Η κάρτα που εμφανίστηκε στο κάτω αριστερά μέρος της οθόνης, λίγες ανάσες πριν εκπνεύσει το πρώτο ημίχρονο, ήταν εξοργιστική. Αν ήσουν Κροάτης ή απλός υποστηρικτής της «Χρβάτσκα», ίσως ακόμη κι αν ήσουν απλώς ουδέτερος ποδοσφαιρόφιλος και προσπαθούσες να καταλάβεις πώς γίνεται μια ομάδα -η μετά από μία ώρα Παγκόσμια Πρωταθλήτρια Γαλλία– νά έχει σκοράρει δις φορές, ενώ έχει σουτάρει μια φορά προς την εστία του Σούμπασιτς. Κι άντε, η διαφορά στο ποσοστό κατοχής της μπάλας (39-61% στο συγκεκριμένο σημείο) δεν είναι ένας καθοριστικός παράγοντας αφού πολλές ισοδυναμεί με κουραστική φλυαρία, όμως πώς να εξηγήσεις ότι μια ομάδα που δεν πάτησε περιοχή για 45 λεπτά είχε κατορθώσει να προηγείται με, το εξαιρετικά γενναιόδωρο προς εκείνη, 2-1. Απέναντι στους Κροάτες που, αν και αουτσάιντερ, μπήκαν πολύ φιλόδοξα στον τελικό, πίεσαν ψηλά, έκλεψαν μπάλες, δημιούργησαν φάσεις, προκάλεσαν ανασφάλεια στα σέντερ μπακ των «τρικολόρ» (μακράν το χειρότερο παιχνίδι στη διοργάνωση του Βαράν) και τους χτύπησαν από τα αριστερά με τον Ίβαν Πέρισιτς να είναι και πάλι αεικίνητος (ίσως ο παίκτης-αποκάλυψη του φετινού Μουντιάλ, αν κριτήριό μας είναι ποιος κατάφερε να ανεβάσει θεαματικά τις μετοχές του στο διεθνές ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο…).
Μόνο που η λέξη-κλειδί στο Μουντιάλ του 2018, μια απρόσμενα καλή κι ενδιαφέρουσα διοργάνωση – σίγουρα η καλύτερη αντίστοιχη μετά το μιλένιουμ, δεν ήταν Πίεση. Ούτε Κατοχή. Ούτε Πρωτοβουλία, πόσο μάλλον Κυριαρχία. Το μυστικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου που φιλοξένησαν τα ρωσικά γήπεδα ήταν η Αποτελεσματικότητα. Efficiency. Και τουλάχιστον για άλλους 4 χειμώνες, μέχρι η καρδιά του ποδοσφαιρικού πλανήτη να χτυπήσει στο αμφιλεγόμενο Κατάρ το Νοέμβριο του 2022, δίπλα στο λήμμα “efficiency”, το ποδοσφαιρικό λεξικό θα έχει την εικόνα των φετινών «πετεινών».
Οι αριθμοί του 90λεπτου, που είχε τα περισσότερα γκολ εδώ κι 60 χρόνια από το Βραζιλία-Σουηδία 5-2 το 1958 (το Αγγλία-Γερμανία 4-2 το 1966 διαμορφώθηκε στην παράταση), ήταν και πάλι αμείλικτοι. Η κατοχή, με τους Κροατές να κάνουν γιόμες-απονενοημένα διαβήματα μετά το 4-1, έκλεισε στο 34-66% υπέρ τους. Φυσιολογικά, 285 πάσες έφυγαν από γαλλικά πόδια έναντι 529 από κροατικά. Το ποσοστό ακρίβειάς τους, 68 έναντι 83%.
Αλλού όμως ήταν το κραυγαλέο στατιστικό.
Η Γαλλία σκόραρε 4 φορές σε 6 on target προσπάθειες. 4/6 στην εστία, δηλαδή 66.6%, μόνο μια ποσοστιαία μονάδα κάτω από το ποσοστό με το οποίο σούταρε βολές στην περσινή Ευρωλίγκα ο Παναθηναϊκός (67.8%) για να κάνουμε μια αδόκιμη, πλην γλαφυρή, σύγκριση.
Το νούμερο, ειδικά σε συνθήκες τελικού, είναι απίστευτο. Σίγουρα βοηθήθηκε από την κακή μέρα του, μέχρι χθες «ήρωα των πέναλτι», Σούμπασιτς που κέρωσε στο τέταρτο (και ίσως φταίει και στο τρίτο) γκολ. Σίγουρα κάποιος στην παρέα σας θα είπε «ότι πηγαίνει μέσα, γράφει» βλέποντας Πογκμπά και Μπαπέ να σκοράρουν, ανεβάζοντας το σκορ στα όρια της συντριβής. Σίγουρα, κάποιος άλλος θα πρόσθεσε «τους καημένους τους Κροάτες».
Όμως, τελικά, η φετινή Γαλλία – ίσως η πιο κυνική ομάδα στην ιστορία των Μουντιάλ, ήταν ανίκητη. Κατάφερε να φτάσει στο κύπελλο, χωρίς ποτέ να εγκαταλείψει το σχέδιο που είχε από την πρεμιέρα με την Αυστραλία. Έμεινε αρκετά πίσω από την μπάλα, δεν ξόδεψε δυνάμεις κι ευκαιρίες για να πατήσει τον αντίπαλο (πλάνο που ακολούθησε ο Ντεσάν θέλοντας να αποσοβήσει εκείνη την βραδιά που θα έχει χάσει τα άχαστα, αλλά κάποια Σενεγάλη θα έκανε την μεγάλη έκπληξη σκοράροντας στη μοναδική της αντεπίθεση – τα κατάφερε) κι αξιοποίησε στο έπακρο τις στημένες μπάλες. Στη Γαλλία δεν πείστηκαν μέχρι τον τελικό, στην πιο διασκεδαστική ιστορία δυσπιστίας μια νοσοκόμα πήρε τηλέφωνο σε μια αθλητική εκπομπή και παραπονέθηκε ότι «ο Ντεσάν έχει στα χέρια του μια Φεράρι και ποτέ δεν ξεπερνά το όριο ταχύτητας». Βέβαια, η Φεράρι φάνηκε και τυχερή: δε χρειάστηκε να κυνηγήσει στο σκορ παρά μόνο τον θίασο της Αργεντινής, κι εκεί βρήκε το σκροπ-αριστούργημα του Παβάρ για να ισοφαρίσει πολύ γρήγορα.
Φυσικά, οι «μπλε» είχαν άφθαστη ποιότητα. Τόση ώστε να κάνουν ρολίστα σε ρόλο σκρίνερ τον σέντερ φορ τους, Ολιβιέ Ζιρού (έναν παίκτη που αμοιβεται με περισσότερες από 3 εκατομμύρια λίρες ετησίως από την Τσέλσι). Με σπουδαίες μονάδες σε όλες τις γραμμές που βρίσκονται σε εξαιρετική ηλικία. Ο αρχηγός Γιορίς, που φύλαξε την μοναδική του γκάφα σε όλο το τουρνουά για το ανώδυνο 4-2 του τελικού, στα 31. Παβάρ και Λούκας στα πίσω άκρα 22 και 25, αντίστοιχα. Στο κέντρο της άμυνας, Ουμτιτί στα 24 και Βαράν στα 25. Κέντρο, Πογκμπά 25, Καντέ 27 και Ματουιντί 31. Τριάδα μπροστά, ο Μπαπέ που δεν έχει καν κλείσει τα 20, ο Γκριεζμάν στα 27 και ο Ζιρού, πρεσβύτερος όλων, στα 31. Όλοι τους στο peak, έχοντας πάρει ένα καλό μάθημα μέσα στο σπίτι τους δύο χρόνια πριν από τα παιδιά του Φερνάντο Σάντος. Όλοι μαζί κοστίζουν συνολικά περισσότερο από 1 δισεκατομμύριο δολάρια στη διεθνή ποδοσφαιρική αγορά.
Κι όλοι μαζί, ή μαλλον οι 15 στους 23 του ρόστερ που έχουν αφρικανικές ρίζες στις κάποτε γαλλικές αποικίες, αντιπροσωπεύουν ένα λαμπερό παράδειγμα ενσωμάτωσης και πλουραλισμού. Το οποίο κι εξυμνείται, όπως συνέβη και το 1998 με τους προκατόχους τους Ζιντάν, Ντεσαγί, Τζορκάεφ και σια.
15 France players at the #WorldCup have roots in Africa 🇫🇷🌍 pic.twitter.com/v5ENkGItsh
— B/R Football (@brfootball) July 10, 2018
Ναι και όχι.
20 χρόνια πριν, η Γαλλία των μεταναστών έφτανε στην κορυφή του κόσμου, όμως αυτό δεν εμπόδισε τους Γάλλους το 2002 να στείλουν τον Ζαν Μαρί Λεπέν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών που ευτυχώς έχασε από τον Ζακ Σιράκ. Το 2018 η φουρνιά των Πογκμπά, Καντέ, Μπαπέ έχει ρίζες σε Καμερούν, Γουϊάνα, Μάλι, Αλγερία, Κόγκο, Τόγκο, Μαυριτανία, Νιγηρία και Μαρόκο, όμως δεν αντιπροσωπεύει μια Γαλλία πολύ διαφορετική: ένα χρόνο πριν ο Εμανουέλ Μακρόν (που εμφάνισε έναν κάποιο υπερβάλλοντα ζήλο χθες στα πανηγύρια) κέρδισε τη δεύτερη Κυριακή την κόρη του Ζαν Μαρί, επίσης σκληρή ακροδεξιά, Μαρίν Λεπέν. Πίσω από το όμορφο παραμύθι των 2/3 της σύνθεσης των Παγκόσμιων Πρωταθλητών κρύβονται εκατοντάδες χιλιάδες που ανήκουν στο ίδιο δημογραφικό αλλά, χωρίς το ξεχωριστό ποδοσφαιρικό ταλέντο, είναι καταδικασμένοι να γίνουν στατιστική των εργατικών πολυκατοικιών στα μπανλιέ. Είτε ως θύτες, είτε ως θύματα. Κρίσιμο να μην το ξεχνάμε.
Τώρα πρέπει να βρούμε πως θα καταπολεμήσουμε την μετά-Μουντιαλική κατάθλιψη, να μην παίρνουμε τηλέφωνα στα ντελιβεράδικα απλά να μάθουμε τι κάνει «το παιδί που ερχόταν κάθε μέρα εδώ κι ένα μήνα», και σίγουρα να μην ποντάρουμε ποιο πιτσιρίκι στην παραλία θα πετύχει περισσότερα «βατραχάκια» με τα βότσαλα. Ως παρακατάθηκη, πέρα από το προφανές «το Μουντιάλ των αουτσάιντερ» λόγω του καταποντισμού των Big 4 (Αργεντινή, Βραζιλία, Γερμανία, απούσα Ιταλία), ας κρατήσουμε και το VAR που χρησίμεψε και στον τελικό. Ούτε μια κόκκινη κάρτα για σκληρό μαρκάρισμα σε 64 ματς, τα περισσότερα πέναλτι από ποτέ (29 τον αριθμό) και ούτε ένα χειρουργείο που θα μείνει ιστορικό. Φτάνουν και περισσεύουν για να πάρουν το παιχνίδι από τα λαμόγια και να το επαναφέρουν στους πρωταγωνιστές του. Και στα δικά μας…