Οι γαλλικές προεδρικές εκλογές ίσως αποτελούν μία από τις τελευταίες ευκαιρίες της Ευρώπης για να διατηρήσει τη συνοχή της και να στραφεί σε έναν πιο προοδευτικό δρόμο. Ή, για την ακρίβεια, να φρενάρει τα ακόμα χειρότερα. Όμως μετά το Brexit και την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ολλανδία και σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες, τα μηνύματα δεν είναι θετικά καθώς το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λε Πεν δυναμώνει εδώ και τρία χρόνια κι έχει οικειοποιηθεί το χαρακτηρισμό του φαβορί. Σιγουρεύοντας τουλάχιστον την παρουσία του στο δεύτερο γύρο. Αυτό δε σημαίνει πως η αναμέτρηση δεν παραμένει αμφίρροπη.
Η βασική πεντάδα υποψηφίων εκπροσωπεί όλους τους πολιτικούς χώρους, από τη ριζοσπαστική αριστερά και το χώρο της σοσιαλδημοκρατίας ως τη νεοφιλελεύθερη δεξιά και την σκληρή ακροδεξιά. Ας τους δούμε λίγο καλύτερα, επιχειρώντας να σκιαγραφήσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά του προφίλ τους για να κατανοήσουμε λίγο καλύτερα την εκλογική αναμέτρηση της 23ης Απριλίου. Η οποία, σε συνδυασμό με τις βρετανικές εκλογές που μόλις προκηρύχθηκαν για τον Ιούνιο και τις γερμανικές που είναι προγραμματισμένες για τον Σεπτέμβριο θα κρίνουν το μέλλον της Ευρώπης (ή θα διαμορφώσουν το νέο της προσωπο)…
Μαρίν Λε Πεν
Η ηγέτις του Εθνικού Μετώπου και κόρη του ιδρυτή του, Ζαν Μαρί Λε Πεν (με τον οποίο όμως δε διατηρεί πια και τις καλύτερες σχέσεις), έχει καταφέρει να γίνει το πρόσωπο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και είναι το δημοσκοπικό φαβορί για να συγκεντρώσει το μεγαλύτερο ποσοστό στον α’ γύρο της 23ης Απριλίου. Μοιράζεται αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με τον Ντόναλντ Τραμπ και θα επιχειρήσει να «αντιγράψει» το επίτευγμα του. Σε περίπτωση επικράτησής της, η Ε.Ε θα έχει αρκετούς λόγους να φοβάται αναφορικά με το μέλλον της, καθώς η Λε Πεν είναι κατά της ευρωπαϊκής ενοποίησης και του κοινού νομίσματος, ενώ μιλάει συνεχώς κριτικά εναντίον των «τεχνοκρατών των Βρυξελλών». Έχει μιλήσει ανοιχτά για ενδεχόμενο διεξαγωγής δημοψηφίσματος που θα αφορά την παραμονή της Γαλλίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε περίπτωση που εκλεγεί Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, ως αποκορύφωμα ενός λόγου που πλασάρεται κι απορροφάται ως «αντισυστημικός» (γι’ αυτό κι έχει μεγάλα ποσοστά μακριά από τα αστικά κέντρα). Αν κάτι τέτοιο γινόταν πραγματικότητα και η Γαλλία ακολουθούσε το δρόμο του Ηνωμένου Βασιλείου, μάλλον θα αποτελούσε το πιο ισχυρό πλήγμα για το ευρώ καθώς η Γαλλία αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ηπείρου. Είχε χαιρετήσει με ενθουσιασμό την επικράτηση του ΟΧΙ στο ελληνικό δημοψήφισμα του 2015, καλώντας ανοιχτά τον Αλέξη Τσίπρα να βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ. Επίσης επιθυμεί και την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ και θεωρεί πως οργανισμοί όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ «έχουν λήξει». Ως επικεφαλής ενός κόμματος με ακροδεξιά ρατσιστική ρητορική, είναι αναμενόμενο να τάσσεται ενάντια στην είσοδο μεταναστών και προσφύγων στη γαλλική επικράτεια. Θεωρεί την Ευρώπη ανίκανη να διαχειριστεί την προσφυγική κρίση κι επιθυμεί μία δραστική αλλαγή πολιτικής που θα μειώσει τις εισροές μεταναστών, ενώ είναι υπέρ τροποποίησης του Συντάγματος μέσω της οποίας το γαλλικό κράτος δε θα αναγνωρίζει καμία κοινότητα (θρησκευτικά δόγματα και εθνοτικές μειονότητες).
O υποψήφιος της γαλλικής κεντροδεξιάς εισήλθε δυναμικά στην προεδρική κούρσα το Νοέμβριο του 2016, και θεωρούταν εκείνος τότε το αντίπαλο δέος στη Λε Πεν. Όμως οι αποκαλύψεις οικονομικών σκανδάλων που τον αφορούν προσωπικά (αλλά και μέλη της οικογένειάς του) έχουν βλάψει σημαντικά την προεκλογική του καμπάνια. Έχοντας διατελέσει πρωθυπουργός στο παρελθόν και όντας ένα πρόσωπο που έχει βρεθεί σε αρκετές υπουργικές θέσεις, θεωρείται από την κοινή γνώμη εκπρόσωπος του υπάρχοντος κατεστημένου. Το πρόγραμμα του έχει ξεκάθαρα νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα, ενώ πολλοί τον συγκρίνουν με τη Μάργκαρετ Θάτσερ. Τάσσεται υπέρ των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και της κατάργησης του φόρου πολυτελείας, αφού θεωρεί ότι αποτρέπει τις ξένες επιχειρήσεις από το να επενδύσουν στη Γαλλία. Αν εκλεγεί πρόεδρος έχει εκφράσει την πρόθεση του για κατάργηση 500.000 θέσεων εργασίας στο δημόσιο τομέα και είναι υπέρ της αύξησης του ορίου συνταξιοδότησης στα 65 έτη. Ως μέλος της Εθνοσυνέλευσης είχε ψηφίσει κατά της θέσπισης του γάμου μεταξύ ομοφυλόφιλων ζευγαριών κι έχει ταχθεί κατά των αμβλώσεων. Παρόλα αυτά έχει δηλώσει πως σε περίπτωση που εκλεγεί πρόεδρος δε θα απαγορεύσει τίποτα από τα δύο. Στο παρελθόν χρησιμοποίησε το παράδειγμα της κατάρρευσης της Ελλάδας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών για να αναφερθεί στην κακή κατάσταση της γαλλικής οικονομίας λέγοντας: «Επαναλαμβάνω αυτό που είχα πει εδώ στην Κορσική το 2007. Η Γαλλία σήμερα είναι μια χώρα που μπορεί να καταρρεύσει σαν την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία, ακόμη κάποια στιγμή και σαν την Ελλάδα. Είμαστε ένα κράτος που βρίσκεται σε πτώχευση. Εχουμε ένα χρέος που μας υποχρεώνει να αναζητάμε καθημερινά δισεκατομμύρια ευρώ στις διεθνείς αγορές».
Ο εκπρόσωπος της «αριστερής πτέρυγας» του Σοσιαλιστικού Κόμματος αναλαμβάνει να οδηγήσει το κόμμα στη μετα-Ολάντ εποχή που το βρίσκει σε πολύ δύσκολη θέση. Με τις δημοσκοπήσεις να του δίνουν χαμηλά ποσοστά, ο Αμόν φαίνεται πως δύσκολα θα αποτελέσει τoν τρίτο σοσιαλιστή πρόεδρο της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Όμως το πολιτικό του πρόγραμμα έχει αρκετό ενδιαφέρον. Αρχικά, είναι υπέρ της σταδιακής θέσπισης ενός βασικού εισοδήματος ύψους 700 ευρώ για κάθε Γάλλο πολίτη, ξεκινώντας από τους νέους 18-25 ετών. Η μείωση των θέσεων εργασίας εξαιτίας της αυτοματοποίησης και η ολοένα κι αυξανόμενη αυτοματοποίηση της παραγωγής σε εργοστάσια κι επιχειρήσεις αποτελούν το βασικό λόγο που επιθυμεί τη θέσπιση του βασικού εισοδήματος. Επίσης, επιθυμεί την καθιέρωση 35 ωρών εργασίας εβδομαδιαίως και τη νομιμοποίηση της κάνναβης και της ευθανασίας. Αποτελεί έναν πολιτικό με φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό κι έχει εκφράσει την άποψη περί διαγραφής του χρέους χωρών όπως η Ελλάδα και η Ιταλία προς άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσα σε ένα πνεύμα αλληλεγγύης ώστε να μπορέσουν να αναπνεύσουν. Ακόμα, ο Αμόν θέτει σαν στόχο μέχρι το 2025 το 50% της ενέργειας της Γαλλίας να είναι προϊόν ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Για δεύτερη φορά στην πολιτική του καριέρα, ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν καλείται να αποτελέσει τη φωνή της ριζοσπαστικής αριστεράς στις γαλλικές προεδρικές εκλογές. Μετά το 11,1% του 2012, o Mελανσόν επιστρέφει, θέλοντας αυτή τη φορά να εκμεταλλευτεί τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει το Σοσιαλιστικό Κόμμα, την αυξανόμενη στήριξη στο πρόσωπό του και να πάρει κομμάτι από την πίτα της απογοήτευσης του εκλογικού σώματος που θα ψηφίσει ενάντια στο «κατεστημμένο». Ο Μελανσόν κατεβαίνει σε αυτές τις εκλογές έχοντας μία κοινωνική ατζέντα που ίσως θυμίζει την πολιτική σκέψη του Φρανσουά Μιτεράν. Μάλιστα, όπως και ο Μιτεράν, έχει κι αυτός τη στήριξη του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Το πρόγραμμα του Μελανσόν επικεντρώνεται στην αύξηση των εργασιακών δικαιωμάτων, καθώς και στην περαιτέρω ανάπτυξη των κοινωνικών προγραμμάτων. Έχει αναφερθεί στην ανάγκη για αναδιανομή του πλούτου ώστε να διορθωθούν οι οικονομικές ανισότητες, ενώ είναι υπέρ της ύπαρξης ενός κρατικού συστήματος υγείας που θα καλύπτει όλους τους πολίτες. Είναι, επίσης, υπέρμαχος της μείωσης των προεδρικών αρμοδιοτήτων έτσι ώστε αυτές να μεταφερθούν στο κοινοβούλιο. Αν και δεν είναι κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει κρατήσει μία ιδιαίτερα επικριτική στάση απέναντι της. Θεωρεί ότι ο χαρακτήρας της έχει φθαρεί από το νεοφιλελευθερισμό κι ότι έχει αποτύχει στο να εκφράσει τη φωνή των πολιτών. Παρ’ όλα αυτά έχει υιοθετήσει έναν ιδιαίτερα φιλοευρωπαϊκό λόγο που απευθύνεται κατευθείαν στους πολίτες άλλων χωρών. Πρόσφατα σε ομιλία του δήλωσε «Έλληνες, αν εμείς οι Γάλλοι απελευθερωθούμε πρώτοι από τα δεσμά του χρήματος, να είστε βέβαιοι ότι θα έρθουμε για τη σωτηρία σας» για να συνεχίσει λέγοντας «και το ίδιο θα κάνουμε με την Ισπανία, τη Πορτογαλία, την Ιταλία και τα 12 εκατομμύρια φτωχούς της Γερμανίας». Ιδιαίτερα συζητήθηκε, τόσο στη χώρα του όσο και στην Ελλάδα, η πρόσφατη δήλωσή του «εγώ δεν είμαι Τσίπρας, δεν συζητώ με όσους με προσβάλουν». Στο θέμα του ΝΑΤΟ, ο Μελανσόν ζητά συνεχώς την έξοδο της Γαλλίας από τη συμμαχία.