Τα παιδιά δεν είναι τόσο αδύναμα όπως νομίζετε. Το παιχνίδι δεν είναι η μόνη τους ασχολία και μπορούν να προσφέρουν πολλά στην κοινωνία για το μέλλον της. Ειδικά όσα παιδιά γεννήθηκαν στον πόλεμο. Ξέρετε πόσα παιδιά στην σημερινή εποχή είναι υπεύθυνα για τις οικογένειές τους; Πόσα παιδιά βρίσκονται πια μακριά από τις αυτές, μόνο και μόνο για να επιβιώσουν; Πόσα από αυτά τα παιδιά έχουν χάσει τους γονείς τους, έμειναν ορφανά και σήμερα καλούνται να είναι υπεύθυνα για τα μικρά αδέρφια τους; Επίσης, πόσα παιδιά υποχρεώνονται να σηκώσουν τα όπλα και να πολεμούν παρά τη θέλησή τους; Τα παιδιά της σημερινής εποχής δεν είναι απλά παιδιά, αλλά άντρες, μαχητές και ανάδοχοι των οικογενειών τους.
Θα σας πω την ιστορία της παιδικής μου ηλικίας: Είμαι ένα παιδί που δεν γνώρισε ποτέ τι σημαίνει παιδική ηλικία, όμως δεν έχασα την ελπίδα ούτε μια στιγμή, παρά τις δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες τις οποίες βίωσα. Γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό στην ύπαιθρο του Qamishli (Khirbetal-Thib). Δεν έμαθα ποτέ τι σημαίνει παιχνίδι, τι σημαίνει χαρά και ακόμη δεν γνωρίζω τι σημαίνει παιδική ηλικία, λες και έχω γεννηθεί σε λάθος εποχή.
Είμαι πια ο νεαρός που με ανάγκασαν η ζωή και ο πόλεμος να εργαστώ από τα δώδεκα μου, για να συντηρήσω την οικογένειά μου, πηγαίνοντας ταυτόχρονα στο σχολείο.
Θυσίασα τα παιδικά μου χρόνια για τον πατέρα μου, τη μητέρα μου, και τα αδέρφια μου, γιατί ο πατέρας μου, που εξασφάλιζε την κάθε μας ανάγκη, έμεινε χωρίς δουλειά λόγω του πολέμου στη Συρία. Έχω δύο ανάπηρα αδέλφια, για τα οποία έπρεπε να εξασφαλίζω ό,τι χρειάζονται, και έναν τρίτο αδελφό που αγνοείται από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος, για τον οποίο δεν γνωρίζει κάνεις τίποτα. Είμαι ο μόνος που βοηθά και στηρίζει την οικογένεια, αν και είμαι ο νεότερος από όλους.
Έπρεπε να κρύψω τα δάκρυα και τη θλίψη μου και να θάψω για πάντα την παιδική μου ηλικία.
Έπρεπε να το κάνω για τον πατέρα μου, τη μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ώστε να μην πέσουν στην ανάγκη κανενός.
Έκανα όλες τις δουλείες που ήταν διαθέσιμες, πήγαινα στο σχολείο το πρωί, δούλευα το μεσημέρι και μελετούσα τη νύχτα.
Ακριβώς έτσι ήταν η ζωή μου, ξέχασα ότι ήμουν παιδί και το μόνο ήθελα ήταν να βλέπω το χαμόγελο στα πρόσωπα των δικών μου και τα κατάφερα παρά τον κόπο και τις δυσκολίες.
Ήμουν χαρούμενος, αλλά ο πόλεμος και η μοίρα δεν με άφησαν να χαρώ έστω και μια τέτοια ζωή. Ο πόλεμος με ανάγκασε να πάρω την απόφαση να φύγω από την χώρα μου και να αφήσω πίσω την οικογένειά μου σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες. Και έτσι, έφυγα στην ηλικία δεκαπέντε ετών.
Αποφάσισα να πάω στην Τουρκία. Όλοι γνωρίζετε πως ο μόνος τρόπος για να το κάνει κανείς είναι να ταξιδέψει παράνομα.
Ακολουθούσα ατέλειωτες διαδρομές, που δεν γνωρίζει κανείς αν θα πεθάνει ή θα ζήσει κατά τη διέλευσή τους. Έκανα τρεις αποτυχημένες απόπειρες για να περάσω στην Τουρκία και τις τρεις με τα πόδια. Περπατούσαμε 6 με 8 ώρες καθημερινά, αλλά οι Τούρκοι στρατιώτες μας έπιαναν κάθε φορά. Χρησιμοποιούσαν βία εναντίον μας, μας χτυπούσαν και ύστερα ακολουθούσε η απέλαση πάλι στη Συρία.
Την τέταρτη φορά κατάφερα να περάσω στην Τουρκία, αλλά η Τουρκία δεν ήταν το τέλος της διαδρομής. Έπρεπε να συνεχίσω μέχρι να φτάσω στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, όπου για άλλη μια φορά έκανα δύο προσπάθειες να περάσω με τα πόδια, αλλά οι Έλληνες στρατιώτες μας έπιασαν και μας έστειλαν πίσω στην Τουρκία.
Κοιμόμασταν στα δάση, τρώγαμε έντομα και περνούσαμε ατέλειωτες νύχτες στο κρύο και κάτω από τη βροχή! Κρυβόμασταν σαν αρουραίοι στις τρύπες, κάτω από τα δέντρα. Ήμασταν σαν τα εμπορεύματα που τα παζαρεύουν πωλητές και αγοραστές. Οι διακινητές έλεγαν ο ένας στο άλλον: «Πόσο παίρνεις για το κομμάτι;». Εμπορεύονται τις ανθρώπινες ζωές όπως τα ζώα.
Στο τέλος δεν είχα άλλη επιλογή από τις «βάρκες του θανάτου» και έτσι αποφάσισα να επιβιβαστώ σε μία για να φτάσω στην Ελλάδα. Ό,τι και να σας πω γι’ αυτή τη βάρκα δεν πρόκειται να αισθανθείτε εκείνο τον φόβο και την φρίκη που ένιωθα, γιατί άλλο να το ακούς και άλλο να το βιώνεις αργά και βασανιστικά.
Ήταν μια παγωμένη νύχτα, γύρω στα μεσάνυχτα, ήμασταν περίπου 25 άτομα σε μια μικρή βάρκα, το μήκος της οποίας δεν ξεπερνούσε τα τέσσερα μέτρα, ανάμεσά μας υπήρχαν πολλές γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι.
Ανεβήκαμε στη βάρκα , εκείνη τη στιγμή δεν σκεφτόμασταν την Ευρώπη ούτε την καλύτερη ζωή, αλλά τον θάνατο, τίποτα άλλο.
Ξεκίνησε η βάρκα να διασχίσει την θάλασσα και δεν ήταν ταξίδι δύο ή τριών ωρών, αλλά κράτησε 6 συνεχόμενες ώρες, όπου ήμασταν συνέχεια στην μέση της θάλασσας και το μόνο που βλέπαμε γύρω μας ήταν τα σκοτεινά και φονικά νερά της. Της ίδιας θάλασσας που κατάπιε χιλιάδες ανθρώπους που επιχείρησαν να τη διασχίσουν πριν από μας.
Κρατούσα το χέρι ενός μικρού κοριτσιού, πού ήταν μόλις τριών ετών, και δεν θα ξεχάσω τα λόγια του, όταν μου είπε: «Θείε φοβάμαι». Δεν ξέρω πώς γνώριζε τον φόβο! Της είπα: «Κλείσε τα μάτια σου, μικρή μου, και προσευχήσου στον Θεό να μην μας συμβεί κακό μέχρι τις 6 το πρωί». Ευτυχώς, φτάσαμε στην Ελλάδα ασφαλείς μετά από 6 ώρες ταξιδιού στη φονική Θάλασσα, αλλά ο δρόμος δεν τελειώνει εδώ.
Αγαπώ πάρα πολύ την Ελλάδα αλλά, λυπάμαι που το λέω, δεν μπορώ να ζήσω σ’ αυτήν, όσο η οικογένειά μου βρίσκεται ακόμη σ’ αυτή την δύσκολη κατάσταση και χρειάζεται την στήριξή μου. Επίσης, η ζωή στην Ελλάδα έχει γίνει πολύ δύσκολη.
Αυτή είναι η ζωή των παιδιών της Συρίας, του Αφγανιστάν, του Πακιστάν, του Ιράκ και όλων των χωρών που υποφέρουν από τον πόλεμο. Είμαστε τα παιδιά του πολέμου. Δεν γνωρίσαμε ειρήνη και δεν ζήσαμε την παιδική μας ηλικία. Μπορεί να είμαστε μικροί στην ηλικία, αλλά ο πόλεμος μας έκανε να φανούμε και να είμαστε μεγαλύτεροι απ’ ό,τι είμαστε πραγματικά.
Ελπίζω να με ακολουθήσει η οικογένειά μου εδώ και εύχομαι να ξανασμίξει το κάθε παιδί σύντομα με την οικογένειά του.
Μουράντ Αγιέντ
‘Η έκδοση του παρόντος φύλλου δημιουργήθηκε και με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ – Παράρτημα Ελλάδας, που χρηματοδοτείται από το Γερμανικό Υπουργείο Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης’.