Είναι γεγονός. Με την έναρξη των μέτρων περιορισμού κυκλοφορίας, της κατάστασης καραντίνας και της οδηγίας περί περιορισμού στο σπίτι οι καταγγελίες για άσκηση ενδοοικογενειακής βίας με θύματα τις γυναίκες αυξήθηκαν δραματικά, παγκοσμίως.
Τα στοιχεία και οι μαρτυρίες από κάθε γωνιά του πλανήτη είναι σοκαριστικά. Στην κινεζική επαρχία Χιουπέι, πρωτεύουσα της οποίας είναι η Ουχάν, οι καταγγελίες στην αστυνομία για έμφυλη βία τριπλασιάστηκαν για τον μήνα Φεβρουάριο φτάνοντας από τις 47 τον Φεβρουάριο του 2019 στις 162 στον αντίστοιχο μήνα φέτος.
Η Adriana Mello, Βραζιλιάνα δικαστικός με ειδίκευση στην ενδοοικογενειακή βία, υπολογίζει ότι στο Ρίο ντε Τζανέιρο η αύξηση κρουσμάτων βίας μέσα στο σπίτι κυμαίνεται μεταξύ 40 και 50%.
Στην Καταλονία τις πρώτες κιόλας ημέρες του lockdown τα τηλεφωνήματα στις γραμμές υποστήριξης των θυμάτων αυξήθηκαν κατά 20% ενώ σε αντίστοιχη γραμμή της Κύπρου η αύξηση ήταν της τάξεως του 30%.
Η ισπανική κυβέρνηση διαβεβαίωσε ότι οι γυναίκες που εγκαταλείπουν το σπίτι για να καταγγείλουν βία εις βάρος τους δεν υπόκεινται στους περιορισμούς κυκλοφορίας. Παρ’ όλα αυτά στις 19 Μαρτίου μια γυναίκα δολοφονήθηκε από τον σύζυγό της μπροστά στα παιδιά της σε παραθαλάσσια περιοχή της Βαλένθια. Η 27χρονη Lorena Quaranta που ήταν γιατρός στην Ιταλία και μάλιστα κατά τη διάρκεια της πανδημίας βρέθηκε στην πρώτη γραμμή, δολοφονήθηκε από τον σύντροφο της επειδή, όπως ομολόγησε ο ίδιος, πίστευε ότι τον κόλλησε κορονοϊό, ενώ ο ίδιος δούλευε στο ίδιο νοσοκομείο μαζί της ως νοσηλευτής.
«Καλώ όλες τις κυβερνήσεις να θέσουν την ασφάλεια των γυναικών σε προτεραιότητα, εξίσου με την πανδημία», τουίταρε στις αρχές Απριλίου ο Αντόνιο Γκουτέρες, γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών.
Όμως είναι σίγουρο ότι τα tweets δεν λύνουν το πρόβλημα και ότι είναι αναγκαίο να εισαχθούν νέοι τρόποι καταγγελίας που θα βοηθήσουν τις γυναίκες να να αναζητήσουν βοήθεια ώστε να προστατευθούν από τους κακοποιητές τους. Σε όλες τις χώρες από τις πρώτες ημέρες φάνηκε ότι οι τηλεφωνικές γραμμές αρκούν, καθώς τώρα πια θύτες και θύματα συνυπάρχουν πολλές περισσότερες ώρες μαζί στο σπίτι. Οι γυναίκες δεν μπορούν να καλέσουν, φοβούνται ότι ο δράστης θα ακούσει το τηλεφώνημα και έτσι πιο ασφαλείς τρόποι πρέπει να είναι διαθέσιμοι όπως τα sms και τα mail.
Κατά τη διάρκεια του lockdown οι φορείς υποστήριξης γυναικών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας λαμβάνουν αγωνιώδη μηνύματα γραμμένα από γυναίκες κλειδωμένες στην τουαλέτα, από γυναίκες που φοβούνται πλέον για την ίδια τους τη ζωή.
Στην Ελλάδα οι κλήσεις στη γραμμή SOS 15900 παρουσιάζουν αύξηση, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων: Τον Μάρτιο, οι συνολικές κλήσεις αυξήθηκαν κατά 16,5%, σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο (454-390 κλήσεις). Οι κλήσεις με χαρακτηρισμό «περιστατικό βίας» είχαν αύξηση 16,4% (325-279), ενώ αυτές που αφορούν αποκλειστικά ενδοοικογενειακή βία κατέγραψαν αύξηση 6,4% (166-156).
Τα μικρότερα, σε σχέση με άλλες χώρες ποσοστά, δεν πρέπει να αποτελέσουν σε καμία περίπτωση εφαλτήριο εφησυχασμού. Καμία γυναίκα δεν πρέπει να ανέχεται τη βία, καμία γυναίκα δεν πρέπει να υπομένει τον κακοποιητή. Επιπλέον η χώρα δεν διαθέτει αξιόπιστη βάση συγκεντρωτικής καταγραφής δεδομένων, από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς απόκρισης στην έμφυλη βία (Συμβουλευτικά Κέντρα, αστυνομία, νοσοκομεία, ΜΚΟ) και άρα αγνοούμε την πραγματική έκταση του φαινομένου.
Η Νατάσα Κεφαλληνού, υπεύθυνη επικοινωνίας του Κέντρου Γυναικείων Μελετών Διοτίμα, αναφέρει ένα περιστατικό που μέχρι να φτάσει η κακοποιημένη γυναίκα στην αυτονόητη προστασία της από τις Αρχές πέρασε από σαράντα κύματα: «Μια εξυπηρετούμενη του φορέα, που λάμβανε τη βοήθεια από την οργάνωσή μας, εν μέσω κορονοϊού υπέστη ξυλοδαρμό, και η ίδια και κάποιοι οικείοι της που προσπάθησαν να την προστατεύσουν από τον πρώην σύζυγο της. Αμέσως μετά το περιστατικό κατέφυγε σε αστυνομικό τμήμα μαζί με τα παιδιά της και τους οικείους της που ήταν μάρτυρες και πληγέντες και θέλησε να κάνει μήνυση, όπως άλλωστε είναι δικαίωμά της σύμφωνα με τον Ν.3500/2006. Οι αστυνομικοί δε δέχτηκαν την μήνυση όπως ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν και δεν κίνησαν τη διαδικασία του αυτοφώρου για τη σύλληψη του δράστη όπως προβλέπει ο νόμος και μάλιστα είπαν στην ίδια και στους συγγενείς της ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι λόγω κορονοϊού, χρησιμοποίησαν δηλαδή ως πρόσχημα τον κορονοϊό μαζί με μια σειρά άλλων προφάσεων που συχνά, δυστυχώς, χρησιμοποιούνται για να αποθαρρύνουν τις γυναίκες. Μετά τη δημοσιοποίηση του περιστατικού επικοινώνησε μαζί μας το γραφείο Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών και μας διαβεβαίωσαν ό,τι θα γίνουν όλα τα αναγκαία και πράγματι η γυναίκα πήγε ξανά στο αστυνομικό τμήμα όπου αυτή τη φορά η μήνυση της έγινε δεκτή. Είναι σημαντική η εξέλιξη αλλά χρειάζεται να φτάσει μια γυναίκα στη δημοσιοποίηση για να γίνει δεκτή η μήνυσή της;».
Πέρα από το συγκεκριμένο περιστατικό που είναι ενδεικτικό των προβλημάτων που τακτικά αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην προσπάθεια τους να καταγγείλουν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας υπάρχει μια ακόμη πτυχή που δείχνει πόσο ακόμη κατακρίνεται το ίδιο το θύμα και πώς δικαιολογείται ο δράστης. Πρόσφατα εξώφυλλο ελληνικής σκανδαλοθηρικής εφημερίδας αναφερόμενο σε γυναικοκτονία έλεγε ότι ο δράστης δεν άντεξε τον εγκλεισμό και τη «στραγγάλισε λόγω καραντίνας».
Η Νατάσα Κεφαλληνού εξηγεί: «Είναι η πάγια τακτική πολλών, όχι φυσικά όλων, μέσων που παρουσιάζουν τα περιστατικά έμφυλης βίας σαν ένα αόριστο φαινόμενο. Δεν σκοτώνει η καραντίνα, σκοτώνουν οι δολοφόνοι, δεν σκοτώνει η συγκατοίκηση αλλά ο σεξισμός, η αντίληψη τοξικών αρρενωποτήτων ότι οι γυναίκες είναι κτήμα τους και μπορούν να τις κάνουν ό,τι θέλουν. Τέτοιου είδους εξώφυλλα συγκαλύπτουν τις αιτίες και σίγουρα ξεπλένουν τους θύτες, χωρίς να παρέχουν καμία υποστήριξη στις επιζώσες».
Είναι πρόβλημα το ότι δεν προβλέπεται στα έγγραφα μετακίνησης η μετάβαση στο αστυνομικό τμήμα για καταγγελία αστυνομικής βίας.»- Νατάσα Κεφαλληνού, Διοτίμα.
Όμως δεν υπάρχουν μόνο τα εξώφυλλα της ντροπής. Υπάρχουν και οι εκστρατείες υποστήριξης των θυμάτων όπως αυτή της φεμινιστικής συλλογικότητας «Καμία Ανοχή» που καλεί στην υπογραφή του petition «Το σπίτι δεν είναι ασφαλές για όλες», μέσω του οποίου απαιτείται άμεση δράση για την έμφυλη ή/και ενδοοικογενειακή βία.
«Οι συνθήκες που προέκυψαν λόγω της πανδημίας καταδεικνύουν ότι για πολλές γυναίκες το σπίτι δεν είναι ασφαλής τόπος. Οι συνθήκες δημιουργούν πρόσφορο έδαφος ώστε οι δράστες να αποκτούν μεγαλύτερο κοινωνικό έλεγχο πάνω στα θύματα και να κλείσουν οι έξοδοι διαφυγής. Παράλληλα, το στρες, ο φόβος, το άγχος για τη βιολογική και οικονομική επιβίωση χρησιμοποιούνται για ακόμη μια φορά από τους θύτες ως δικαιολογία για ακόμη περισσότερη και επικινδυνότερη βία. Η απομόνωση των γυναικών από το υποστηρικτικό τους περιβάλλον και η οικονομική ανασφάλεια αποτελούν παράγοντες αποθάρρυνσης για τις γυναίκες που δεν αισθάνονται ότι μπορούν να σταθούν στα πόδια τους και να φύγουν», τονίζει η Νατάσα Κεφαλληνού.
Και ενώ επικρατούν αυτές οι συνθήκες ποια πρακτικά προβλήματα προκύπτουν; «Είναι πρόβλημα το ότι δεν προβλέπεται στα έγγραφα μετακίνησης η μετάβαση στο αστυνομικό τμήμα για καταγγελίας αστυνομικής βίας. Με τους ξενώνες υπάρχει ζήτημα. Κάποια περιστατικά είναι τόσο ακραία που η γυναίκα πρέπει άμεσα να φιλοξενηθεί σε ξενώνα. Για να γίνει όμως αυτό απαιτούνται ιατρικές εξετάσεις και δυστυχώς, εκτός του ότι οι ξενώνες είναι κατά βάση υπερπλήρεις, τώρα η πρόσβαση δυσχεραίνει λόγω του γενικότερου προβλήματος στη διεξαγωγή ιατρικών εξετάσεων. Ένα ακόμη ζήτημα είναι ότι αυτή τη στιγμή έχουν ανασταλεί τα δικαστήρια συνεπώς μια γυναίκα που φεύγει από το σπίτι και θέλει να πάρει ασφαλιστικά μέτρα και την επιμέλεια των παιδιών, μια γυναίκα δηλαδή που θέλει να κινηθεί νόμιμα δεν μπορεί», απαντά η Νατάσα Κεφαλληνού.
Γι’ αυτό και η Διοτίμα καλεί τη Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας των Φύλων και το Αρμόδιο Υπουργείο να λάβουν άμεσα έκτακτα μέτρα για την υποστήριξη των επιζωσών στην πανδημία. Τι πρέπει να γίνει άμεσα;
Έκδοση διευκρινιστικής οδηγίας από την Ελληνική Αστυνομία για την ελεύθερη μετακίνηση των γυναικών, που επικαλούνται κίνδυνο ενδοοικογενειακής/έμφυλης βίας.
Λειτουργία των Τμημάτων Ενδοοικογενειακής Βίας στην Ελληνική Αστυνομία και οδηγία, ειδικώς για την παρούσα συγκυρία, για την αναζήτηση και σύλληψη των δραστών με τη διαδικασία του αυτοφώρου, καθώς και επιβολή περιοριστικών όρων μη προσέγγισης από την Εισαγγελία.
Θεσμική θωράκιση της προστασίας των γυναικών με τη θεσμοθέτηση και τοποθέτηση εισαγγελέων ενδο-οικογενειακής βίας.
Επίταξη ξενοδοχειακών μονάδων και άλλων χώρων για τη στέγαση των γυναικών που έχουν υποστεί κακοποίηση και είναι αναγκαία η άμεση απομάκρυνση των ίδιων και των παιδιών τους.
Λειτουργία της Γραμμής 15900 με sms και help desk για την άμεση, απρόσκοπτη, ασφαλή επικοινωνία των επαγγελματιών με τις επιζώσες, κατά το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Επιπλέον, η Διοτίμα απευθύνει έκκληση στο υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής & Ασύλου να προχωρήσει στην άμεση αποσυμφόρηση των νησιών, με προτεραιότητα τη μεταφορά στην ενδοχώρα των ευπαθών ομάδων, συμπεριλαμβανομένων των επιζωσών/ντων έμφυλης βίας και άλλων ευάλωτων αιτουσών/ντων άσυλο. Παράλληλα, καλεί όλους τους αρμόδιους φορείς να ενισχύσουν το σύστημα απόκρισης στην έμφυλη βία στον προσφυγικό, όπως και στον ντόπιο, πληθυσμό και να εγγυηθούν την απρόσκοπτη λειτουργία του.
Μια γυναίκα που κάλεσε την αμερικάνικη επείγουσα τηλεφωνική γραμμή για τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας κατήγγειλε ότι ο άντρας της, που έχει συμπτώματα της covid19 της απαγόρευσε να βγει για να αγοράσει τρόφιμα ή άλλα είδης πρώτης ανάγκης με το πρόφαση ότι έτσι μπορεί να διασπείρει τον ιό στην κοινότητα όμως παράλληλα την απείλησε ότι αν αρχίσει να βήχει θα τη διώξει από το σπίτι. Εκείνη πλέον φοβάται ότι αν βγει για τα αναγκαία ο σύζυγός της θα την κλειδώσει εκτός και θα αναγκαστεί να μείνει στον δρόμο.
Εν καιρώ πανδημίας τα διλήμματα είναι πολλά και ο φόβος της επιβίωσης μοιάζει να καταλαμβάνει ολόκληρη την ύπαρξη των θυμάτων που αισθάνονται περισσότερο από ποτέ ότι βρίσκονται σε αδιέξοδο. Όμως η κ. Κεφαλληνού μας υπενθυμίζει ότι «Όλες οι γυναίκες που ζουν σε μια τέτοια συνθήκη έχουν κρυμμένη δύναμη μέσα τους. Τώρα έχει ακόμη περισσότερη αξία να την αναμοχλεύσουν και να τη βρουν. Και ακόμη και σε αυτή την τόσο δύσκολη περίοδο πρέπει να πιστέψουν ότι είναι δυνατόν να ξεφύγουν, ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν ό,τι δυνατότητες προστασίας έχουν. Έχει σημασία να σπάσουν τη σιωπή τους, να επικοινωνήσουν αυτό που ζουν, να το καταγγείλουν και να ζητήσουν τη βοήθεια τους υποστηρικτικού του περιβάλλοντος. Πρέπει να είμαστε δίπλα στις γυναίκες που βιώνουν ενδοοικογενειακή βία, ακόμη περισσότερο από πριν».