Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η επερχόμενη εκλογική διαδικασία στην Ολλανδία δε θα αποτελούσε σημαντική είδηση, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη και τον κόσμο. Η πολιτική πραγματικότητα όμως σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο έχει αλλάξει άρδην τα δεδομένα, με τα βλέμματα του κόσμου πλέον να στρέφονται στο Άμστερνταμ όπου οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις της χώρας καλούνται να συγκρουστούν με τον λαϊκισμό του ευρωσκεπτικιστή Χερτ Βίλντερς, σ’ ένα ακόμα επεισόδιο στο διεθνές σενάριο που θέλει το λαϊκιστικό ρεύμα να διεκδικεί στα ίσια την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο.
Το πλειοψηφικό ρεύμα τάσσεται υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Ολλανδία αποτελεί ένα κράτος που παραδοσιακά και ιστορικά ανήκει στον πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ήδη από το 1944, η Ολλανδία μαζί με το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο θέσπισαν την πολιτικο-οικονομική ένωση του Benelux (από τα πρώτα δύο γράμματα των ονομάτων των κρατών Belgium, Netherlands, Luxembourg) όπου και θεσμοθέτησαν κανόνες κοινής και ανοιχτής—μεταξύ τους—αγοράς. Πάνω στην εν λόγω πρώτη υπερεθνική συνθήκη επί Ευρωπαϊκού εδάφους στηρίχθηκε και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα —προπομπός της Ευρωπαϊκής Ένωσης—όταν και οι μεγάλες οικονομίες της Δυτικής Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας αποφάσισαν να υιοθετήσουν τις αρχές του ελεύθερου διακρατικού εμπορίου που πρώτες οι μικρές ευρωπαϊκές οικονομίες ακολούθησαν.
Όπως τότε, έτσι και τώρα, ο χαρακτήρας της μικρής Ολλανδικής οικονομίας την υποχρεώνει να βασίζεται στις εισαγωγές. Η ασφαλέστερη πρόβλεψη μιας πιθανής εξόδου της Ολλανδίας από την Ε.Ε.—στα πρότυπα της Μεγάλης Βρετανίας—θα σήμαινε την αποβολή της χώρας από την κοινή αγορά, γεγονός που θα οδηγούσε σε συρρίκνωση της οικονομίας της κατά 10% σε δύο μόλις χρόνια.
Κατά συνέπεια, τόσο η κοινωνία όσο και τα περισσότερα πολιτικά κόμματα—μεταξύ αυτών και το, εδώ και λίγο καιρό, πρώτο στις δημοσκοπήσεις κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα του Πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε—τάσσονται αναφανδόν υπέρ της παραμονής της Ολλανδίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο λαϊκισμός όμως ήρθε για να μείνει
Το—μόλις δέκα ετών—Κόμμα της Ελευθερίας του ακροδεξιού Χερτ Βίλντερς, αν και εσχάτως έχει χάσει λίγη από την άνευ προηγουμένου δυναμική που παρουσίασε, καθώς βρισκόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα στην πρώτη θέση των προβλέψεων των δημοσκόπων, ενδέχεται να κάνει τη μεγάλη έκπληξη σε ένα ίσως τραβηγμένο, αλλά όχι αντιρεαλιστικό σενάριο. Ο Βίλντερς ακολουθεί παρόμοια πορεία με εκείνη της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, υιοθετώντας πολεμική ρητορική απέναντι στην ΕΕ και τους κανόνες της περί ελευθέρου εμπορίου και μετακίνησης πολιτών, ενώ πατώντας πάνω στη ραγδαία αύξηση του Ισλαμικού Ριζοσπαστισμού, έγινε εκφραστής ακραίου ξενοφοβικού και αντι-ισλαμικού λόγου.
Με αυτή τη στρατηγική πέτυχε να συνασπίσει γύρω του το κομμάτι της κοινωνίας που νιώθει αποκομμένο από το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα καθώς και τους ψηφοφόρους οι οποίοι θεωρούν πως τόσο η κεντρική λήψη αποφάσεων στις Βρυξέλλες, όσο και η φύση τους, βλάπτει την Ολλανδία. Λίγα χρόνια πριν, το κόμμα του Βίλντερς θα περιοριζόταν σε περιθοριακό ρόλο στην πολιτική σκηνή της χώρας του, όμως ευτύχησε να ανέβει στο άρμα του λαϊκισμού, βρίσκοντας απροσδόκητους συμμάχους στα πρόσωπα τόσο της Βρετανίδας Πρωθυπουργού, Τερέζα Μέι, όσο και στον νέο Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, προτού όμως ο τελευταίος ανασκευάσει τις δηλώσεις του όσον αφορά την ΕΕ.
Το Ολλανδικό εκλογικό σώμα έχει αποδείξει την τάση του να αποφασίζει την τελευταία στιγμή προς ποια κατεύθυνση θα δώσει την ψήφο του, ενώ σε συνδυασμό με τον ευρωσκεπτικιστικό, ξενοφοβικό και δη ισλαμοφοβικό λόγο του Βίλντερς σε μια εποχή που ο λαϊκισμός αποδεδειγμένα αποτελεί δημοφιλή—και πετυχημένη, εκ του αποτελέσματος—ρητορική μπορεί να φέρει το Κόμμα της Ελευθερίας μέχρι και στην πρώτη θέση.
Η αβεβαιότητα έχει ήδη επικρατήσει, ο λαϊκισμός έχει—μάλλον—ήδη ηττηθεί
Το Ολλανδικό Κοινοβούλιο αποτελείται από 150 έδρες, ενώ παράλληλα το πρώτο κόμμα αναμένεται να επικρατήσει με ποσοστό που θα κυμαίνεται γύρω στο 17%. Με αυτό το δεδομένο, για να σχηματιστεί κυβέρνηση, θα πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους—και κατά συνέπεια τα εκλογικά τους προγράμματα—περισσότερα από τρία κόμματα, ενώ πιθανώς να χρειαστούν και πέντε ώστε να επιτευχθεί η απόλυτη πλειοψηφία των 76 εδρών. Το Κόμμα της Ελευθερίας του Βίλντερς αποκλείεται να βρει συμμάχους στα λοιπά μεγάλα κόμματα καθώς τα προγράμματα και η πολιτική φιλοσοφία τους απέχουν σημαντικά, γεγονός που ορίζει τον σχηματισμό κυβέρνησής του σχεδόν αδύνατο. Παρόλα αυτά όμως ένα διόλου ασήμαντο ποσοστό του εκλογικού σώματος της τάξεως του 20% εμφανίζεται αναποφάσιστο στις δημοσκοπήσεις, άρα δεν αποκλείεται η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων να κρύβει εκπλήξεις.
Η πιθανότητα να εμφανιστεί μια απρόβλεπτη δυναμική «σιωπηλής μειοψηφίας», όπως συνέβη στις αμερικανικές εκλογές με τον Ντόναλντ Τραμπ να διαψεύδει κάθε πρόβλεψη, υπάρχει. Η πολιτική και οικονομική πραγματικότητα όμως στην οποία ανήκει η Ολλανδία, καθώς και το μικρό σε αριθμό εκλογικό σώμα της, καθιστά ένα ενδεχόμενο ολικής ανατροπής των προβλέψεων μάλλον αβέβαιο.
Η κοινωνικά φιλελεύθερη ταυτότητα της Ολλανδικής κοινωνίας
Η Ολλανδία, εκτός από παραδοσιακά φιλοευρωπαϊκό κράτος σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, είναι και ιστορικά φιλελεύθερη σε κοινωνικό επίπεδο. Επρόκειτο ανέκαθεν για μια κοινωνία ανοιχτή στην πολυπολιτισμικότητα, ανεκτική στη διαφορετικότητα—ιδιαίτερα σε θέματα σεξουαλικής ταυτότητας—και ατομικών δικαιωμάτων (πχ. ευθανασία, καύση νεκρών). Μια επιφανειακή ανάλυση θα έκανε λόγο μόνο για την μερική απελευθέρωση της κάνναβης ή την κουλτούρα της ελεύθερης πορνείας, θα ήταν όμως καταστροφικά ελλιπής καθώς η Ολλανδική κοινωνία έχει να περηφανευτεί για άλματα προοδευτισμού πολύ πιο ουσιώδη από τα παραπάνω—αν υποθέσουμε άλλωστε πως και αυτά περιέχουν καθόλου ουσία, με την αποδιδόμενη έννοια—δείχνοντας παράλληλα τον δρόμο σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Πώς είναι λοιπόν δυνατόν μια αμιγώς φιλελεύθερη χώρα να φλερτάρει τόσο έντονα με το τέρας του λαϊκισμού;
Η απάντηση κρύβεται στην ιστορική μετεξέλιξη της Ολλανδικής κοινωνίας, από μια βαθιά συντηρητική και θρησκευτικά καθοδηγούμενη από τον προτεσταντισμό και τον καθολικισμό χώρα, στον Ευρωπαϊκό παράδεισο του φιλελευθερισμού. Ο Βίλντερς, σαν άλλος Τραμπ, δηλώνει ευθαρσώς πως η Ολλανδία αλλοτριώθηκε από τον τρόπο που εξελίχθηκε η κοινωνία της, χρεώνει την αλλοτρίωση στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα, ενώ παράλληλα κάνει μια πονηρή ντρίμπλα βάζοντας και την εξάρτηση από τις Βρυξέλλες στην εξίσωση. Σε μια χώρα λοιπόν η οποία άνθισε κοινωνικά και οικονομικά χωρίς να βασίζεται σε εθνικιστικές κορόνες, ο Βίλντερς ήρθε να τις εμπνεύσει στο κομμάτι του εκλογικού σώματος που επηρεάζεται περισσότερο από τις αλλαγές που φέρνει ο δυσμενης για τη χώρα μακροοικονομικός κύκλος της κρίσης, σε πλήρη εναρμόνιση με την έξαρση και τις επί μέρους νίκες του λαϊκισμού σε διεθνές επίπεδο (BREXIT, εκλογή Τραμπ, άνοδος Γαλλικού Μετώπου), παράλληλα με τη δράση του ριζοσπαστικού Ισλάμ.
Πράγματι, το παιχνίδι παίζεται στην έδρα του Βίλντερς, όπως παιζόταν και στην έδρα του ακροδεξιού Αυστριακού υποψήφιου Νόμπερτ Χόφερ, ο οποίος έχασε την Προεδρεία στο νήμα από τον πράσινο Αλεξάντερ Βαν Ντερ Μπέλλεν. Γιατί; Πολύ απλά διότι η πραγματικότητα του 2017 θέλει πολιτικούς και κόμματα με ακραίο λαϊκιστικό, αντιευρωπαϊκό και γεμάτο μίσος λόγο να διεκδικούν επί ίσοις όροις τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησής, σε κράτη που ανήκουν στην καρδιά του Δυτικού Κόσμου. Οι όροι του παιχνιδιού, επομένως, έχουν ήδη αλλάξει.
Όποιο λοιπόν και αν είναι το αποτέλεσμα, το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα θα δεχτεί άλλο ένα πλήγμα και η πιθανή νίκη του ευρωπαϊσμού δε θα είναι απόλυτη. Μέχρι στιγμής δείχνει να αντέχει γερά. Για πόσο ακόμα όμως, αλλά και με ποιον τρόπο θα αντιδράσει ο φιλοευρωπαϊκός πυρήνας μένει να αποδειχτεί, αρχής γενομένης από το επερχόμενο ταξίδι της Καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ στις ΗΠΑ, όπου θα συναντήσει τον μεγάλο της αντίπαλο, Ντόναλντ Τραμπ.
Η Τουρκία ως απροσδόκητος μπαλαντέρ
Τι διπλωματικό επεισόδιο ανάμεσα στις δύο χώρες έχει αποκτήσει σημαντικές διαστάσεις, καθώς η απαγόρευση εισόδου στον Τούρκο υπουργό εσωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου από τις Ολλανδικές αρχές, με την αιτιολόγηση πως πρόκειται για εκπρόσωπο ενός αυταρχικού καθεστώτος, προκάλεσε ανάλογη αντίδραση. Ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ερντογάν απέκλεισε την Ολλανδική πρεσβεία στην Άγκυρα, με την Ολλανδία να απαντά εκ νέου, απελάυνοντας την Υπουργό Οικογενειακών Υποθέσεων της Τουρκίας, Μπετούλ Καγιά, και διακόπτωντας τις διπλωματικές σχέσεις της χώρας με την Τουρκία εν γένει.
Το ζήτημα προσπάθησε να εκμεταλευτεί ο Βίλντερς, παρουσιάζοντας τον εαυτό και το κόμμα του ως τη μόνη λύση απέναντι στην συνεχώς αυξανόμενη κινητικότητα της Τουρκίας σε διπλωματικό επίπεδο. Το αν και πόσο το εν λόγω περιστατικό θα επηρεάσει το θυμικό των ψηφοφόρων μένει να αποδειχτεί, εάν όμως τείνει την πλάστιγγα προς όφελος του Βίλντερς δεν είναι βέβαιο, καθώς η άμεση και σκληρή στάση της κυβέρνησης του στερεί ίσως το επιχείρημα της χαλαρής αντιμετώπισης τέτοιου τύπου «κιδύνων».
Πόσο αφορά την Ελλάδα η εκλογική διαδικασία
Τυπικά, κάθε εκλογική αναμέτρηση στα πλαίσια της Ε.Ε. αφορά και τη χώρα μας, πόσο μάλλον δε υπό τις παρούσες συνθήκες αβεβαιότητας, με τις διαπραγματεύσεις της Κυβέρνησης με τους ετέρους να έχουν από καιρό οδηγηθεί σε τέλμα. Ομολογουμένως, οι εκλογές στην Ολλανδία δεν έχουν τον αντίκτυπο που θα έχουν οι αντίστοιχες Γαλλικές, πόσο μάλλον δε οι Γερμανικές. Παρόλα αυτά μια πιθανή νίκη του Κόμματος της Ελευθερίας ή των Χριστιανοδημοκρατών θα αποτελούσε αρνητική εξέλιξη για τα συμφέροντα της Ελλάδας, καθώς και τα δύο κόμματα έχουν ταχθεί εναντίον της συνέχισης της οικονομικής βοήθειας προς την αδύναμη Ευρωπαϊκή περιφέρεια.
Όπως σημειώνει ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, Τζέφρι Φρίντεν, πιθανές επιπλέον νίκες ή ακόμα και ραγδαίες αυξήσεις της δύναμης των ευρωσκεπτικιστών κομμάτων στον πυρήνα της Ευρώπης θα οδηγήσουν σε πίεση τα κόμματα εξουσίας, τα οποία θα κληθούν να αναπροσαρμόσουν τόσο τον λόγο τους, όσο και τα προγράμματα τους. Κατά συνέπεια, το αποτέλεσμα θα είναι να τεθούν σε περαιτέρω δυσμένεια τα περιφερειακά αδύναμα κράτη, σαν την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Κύπρο, τα οποία ακόμα βασίζονται στα κράτη του κέντρου ώστε να επιτύχουν τους μακροοικονομικούς στόχους που έχουν θέσει και από τα οποία κεντρικά κράτη άλλωστε ελέγχονται.