αποτυπώνεται μία όμορφη νεαρή γυναίκα, δίπλα στο γερασμένο alter ego της. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: η ομορφιά είναι καταδικασμένη να εκλίψει, να παρακμάσει, να σαπίσει. Την ομορφιά διαδέχεται ο θάνατος. Ο πίνακας συμπυκνώνει την αντίληψη του χριστιανικού μεσαιωνικού κόσμου για το σώμα και το πνεύμα. Το σώμα πεθαίνει, το πνεύμα παραμένει ζωντανό και αποφεύγει την αιώνια τιμωρία μόνο εφόσον ακολουθεί τα κελεύσματα του Κυρίου.
Η αποστροφή της χριστιανικής πίστης για την ύλη και το σώμα, που τροφοδοτήθηκε από πνευματικούς ηγέτες της χριστιανικής πίστης, όπως ο Απόστολος Παύλος, εκφράστηκε στην τέχνη ως απόρριψη της γυναικείας μορφής, η οποία κατεξοχήν συμπυκνώνει τα χαρακτηριστικά της ομορφιάς και της καλαισθησίας που υμνήθηκαν από το κλασικό πνεύμα της αρχαιότητας. Η αναλογία, τα χρώματα, η γλυκύτητα του γυναικείου σώματος αποτελούσαν για τον χριστιανισμό τον «θανάσιμο» και σατανικό εχθρό, που μέσω της εκτυφλωτικής αισθητικής και αισθησιακής απόλαυσης οδηγούσε τους ανθρώπους στο ψέμα και την αμαρτία.
Όμως η δαιμονοποίηση του γυναικείου γυμνού δεν ήταν αρκετή για τα θρησκευτικά ιερατεία της εποχής. Πολλά μεσαιωνικά πορτραίτα και εικόνες της Βόρειας Ευρώπης επιχείρησαν να καλύψουν σχεδόν το σύνολο του γυναικείου σώματος, επιστρατεύοντας καπέλα, πέπλα και πάσης άλλης φύσεως ρούχα.
Σε αυτό το πλαίσιο ήρθε να σαρώσει τις καθεστηκυίες αντιλήψεις η Αναγέννηση, που απελευθέρωσε το γυναικείο σώμα και αποκατέστησε την καλλιτεχνική αποτύπωσή του απέναντι στο θρησκευτικό μίσος. Η Αφροδίτη του Ουρμπίνο, έργο του Τιτσιάνο Βετσέλλιο, αποτέλεσε ένα πρώτο βήμα ρήξης με τις πατριαρχικές αντιλήψεις της εποχής. Η γυναικεία μορφή παρουσιάζεται, όπως πολλές γυναικείες μορφές στα έργα του Ιταλού Αναγεννησιακού ζωγράφου, ως θεότητα, ενώπιον της οποίας ο θεατής έχει το ρόλο του ικέτη.
Το σημείο που προκαλεί καλλιτεχνική επανάσταση είναι η στάση της νεαρής γυναίκας και ο τρόπος με τον οποίο αγγίζει το σώμα της, στοιχείο που εκφράζει μία κάποια οικοιότητα με τη σεξουαλικότητά της. Είναι το σημείο όπου η τέχνη βλέπει για πρώτη φορά μετά από αιώνες την ανατρεπτική προσέγγιση που επιφυλάσσει η Αναγέννηση για τη γυναικεία ομορφιά.
Ο αντίλογος συχνά επικαλείται ότι η αποτύπωση του γυναικείου σώματος καθιστά τη γυναίκα «αντικείμενο» απόλαυσης, ένα είδους εμπορεύματος. Όμως η αναγεννησιακή παράδοση μας οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα: πίνακες του 16ου αιώνα εκφράζουν την γυναικεία ηδονή με τρόπο ανεπανάληπτο, όπως δεν έχει ποτέ αποτυπώσει την αντίστοιχη ανδρική. Δεν είναι οι άντρες, αλλά οι γυναίκες που απολαμβάνουν τις χαρές της ομορφιάς και του έρωτα. Γυναικείες θηλές διεγείρονται με αισθησιακά χάδια και φιλιά, την ώρα που νύμφες – ή ακόμα και αγίες – φωνάζουν εκστασιασμένες από ηδονή. Αν η τέχνη του γυμνού είχε να κάνει μόνο με τις αντιλήψεις μίας φαλλοκρατικής κοινωνίας, γιατί η πρώτη εκθειάζει με τόση ενάργεια και ένταση τη γυναικεία – και όχι την αντρική – σεξουαλικότητα;
H προσέγγιση που απορρίπτει το γυμνό ως φαλλοκρατικό έχει στην πραγματικότητα σημείο εκκίνησης μία άλλη μεσαιωνική αντίληψη που, ως κατάτι πιο «πολιτισμένη», έχει επιβιώσει ως τις μέρες μας. Πρόκειται για τον «ευγενή» ή αλλιώς «αυλικό έρωτα», που θέλει τον ιππότη να τιμά την τίμια – και φυσικά ντυμένη – «ερωμένη μετρέσα» του, η οποία τον κρατά δεμένο αλυσίδες, θαυμάζοντάς τον να πολεμά με το γεμάτο φαλλικούς συνειρμούς δόρυ του.
Η Αναγέννηση απέρριψε την παραπάνω παράδοση, «διεκδικώντας» ερωτικά πιο πλούσιες αναπαραστάσεις. Άνδρες και γυναίκες απολαμβάνουν την εξοχή, με τους πρώτους να προσπαθούν να διεγείρουν τις δεύτερες. Αυτές οι καλλιτεχνικές συλλήψεις, στις οποίες το γυναικείο σώμα παρουσιάζεται χειραφετημένο από τις μεσαιωνικές αντιλήψεις, προσφέρει στα δύο φύλλα μία «ισότητα ηδονής» και δεν αποβλέπει σε καμία περίπτωση στην αποκλειστική ικανοποίηση του φαλλού.
Από αναγεννησιακή εποχή, το γυμνό έγινε για την τέχνη ένα θέμα περιπέτειας, παιχνιδιού, απελευθέρωσης. Και σε αυτή την κατεύθυνση το γυναικείο σώμα έπαιξε τον πιο καθοριστικό ρόλο. Ιστορικά, μία από τις «χρυσές εποχές» του γυναικείου γυμνού στην τέχνη – η εποχή του Πικάσο και του Ματίς – συνέπεσε με τις διεκδικίσεις του φεμινιστικού κινήματος για πολιτικά δικαιώματα, και συγκεκριμένα το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι.
Μπορεί πίσω από την αποτύπωση του γυμνού γυναικείου σώματος να κρύβεται η ανδρική ανασφάλεια και αγωνία για μία γυναίκα με ενεργό κοινωνικό ρόλο, ωστόσο οι πίνακες του Πικάσο και του Ματίς είναι οι καλλιτεχνικές υπερβάσεις μίας κοινωνίας που κινήθηκε στην πιο γενναία προσπάθεια φιλελευθεροποίησής της.
Το Playboy δεν έπαθε κρίση καθωσπρεπισμού, ούτε πρόταξε ξαφνικά κάποιο ψευτοηθικό μήνυμα, όπως έκανε η Εκκλησία τα χρόνια του Μεσαίωνα. Το ζήτημα είναι πιο σύνθετο και έγκειται στο ότι η αντίληψή του για το γυμνό είναι «πολύ στενή» στην selfie εποχή. Το Playboy αποφάσισε να «ντύσει» τα εξώφυλλά του, την ώρα που τα social media έχουν καταστήσει το ανθρώπινο σώμα μέρος και μέσο επικοινωνίας, φορέα θαυμασμού της ανθρώπινης ομορφιάς, όπως αυτή αποθεώθηκε χωρίς ντροπή στα κλασσικά ελληνικά χρόνια και την Αναγέννηση.
Η αποτύπωση του γυμνού σώματος δεν προωθεί από μόνη της κάποιο πρότυπο ομορφιάς, κάποιο μοντέλο. Ο Ρούμπενς ζωγράφισε τη γυναίκα του ως μία θεότητα με καμπύλες, όπως πραγματικά ο ίδιος απολάμβανε το γυναικείο σώμα. Αν ζούσε σήμερα, σίγουρα θα ζητούσε από την Κιμ Καρντάσιαν να ποζάρει για ένα του πορτρέτο.
Οι κοινωνίες που θαύμασαν και ύμνησαν το γυμνό ήταν οι πιο βαθιά δημοκρατικές κοινωνίες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Είναι η κλασσική Αθήνα του Περικλή αυτή που «εφευρίσκει» το γυμνό σώμα, για να κληρονομηθεί αργότερα από τις Ιταλικές Δημοκρατίες. Όσοι πολιτισμοί καταπίεσαν και άσκησαν λογοκρισία στην τέχνη του γυμνού ήταν – και είναι – στη βάση τους αντιδημοκρατικοί, φορώντας πάντα τις παρωπίδες ενός θρησκευτικού credo. Είναι ακριβώς αυτοί οι πολιτισμοί που φοβούνται και επιχειρούν να ελέγξουν τη γυναίκα στην προσωπική και κοινωνική ανάπτυξή της.
Η «ντυμένη στροφή» του Playboy, που θα καταπιέσει το «γυμνό» για μερικές πωλήσεις, αλλά θα εγκαταλείψει ένα σύμβολο του ελεύθερου ανθρωπίνου πνεύματος, δεν θα αλλάξει στο ελάχιστο τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή με το γυμνό, επαφή που πλέον είναι συχνότερη, εντονότερη και πολυποίκιλη. Προχωρούμε, λοιπόν, περήφανοι και γυμνοί.