Είμαστε, ήμασταν ή γίναμε «Παράξενα Πουλιά»; Μας αρέσει αυτή η ταυτότητα ή μας εγκλωβίζει; Έγινε η Ελλάδα, στα χρόνια της Κρίσης, το playground που πραγματοποιούνται κάθε λογής παγκόσμιες φαντασιώσεις ή ενισχύσαμε με τη σειρά μας τα επιβεβλημένα στερεότυπα για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης; Πώς από τον ιστορικά παραδοσιακό φιλελληνισμό φτάσαμε στη δαιμονοποίηση/ ηρωοποίηση της τρέχουσας δεκαετίας;
Αυτά είναι μόνο μερικά από τα πεδία/ ερωτήματα με τα οποία θα ασχοληθεί το διήμερο επιστημονικό συνέδριο «Έλληνες και Άλλα Παράξενα Πουλιά – Πολιτικές και Πολιτισμικές Διαστάσεις του Ελληνικού Εξωτισμού» που διεξάγεται 4-5/7 στην Ελληνοαμερικάνικη Ενωση (Μασσαλίας 22) με ομιλίες από ένα πολύ ευρύ φάσμα συμμετεχόντων (απο μεταδιδακτορικούς ερευνητές σε καταξιωμένους καθηγητές κι απο δημοσιογράφους σε εικαστικούς, αρχιτέκτονες και ποιήτριες).
Για να σας προετοιμάσουμε για προσεκτικά επιλεγμένο (στις δύο κενές μέρες του Μουντιάλ. μην ανησυχείτε δε θα χρειαστεί να μπείτε σε διλήμματα) διήμερο που φιλοδοξεί να μιλήσει για ταυτοτικά ζητήματα με έναν απλό και προσιτό τρόπο, απευθύναμε μερικές ερωτήσεις στον Παναγή Παναγιωτόπουλο, Επίκουρο Καθηγητή Κοινωνιολογίας στο ΕΚΠΑ και μέλος της Οργανωτικής Γραμματείας του συνεδρίου…
Ποιος είναι ο ορισμός-αφετηρία για τον ελληνικό «εξωτισμό» και πού βρίσκεται το σημείο καμπής που του δίνει μόνο αρνητική χροιά; Από μια άποψη, η έλξη για τους Έλληνες ως παράξενα πουλιά και την Ελλάδα ως εξαιρετική περίπτωση του δυτικού πολιτισμού είναι αρκετά παλιά. Σίγουρα έχει ρίζες στο κίνημα του Φιλελληνισμού του 19ου αιώνα, σίγουρα έχει καταγωγικούς δεσμούς με την ανακάλυψη της κλασικής αρχαιότητας και της αθηναϊκής δημοκρατίας. Εντούτοις, αυτή η σταθερή ενασχόληση της Δύσης και των διανοουμένων της με την Ελλάδα έχει και τη δική της εσωτερική ιστορία, διέπεται από κανόνες αλλά κι ασυνέχειες. Για παράδειγμα, ο ελληνικός εξωτισμός της κρίσης, αυτό που επικρατεί σήμερα ως εικονολογία της Ελλάδας, διαφέρει αρκετά από παλιότερες μορφές. Για να το πούμε απλά, οι παλιότερες μορφές φιλελληνισμού αξιοποιούν και κατασκευάζουν μια Ελλάδα ως όργανο των ευρωπαϊκών και αμερικανικών, Δυτικών εντέλει, αναγκών. Η Ελλάδα κατασκευάζεται για να ενσωματωθεί στο δυτικό αφήγημα, με ποικίλους τρόπους. Σήμερα συμβαίνει κάτι αρκετά διαφορετικό. Η Ελλάδα σκηνοθετείται περισσότερο ως μη ανήκουσα στο δυτικό υπόδειγμα. Είναι στην καλύτερη περιπτωση ένα παράδοξο του διαφωτιστικού πνεύματος κι όχι η κοιτίδα του. Και πολλές φορές αξιοποιείται ως δοκιμαστήριο της διάσπασης των στοιχείων ενότητας του δυτικού πλέγματος και των τρόπων ζωής που κυριάρχησαν τους δυο προηγούμενους αιώνες στη Δύση.
Συχνά μπορεί κανείς να νιώσει – και μέσα από την επέκταση της τουριστικής συνθήκης– ως ημιάγριος κι εκτεθειμένος σε ξένα καλοσυνάτα, μα εντέλει αποικιοκρατικά, βλέμματα.
Από ποιο σημείο και μετά σταματά να μας αρέσει να θεωρούμαστε παράξενα πουλιά; Θίγετε το θέμα του αυτοεξωτισμού και της εικόνας που χτίζουμε οι ίδιοι για τον εαυτό μας. Όσο άστοχη θα ήταν η εντύπωση ότι οφείλουμε ή μπορούμε να έχουμε την πλήρη κυριότητα και τον έλεγχο της ταυτότητάς μας (ιδιαίτερα στην εποχή μιας πολιτισμικής υπερπαγκοσμιοποίησης των φθηνών ναύλων και του γρήγορου τουρισμού) τόσο προβληματική είναι η παθητική αποδοχή μιας κάποιας εξαιρετικής ελληνικής ιδιότητας που μας προτείνεται από ένα σύστημα επικοινωνιών κι ένα πλέγμα εξουσιών που λίγο ενδιαφέρεται για το πώς θέλουμε να ζήσουμε εμείς εδώ στην Ελλάδα. Είναι σαφές ότι υπάρχει μια αίσθηση αναδοχής των ταυτοτικών μας χαρακτηριστικών από υπέρτερες δυνάμεις και συχνά μπορεί κανείς να νιώσει – και μέσα από την επέκταση της τουριστικής συνθήκης- ως ημιάγριος κι εκτεθειμένος σε ξένα καλοσυνάτα, μα εντέλει αποικιοκρατικά, βλέμματα.
Στα χρόνια της κρίσης πόσο ενέδωσαν στην αναπαραγωγή εξωτικών παραστάσεων και στερεοτύπων τα ελληνικα μίντια και η ελληνική πολιτική σκηνή οριζοντίως; Τα παραδοσιακά ελληνικά μίντια δεν κατάλαβαν και πολλά από την κρίση, έτσι και αλλιώς. Παρά τις εσφαλμένες εντυπώσεις που κυκλοφορούν, τα ελληνικά μίντια υποστήριζαν εξίσου το μνημόνιο και το αντιμνημόνιο με όρους προβληματικούς και στις δύο περιπτώσεις. Τα (πρώην) εναλλακτικά μέσα όμως συντονίστηκαν περισσότερο με αυτό που κατέληξε να είναι ένας ελληνικός εξωτισμός, και ειδικότερα ένας αθηναϊκός εξωτισμός. Νομίζω όμως ότι ήταν αυτό που ονομάζουμε «αθέλητες συνέπειες της δράσης». Τα freepress και το «υψηλής αισθητικής διαδίκτυο» έφτιαξαν τις προϋποθέσεις μιας εικονολογικής επάρκειας του τόπου που αξιοποιήθηκε από τις πολιτισμικές ελίτ του πλανήτη και τροφοδότησε την εξωτική τους φαντασίωση για την Ελλάδα. Ο στόχος όμως ήταν απλά να προσαρμοστούμε και να ακολουθήσουμε τις τροπικότητες της παγκόσμιας ποπ κουλτούρας. Κατά λάθος, ίσως φτάσαμε να πρωτοπορούμε.
Ο κίνδυνος είναι η μετατροπή μας σε διαρκώς πτωχευμένη και ξεπεσμένη πρώην καπιταλιστική χώρα, το πρόβλημα θα ήταν η ταυτότητα του απροσάρμοστου Άλλου, ο εθνικισμός του ημιάγριου που του πετάνε φυστίκια και τον αγαπάνε επειδή ξέρει να απολαμβάνει την φτώχεια του.
Μπορούμε να θεωρήσουμε τον ελληνικό εξωτισμό ως βασικό καύσιμο δράσης κι αντίδρασης του νεοφασισμού που διαπέρασε την ελληνική κοινωνία φτάνοντας μέχρι το Κοινοβούλιο; Όχι, δεν νομίζω ότι έχει σχέση αυτό. Η ελληνική νεοφασιστική παρουσία είναι τέκνο του αντιμνημονίου – έχει βέβαια και ρίζες σε αντιδραστικές παραδόσεις μέχρι πρόσφατα συγκεκαλυμένες– και όχι του εξωτισμού.
Αυτό του οποίου ένας ανεξέλεγκτος εξωτισμός των παγκόσμιων ελίτ και ο συνοδευτικός αυτοεξωτισμός της εγχώριας ιθύνουσας τάξης μπορεί να γίνει καύσιμο είναι -από εδώ και στο εξής- μια εθνική/λαϊκή αναδίπλωση κι αντίδραση. Αυτή, στα σπάργανά της- δεν είναι απαραίτητα ακροδεξιά. Πολύ εύκολα όμως μπορεί να χειραγωγηθεί από την ακροδεξιά. Είναι καθήκον των δημοκρατικών δυνάμεων, αντί να διαιωνίζουν το παρακμιακό νεοεμφυλιακό τους πάθος, να μεριμνήσουν για τους χαμένους του νέου εξωτισμού. Για να το πω προκλητικά: για εκείνους που δεν περιλαμβάνει η εξιδανικευμένη Ελλάδα του airbnb και του ριζοσπαστικού τουρισμού που κάνει βόλτες στα ερείπια της πόλης.
Αν «η κρίση είναι η νέα κανονικότητα», ο εξωτισμός της κρίσης ήρθε για να μείνει ως βασικό συστατικό μιας νέας εθνικής συνείδησης; Το υπόλοιπο της καταστροφής, κάτι που θα είναι πάντα εδώ σαν ίζημα και τεκμήριο της κρίσης, θα μείνει. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, και θα ήταν άστοχο να φαντάζεται κανείς ότι μπορεί να γίνει αλλιώς. Το ερώτημα είναι αν θα μείνει ως παρακαταθήκη μιας προδιαγραμμένης μιζέριας, αν θα γίνει τραύμα μιας πληγής που δεν επουλώθηκε σωστά, ή αν θα λειτουργήσει ως ανοικτή, ειλικρινή και δημοκρατική μνήμη που θα χωράει όλους. Ο κίνδυνος είναι η μετατροπή μας σε διαρκώς πτωχευμένη και ξεπεσμένη πρώην καπιταλιστική χώρα, το πρόβλημα θα ήταν η ταυτότητα του απροσάρμοστου Άλλου, ο εθνικισμός του ημιάγριου που του πετάνε φυστίκια και τον αγαπάνε επειδή ξέρει να απολαμβάνει την φτώχεια του.