Οι μέρες έχουν περάσει, το ενδιαφέρον της επικαιρότητας παραμένει προεκλογικό, την σκυτάλη της τραγωδίας έχει δυστυχώς πάρει το μακελειό στο Charlie Hebdo, όμως η περίπτωση του Norman Atlantic είναι πολύ δύσκολο να ξεχαστεί. Το μαύρο κουτί θα δώσει κάποιες απαντήσεις που, όπως καταλαβαίνουμε, θα αποδομηθούν στον πόλεμο εντυπώσεων μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών. Αλλά, το μαύρο κουτί των ψυχών δυστυχώς δεν μπορεί να φέρει πίσω όσους χάθηκαν. Ούτε να σβήσει τις εφιαλτικές αναμνήσεις απ’ όσους τα κατάφεραν να σωθούν.
Μιλήσαμε με τρεις ανθρώπους που σώθηκαν χάρις στο παραπλέον Αμπί Ζανέτ. Οι μαρτυρίες τους είναι συγκλονιστικές, η ανακούφισή τους τεράστια, η ευγνωμοσύνη σε όοσυς τους βοήθησαν ατέλειωτη και τα ερωτήματα αμείλικτα.
Ο κύριος Χρήστος Αγγελόπουλος μίλησε για τις δύσκολες ώρες επάνω στο πλοίο και μέσα στη σωστική λέμβο. Ο κύριος Ανδρέας Οικονόμου για την ολιγωρία των αρχών, αλλά και την φροντίδα που δέχτηκαν μετά την περισυλλογή τους από το φιλιππινέζικο πλήρωμα ενός άλλου πλοίου που βρισκόταν στην περιοχή, ενώ η κυρία Αθηνά Παππά θέτει κάποια απλά ερωτήματα και μας διαφωτίζει για το αν τελικά τηρούνται τα σχέδια διαφυγής και οι κανόνες ασφαλείας σε ένα πλοίο.
Χρήστος Αγγελόπουλος
Φύγαμε με δύο ώρες καθυστέρηση από την Ηγουμενίτσα, Σάββατο βράδυ προς Κυριακή πρωί. Συνήθως, καθυστερεί μισή με μία ώρα. Κανονικά, ήταν προγραμματισμένο να έρθει το Superfast XI. Δεν ξέρω γιατί ήρθε το Norman. Ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευα με αυτό.
Θυμάμαι ότι δυσκολεύτηκε να αράξει. Τα φορτηγά μπήκαν σαν παστωμένες σαρδέλες.
Επιβιβαστήκαμε κουτσά-στραβά και ξεκινήσαμε. Κατά τις 2.30 πήγαμε για ύπνο στην καμπίνα. Ήμασταν τέσσερις άνθρωποι, αλλά οι δύο έφυγαν και πήγαν να κοιμηθούν στα φορτηγά, αφού δε γίνεται να χωρέσουν τέσσερις εύσωμοι άνδρες στις μικρές κουκέτες του πλοίου. Κατά τις 4.45 ένοιωσα ότι δεν μπορούσα να αναπνεύσω, είχα ένα κάψιμο στο λαιμό. Σηκώθηκα να ανάψω τα φώτα, αλλά δεν ανάβανε. Άναψα το φακό το κινητού και είδα ότι η καμπίνα ήταν γεμάτη καπνό. Βγήκα στην πόρτα και είδα πανικό. Κόσμος έτρεχε, τα πιτσιρίκια ουρλιάζανε. Ρώτησα κάποιον τι συμβαίνει και μου απάντησε στ’ αγγλικά “fire fire”. Ξύπνησα τον άλλον και όρεσα άρον άρον τις αρβύλες χωρίς κάλτσες. Παντελόνι, πουλόβερ, μπουφάν και το κινητό. Λεφτά και χαρτιά τα άφησα μέσα.
Τα φώτα του διαδρόμου δεν λειτουργούσαν Είχαμε μόνο τα εκτάκτου ανάγκης. Με το φακό ψάχναμε να βρούμε σωσίβια, αλλά τίποτα. «Ένας πούστης να βγάλει μια ανακοίνωση στα ελληνικά και να πει ότι καιγόμαστε δεν υπάρχει εδώ μέσα;» σκέφτηκα.
Δεν χτύπησαν οι 7 βραχείς ήχοι του συναγερμού. Ακούστηκαν μόνο 2-3 ηλεκτρονικά μπιπ και μια ανακοίνωση στα ιταλικά. Στα ελληνικά δεν είπαν τίποτα.
Με έναν πυροσβεστήρα σπάσαμε μόνοι μας τις κλειδαριές από μια ντουλάπα και βγάλαμε σωσίβια. Όσο ήμασταν στον μεγάλο διάδρομο, άρχισαν να σπάνε τα πλακάκια και να φουσκώνει το πάτωμα. Από αυτό συμπέρανα ότι η φωτιά πρέπει να έκαιγε τουλάχιστον μια ώρα. Έχω συνάδελφο που έπαθε εγκαύματα στα πόδια του. «Καίγομαι Χρήστο» φώναζε πηδώντας συνέχεια και έβγαλε την μπλούζα του που ήταν βρεγμένη για να πατήσει επάνω της.
Τρεις Ιταλοί άρχισαν να κατεβάζουν την βάρκα από τα αριστερά (η μοναδική που κατέβηκε). Τους είδαμε που παιδεύονταν και πήγαμε να βοηθήσουμε. Ανοίξαμε από το πλάι για να μπει ο κόσμος μέσα. Παιδιά, γυναίκες, αλαλούμ. Κάποιοι πέσανε στη θάλασσα και περιμέναμε να κατέβει η βάρκα για να μπορέσουμε να τους μαζέψουμε. Μπήκαμε μέσα 64 άτομα. Εγώ ίσα που πρόλαβα να μπω τελευταίος. Αμέσως μετά ο Ιταλός αμόλησε το χειρόφρενο χωρίς να περιμένει να μπουν και άλλα άτομα, ενώ όλοι του φώναζαν «πού πας;». Είπαν ότι η βάρκα χώραγε περισσότερους από 100 ανθρώπους. Τον χειρισμό όμως της βάρκας τον είχε το ιταλικό πλήρωμα και όχι εμείς.
Δύο μέτρα πριν φτάσουμε στην θάλασσα, η βάρκα ξανακόλλησε. Κουνιότανε μαζί με το καράβι και μας χτύπαγε το κύμα. Εκείνη την ώρα κατέβαινε ένας παρκαδόρος της ΑΝΕΚ και πήδηξε επάνω για να βοηθήσει να ξεμπλοκάρει. Η βάρκα ξανάρχισε απότομα να κατεβαίνει. Μαζί της κατέβηκε και ο παρκαδόρος μην έχοντας άλλη επιλογή. Μόλις κατέβηκε στο νερό, πάτησε αμέσως μίζα ο Ιταλός και φύγαμε, χωρίς να μαζέψουμε τους άλλους που είχαν πέσει στο νερό πριν. «Γύρνα ρε μαλάκα. Είναι κόσμος στο νερό» του φώναζε ο παρκαδόρος, αλλά δεν άκουγε τίποτα. Απομακρυνθήκαμε κάνα δυο μίλια και κόβαμε βόλτες στα ανοιχτά. Κανονικά, η δουλειά της σωστικής λέμβου είναι να πάρει δύο σχεδίες (τα λεγόμενα βαρελάκια), να τις έχει δεμένες μαζί της και να κάνει κύκλους μέχρι να γίνει η διάσωση.
Η γνώμη μου είναι ότι το πλήρωμα ήταν ανεκπαίδευτο. Για τρεις ώρες περιφερόμασταν σε μεγάλα κύματα μια και είχαν ανέβει τα μποφόρ. Ο Ιταλός δεν ήξερε να κουμαντάρει καλά την βάρκα. Τα παιδιά ξερνάγανε. Οι γυναίκες φωνάζανε «δεν θέλω να πεθάνω».
Κάποια στιγμή βρήκαμε ένα καράβι που προσπάθησε να μας διασώσει. Πετάξανε ανεμόσκαλα για να ανέβουμε, αλλά ήταν πολύ ψηλό. Κάναμε μια προσπάθεια τριών τετάρτων, αλλά καταφέρανε να ανέβουν μόνο 15-17 άνθρωποι. Εκεί ήταν που χάθηκε ένας παπάς. Προσπάθησε να ανέβει, αλλά φοβήθηκε. Στη συνέχεια τον χτύπησε η βάρκα και μετά πέρασε ένα κύμα και τον πήρε. Μια άλλη γυναίκα έβγαλε το σωσίβιο για να ανέβει πιο εύκολα, αλλά δυστυχώς την πήρε κι εκείνη το κύμα. Στο μεταξύ, η βάρκα χτύπαγε συνεχώς επάνω στο καράβι και είχε αρχίσει να κάνει ρωγμές και να βάζει νερά. Αναγκαστικά ζητήσαμε από το πλοίο να κόψουν τα σχοινιά για να φύγουμε. Κάνα δυο γυναίκες κατάλαβαν ότι έβαζε νερά η βάρκα και ούρλιαζαν. Εγώ και δυο άλλοι που ξέραμε τι γινόταν δεν τους λέγαμε τίποτα για να μην πανικοβληθούν και αρχίσουν να πηδάνε στην θάλασσα.Βρίσκαμε δικαιολογία ότι τάχα ήταν νερό της βροχής.
Μηχανές στη λέμβο είχαμε μόνο για 3-4 ώρες. Μετά ήμασταν ακυβέρνητοι! Επίσης, έπρεπε να υπάρχουν 3-4 βαρελάκια με φαγητό και νερό, αλλά εμείς βρήκαμε μόνο 2. Κουνάγαμε τα λαμπάκια των σωσιβίων μήπως μας έβλεπε κανείς, αν και ήταν πάρα πολύ δύσκολο γιατί στην περιοχή είχε ομίχλη, βροχή και αέρα.
Για καλή μας τύχη, αφού παρασυρθήκαμε για καμιά δεκαριά μίλια, ήρθε ένα μεγάλο καράβι με Φιλιππινέζους που μας προσέγγισε με μεγάλη μαεστρία. Δοκιμάσανε με την σκάλα, αλλά επειδή και πάλι ήταν δύσκολο, έπλεξαν ένα δίχτυ με σχοινιά σε χρόνο μηδέν και μας ανέβασαν έτσι όπως ανεβοκατεβαίνουν οι μοναχοί στα Μετέωρα. Λίγο πριν ανέβουμε και οι τρεις τελευταίοι που είχαμε μείνει, η βάρκα είχε ήδη μισό μέτρο νερό μέσα! Τελικά, μόλις κόψαμε τον κάβο από το πλοίο, την πήρε ένα μεγάλο κύμα και δεν την ξαναείδαμε.
Με την βοήθεια της Παναγίας σωθήκαμε. Χτυπήσαμε την πόρτα στον χάρο και αυτός δεν μας άνοιξε.
Ανδρέας Οικονόμου
Για τις ώρες επάνω στο πλοίο δεν θα πω τίποτα. Φανταστείτε ό,τι θέλετε και πολλαπλασιάστε το επί 100. Πάλι θα είναι λίγο.
Μετά από 9 ώρες διασωθήκαμε. Προσπαθήσαμε πρώτα να ανέβουμε σε άλλα δύο καράβια και είδαμε τον χάρο με τα μάτια μας. Τελικά, διασωθήκαμε από 20 φιλιππινέζους αγγέλους.
Από την πρώτη στιγμή γιατρέψανε τις ψυχές και τα κορμιά μας. Στη βάρκα είχαμε πέντε παιδιά που είδαν ανθρώπους να χάνονται. Στο καράβι που μας έσωσε μείναμε τέσσερις ολόκληρες μέρες. Η επίσημη άποψη που έμαθα από τον πρέσβη μόλις πέρασαν αυτές οι μέρες είναι ότι για κάποιον λόγο, παρόλο που τους δόθηκε το όνομα του καραβιού, μας ξέχασαν γιατί η υπόλοιπη επιχείρηση διάσωσης ήταν σε εξέλιξη.
Στους διασωθέντες υπήρχαν κι άνθρωποι από άλλες χώρες. Κάποια στιγμή τους κάλεσε όλους ο πλοίαρχος να μιλήσουν στο τηλέφωνο με τις πρεσβείες τους. Εμάς, δεν μας αναζήτησε κανείς. «Για κάποιον λόγο, ξεχαστήκατε», μας είπαν.
Μαζί μας ήταν η ανιψιά ενός υπέρτατου πολιτειακού άρχοντα της χώρας μας. Μπορώ να πω ότι εκείνη ήταν η συντονίστριά μας και η ψυχή μας. Φτάσαμε στο σημείο να προσπαθούμε να χρησιμοποιήσουμε πολιτικά μέσα για να μας βοηθήσουνε. Όταν τελικά μιλήσαμε με τον πρέσβη, μας είπε ότι εκείνον τον ενημερώσανε επίσημα την Τετάρτη το μεσημέρι, σχεδόν 80 ώρες μετά τη φωτιά. Πώς μπορεί να συνέβη κάτι τέτοιο, την στιγμή που όλοι είχαμε ήδη μιλήσει τόσο με τους συγγενείς μας όσο και με βουλευτές;
Ο καπετάνιος του καραβιού τπου μας έσωσε τραβούσε τα μαλλιά του. Ευτυχώς, οι Φιλιππινέζοι μέχρι και πάρτυ-έκπληξη έκαναν στα παιδάκια που είχαν ζήσει αυτήν την πρωτοφανή περιπέτεια. Τους έφτιαξαν τούρτες και έπαιξαν μαζί τους. Οι Ιταλοί έδωσαν εντολή στο πλήρωμα που μας έσωσε να αποδεσμευθούν και να συνεχίσουν την προγραμματισμένη πορεία τους προς Κροατία. Ο καπετάνιος δεν ήξερε τι να κάνει, δεδομένου ότι είχε διασωθέντες στο πλοίο του που δεν τους είχε αναζητήσει κανείς. Τελικά, του έδωσαν εντολή να κατευθυνθεί προς το λιμάνι Μανφρεντόνια. Για να φτάσουμε εκεί χρειάστηκαν 18 ώρες ταξίδι μέσα σε χιονοθύελλα και θαλασσοταραχή.
Όταν φτάσαμε, μας πρότειναν να τεντώσουν ένα συρματόσχοινο με καλάθι για να περάσουμε σε ένα καϊκάκι που ειλικρινά ούτε Ρίο-Αντίρριο δεν μπορούσε να πάει. Ο πλοίαρχος αρνήθηκε! Τους είπε ότι ήμασταν υπ’ ευθύνη του και δεν μπορούσε να μας αφήσει να φύγουμε μέσα σε ένα καλάθι. Παράλληλα, τους ζήτησε να κάνουν κάτι άμεσα γιατί τα σωστικά μέσα του πλοίου του αρκούσαν μόνο για 25 άτομα του πληρώματος, ενώ εκείνη την στιγμή ήμασταν πάνω από 60 επιβάτες. Τότε του έδωσαν εντολή να κατεβούμε στον Τάραντα. Από ότι κατάλαβα, αυτό ήταν πρωτοβουλία του πλοιοκτήτη που μας «αγκάλιασε» και που απηύδησε από την ανικανότητά τους να κατεβάσουν 40 άτομα από ένα καράβι. Έτσι, έδωσε εντολή στον καπετάνιο να πάει στον Τάραντα και να κατεβούμε μόνο σε στεριά.
Όσο για τα ναυτάκια από τις Φιλιππίνες, τι να πω. Όταν κατεβαίναμε από το καράβι τους, έκαναν έρανο-20 άνθρωποι ήταν όλοι κι όλοι- για να μας μαζέψουν 500 ευρώ σαν χαρτζιλίκι. Βλέπω τις φωτογραφίες και συγκινούμαι. Φοράω τα ρούχα τους και τα παπούτσια τους.
Αθηνά Παππά
Ο σύζυγός μου είχε δουλειά στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας και αποφασίσαμε να πάμε μαζί με ένα φιλικό ζευγάρι. Είχαμε κλείσει να φύγουμε με άλλο πλοίο. Μάθαμε ότι θα φεύγαμε με τον Norman Atlantic όταν φτάσαμε στην Ηγουμενίτσα.
Την ώρα που ξέσπασε η φωτιά ήμασταν στην καμπίνα. Ξύπνησε η φίλη μας, είπε στον σύζυγό μου ότι κάτι μύριζε σαν να καίγεται. Στην αρχή νόμιζε κάτι δεν πήγαινε καλά με τον εξαερισμό, μέχρι που κατα τις 5.30 διαπιστώσαμε ότι υπήρχε μεγάλο πρόβλημα.
Ο σύζυγός βγήκε από την καμπίνα και αμέσως γύρισε και μας είπε να ντυθούμε γιατί έβλεπε παντού καπνό. Δεν χτύπησε συναγερμός! Επίσης, δεν υπήρχαν πουθενά οδηγίες. Κατεβήκαμε από το 6ο deck στο 5ο και προσπαθώντας να διαφύγουμε από την αριστερή πλευρά του πλοίου-η δεξιά καιγότανε- κάποιοι επιβάτες μας έδιναν σωσίβια. Ο σύζυγός μου σκέφτηκε να μείνουμε κοντά στη λέμβο.
Στην αρχή θεωρούσαμε ότι θα έσβηνε αμέσως. Δεν περιμέναμε ότι δεν θα μπορούσαν να διαχειριστούν τη φωτιά, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν ούτε ανακοινώσεις ούτε οδηγίες. Φανταστείτε ότι είχαμε πάρει το κλειδί της καμπίνας, πιστεύοντας ότι θα επιστρέφαμε.
Μπήκαμε στην σωστική λέμβο όταν είδαμε το κατάστρωμα να καίγεται κάτω από τα πόδια μας, αν και δεν ήταν εύκολο. Είχε πολύ κύμα με αποτέλεσμα η βάρκα να μετακινείται στον αέρα. Μόλις καταφέραμε να μπούμε πέσαμε αμέσως στο κέντρο, ο ένας επάνω στον άλλον.
Συχνά ακούμε για ασκήσεις ετοιμότητας. Να ξέρετε ότι όλα αυτά είναι μόνο επί χάρτου! Δεν υπήρχε καθόλου ετοιμότητα και καθόλου οργάνωση ώστε να επιβιβαστούμε με τάξη.Δεν ακούσαμε κανέναν να μας λέει στα ελληνικά αν πρέπει να ανησυχούμε, σε ποιο σημείο του καραβιού να πάμε, πού υπάρχουν σωσίβια και λέμβοι κλπ. Επίσης, μπήκαμε στη βάρκα πολύ λιγότεροι από όσους χωρούσε! Δεν ξέρω ποιος πήρε την απόφαση να την κατεβάσει χωρίς να έχει γεμίσει, αλλά φαντάζομαι ότι ήταν κάποιος από το πλήρωμα. Εμείς δεν γνωρίζαμε να την χειριστούμε.
Κάποιοι λένε ότι κατά την επιβίβαση, έπεσαν δύο άνθρωποι στο νερό. Μετά από 10-15 λεπτά ρίξαμε την λέμβο στη θάλασσα και μετά ξεκίνησε το μαρτύριο της αναζήτησης διάσωσης από κάποιο πλοίο.
Δεν υπήρχαν κλάματα. Μόνο φόβος και νεκρά συναισθήματα.
Προσπαθούσαμε να ακούμε τους ανθρώπους του πληρώματος που γνωρίζανε κάποια πράγματα. Μέσα στη βάρκα πηγαίναμε πότε δεξιά και πότε αριστερά για να κρατάμε ισορροπία. Μετά προσπαθήσαμε να ανέβουμε στα πλοία που μας προσέγγισαν για διάσωση.
Στο πρώτο ήταν πολύ δύσκολη η διαδικασία γιατί η βάρκα χτυπούσε επάνω στο πλοίο και άρχισε να ραγίζει. Χάσαμε τη μηχανή και βρεθήκαμε ακυβέρνητοι. Από την ανεμόσκαλα καταφέρανε να ανέβουν με δυσκολία πάνω από δέκα άτομα. Εκεί είδα δύο ανθρώπους να πέφτουν στη θάλασσα. Αφού δεν μπόρεσαν να ανέβουν άλλοι, συνεχίσαμε να είμαστε ακυβέρνητοι μέχρι που μας προσέγγισε ένα καράβι με φιλιππινέζικο πλήρωμα. Είδαμε ότι και σε αυτό δεν μπορούσαμε να ανέβουμε με την ανεμόσκαλα και τελικά έπλεξαν δίχτυ και μας ανέβασαν έναν-έναν. Να τους έχει ο Θεός καλά. Μας έδωσαν ζεστά ρούχα και μας φροντίσανε. Ο καπετάνιος ήρθε και είπε να ανέβουμε στη γέφυρα για να επικοινωνήσουμε με τα σπίτια μας.
Μετά από όλα αυτά, ζητούμε απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα.
Γιατί δεν μας ειδοποίησε κανείς ότι υπήρχε φωτιά στο πλοίο; Είπε ο καπετάνιος ότι όσοι ακούσανε τις οδηγίες του, σωθήκανε. Για ποιες οδηγίες μιλάει; Τρεις ώρες μετά το ξέσπασμα τις φωτιάς, την ώρα που καίγονται τα πόδια σου στο πάτωμα, δεν μπορείς να δίνεις οδηγίες.
Για να έφτασε η φωτιά στις λαμαρίνες του επάνω ορόφου, λογικά είχε ξεκινήσει πολλή ώρα πριν. Γιατί κανείς δεν την αντιλήφθηκε;
Επίσης, ήμασταν στη μέση τεσσάρων χωρών και τελικά υπήρξε τρομερή καθυστέρηση. Γιατί;
Και το αποκορύφωμα είναι ότι η πρεσβεία μας έκανε 4 μέρες να επικοινωνήσει μαζί μας από την ώρα που μας διέσωσαν οι Φιλιππινέζοι! Ο καπετάνιος τους είπε ότι όλοι οι άνθρωποι των υπόλοιπων εθνικοτήτων είχαν επικοινωνήσει με τις πρεσβείες τους. Εμείς με κανέναν!