Η είδηση πως ο ανέκαθεν πληθωρικός δισεκατομμυριούχος Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε να διεκδικήσει το Ρεπουμπλικανικό χρίσμα δε σόκαρε την Αμερικάνικη κοινή γνώμη όπως σόκαρε μεταγενέστερα τους πολίτες του υπόλοιπου κόσμου. Ο γνωστός σε όλους πλέον Ντόναλντ Τραμπ ήταν ήδη εδώ και πολλά χρόνια ένας από τους πολλούς ιδιόρρυθμους μεγαλοεπιχειρηματίες που συχνά πυκνά προκαλούν με τις δηλώσεις τους ή τις πρακτικές τους, τραβώντας πάντα τα φώτα της δημοσιότητας πάνω τους. Αν όλοι αυτοί μαζεύονταν σε κάποιο σύλλογο τότε ο Ντόναλντ Τραμπ θα ήταν αδιαμφησβήτητα ο επικεφαλής τους, και αυτό συνοψίζει πολλά για το ποιόν τόσο του ανθρώπου Ντόναλντ όσο και της περσόνας Τραμπ.
Ας το δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά. Ο Ντόναλντ Τζ. Τραμπ γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1946 στο Κουίνς της Νέας Υόρκης και είναι ο τέταρτος γιός του Φρεντ και της Μαίρυ Τραμπ. Πήγε σε στρατιωτικό σχολείο -με τις φήμες να θέλουν τους γονείς του να το επιλέγουν ώστε να κατευνάσουν κάπως τον χαρακτήρα του- ενώ σπούδασε οικονομικά στο Wharton School του πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια, μια από τις κορυφαίες οικονομικές σχολές των Η.Π.Α. αποφοιτώντας το 1968 στην καρδιά δηλαδή του πολέμου στο Βιετνάμ. Ο Τραμπ ενώ αρχικά κρίθηκε ικανός να πολεμήσει, απαλλάχθηκε στη συνέχεια λόγω ενός προβλήματος στις φτέρνες.
Έκτοτε ο νεαρός Τραμπ ξεκίνησε τα πρώτα του βήματα στην εταιρία του πατέρα του η οποία μετά από έξυπνες επιχειρηματικές κινήσεις μεγάλωνε συνεχώς επενδύοντας κυρίως στον κτηματομεσητικό τομέα στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Ο Ντόναλντ εστίασε από την αρχή στην αγορά του Μανχάταν η οποία τότε θεωρούταν μακράν η δυσκολότερη στον κόσμο για τους επενδυτές. Εκμεταλλευόμενος την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 70’ και χρησιμοποιώντας τις πολιτικές του διασυνδέσεις απέκτησε πολλά ακίνητα και οικόπεδα τα οποία μόλις είχαν ρευστοποιηθεί σε χαμηλές τιμές, κίνηση που τον κατέστησε εν τέλει τον ανερχόμενο αστέρα στον τομέα. Ο Ντόναλντ, μόλις στα 28 του, γίνεται πρόεδρος την εταιρίας και το 1976 εκτινάσσει τις δραστηριότητες τις επενδύοντας σε τεράστιας αξίας ακίνητα στην περιοχή του Μανχάταν. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα θεωρούταν ως ένας από τους πλέον ριψοκόνδυνους επιχειρηματίες των Η.Π.Α. κάνοντας και νέα ανοίγματα με επιχειρήσεις στους τομείς της εστίασης, της αεροπλοΐας, της διασκέδασης και των ΜΜΕ ενώ πλέον ανελάμβανε και δημόσια έργα. Η παταγώδης αποτυχία του με το Taj Mahal Casino δεν κατάφερε να τον αποτελειώσει ενώ οι κατηγορίες που αντιμετώπισε για διασυνδέσεις με το οργανωμένο έγκλημα όπως και για το «μαϊμού» Trump University είτε δεν έφτασαν ποτέ στα δικαστήρια είτε δεν τον επηρέασαν. Άλλωστε ο Τραμπ δείχνει να πιστεύει ακράδαντα πως κανενός είδους διαφήμιση δε μπορεί να είναι αρνητική. Το αντίθετο.
Ενώ θα περίμενε κανείς έναν τύπο σαν τον Τραμπ να στηρίζει το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, ο Τραμπ από το 2001, όταν και ενέταξε την πολιτική στην καθημερινότητα του έως και το 2009, αμέσως μετά την πρώτη εκλογή του Προέδρου Ομπάμα δηλαδή, στήριζε σταθερά το Δημοκρατικό κόμμα. Μάλιστα, ήταν ένας από τους χρηματοδότες της Χίλαρι Κλίντον όταν εκείνη είχε θέσει υποψηφιότητα για τη Γερουσία. Ο Τραμπ ποτέ δε συμπάθησε τον Ομπάμα, τροφοδοτώντας μάλιστα τη θεωρία συνομωσίας που θέλει τον νυν Πρόεδρο των Η.Π.Α. να μην έχει γεννηθεί σε Αμερικανικό έδαφος, γεγονός που θα τον καθιστούσε ανίκανο να διεκδικήσει την Προεδρεία εξ αρχής. Το 2011 είχε αφήσει να εννοηθεί πως θα διεκδικούσε το χρίσμα απέναντι στον Μιτ Ρόμνι, κάνοντας όμως πίσω την τελευταία στιγμή. Φέτος αποφάσισε να κάνει το βήμα που δίστασε πριν τέσσερα χρόνια καθώς όπως λέει το κεντρικό σύνθημα της εκστρατείας του, «ήρθε η ώρα να κάνουμε την Αμερική σπουδαία ξανά».
Παρότι αρχικά η κίνηση του θεωρήθηκε ασόβαρη και παράλληλα τυπική της περσόνας που έχει χτίσει ανά τα χρόνια, ο Τραμπ ήξερε ακριβώς τι έκανε. Το 2012 θα ήταν αδύνατο να κερδίσει το χρίσμα από το για πολλούς αξιολογότερο στέλεχος του Ρεπουμπλικάνου κόμματος, Μιτ Ρόμνι. Το 2016 όμως οι αντίπαλοι του στερούνται ανάλογου ειδικού βάρους ενώ ο λαϊκίστικός του λόγος ταιριάζει γάντι στις τωρινές συνθήκες. Ο Τραμπ είναι φτιαγμένος από το κράμα πολιτικού -που τόσο καλά γνωρίζουμε στην Ελλάδα- που μπορεί να υποσχεθεί στους πάντες τα πάντα και ακόμα περισσότερα απλώς και μόνο για να ανέλθει στην εξουσία.
«όταν κάποια ομιλία μου είναι βαρετή τότε θα πω και για τον τοίχο που θα χτίσω στα σύνορα με το Μεξικό, για να ανάψουν λίγο τα αίματα»
Στην Αμερική υπάρχει ο όρος “establishment candidate” που ορίζει τον υποψήφιο του οποίου οι θέσεις κινούνται αμιγώς εντός των κομματικών ορίων ενώ παράλληλα αποτελεί παραδοσιακό μέλος του κόμματος και χαίρει της εκτίμησης των υπολοίπων στελεχών. Ο Τραμπ απέχει έτη φωτός από τον συγκεκριμένο προσδιορισμό όσο και αν αρέσκεται να αποκαλεί τον εαυτό του «συντηρητικό Ρεπουμπλικάνο». Όπως όμως συμβαίνει -σε μικρότερη κλίμακα ελέω Χίλαρι Κλίντον– και στο Δημοκρατικό κόμμα με τον Μπέρνι Σάντερς, έτσι και στο Ρεπουμπλικανικό, οι ψηφοφόροι παρουσιάζονται κουρασμένοι από τους υποψηφίους του κομματικού κατεστημένου, γεγονός που χαρίζει στον Τραμπ την μια πολιτεία μετά την άλλη.
Άλλωστε ο μεγαλοεπιχειρηματίας Τραμπ ξέρει να κάνει πωλήσεις καλύτερα από τον καθένα. Αλλάζοντας τα παλιά πιστεύω του σε μείζονα θέματα όπως οι εκτρώσεις και η κοινή κοινωνική ασφάλιση, υιοθετώντας σκληρή ρητορική όσον αφορά την εξωτερική πολιτική και την παράνομη μετανάστευση, εκστομίζοντας ένα σωρό λαϊκιστικές ασάφειες και υποσχόμενος ανεδαφικά πράγματα όπως η ραγδαία αύξηση του κατώτατου μισθού, ο Τραμπ έχει στήσει έναν κατάλογο αυθεντικών και μη απόψεων, ικανών να αντηχήσουν ευχάριστα στο μέσο υπερσυντηρητικό ψηφοφόρο. Ο αδίστακτος Τραμπ δεν έχει ντραπεί να πει πως «όταν κάποια ομιλία μου είναι βαρετή τότε θα πω και για τον τοίχο που θα χτίσω στα σύνορα με το Μεξικό, για να ανάψουν λίγο τα αίματα». Οι προκριματικές εκλογές στις Η.Π.Α. είναι ένα σόου, όπου ο Τραμπ δεν έχει αντίπαλο. Προσβάλλοντας τους συνυποψηφίους του και παρασέρνοντας τους στο γήπεδο του ανέπτυξε μια πολύ μεγάλη για να ανακοπεί εύκολα δυναμική ενώ τις όποιες κατηγορίες του προσάπτουν ενδοκομματικοί και μη αντίπαλοι έχει καταφέρει να τις χρησιμοποιήσει προς όφελος του.
Ο Τραμπ δεν πουλάει μόνο τις πολιτικές του θέσεις, είτε αυτές τις πιστεύει είτε όχι. Ο Τραμπ πουλάει κυρίως τον εαυτό του, την εικόνα του, το γραφικότατο μαλλί του σε συνδυασμό με τον λαϊκίστικο και συχνά γεμάτο μίσος λόγο του. Και το κάνει καλύτερα από τον καθένα. Μόνο ο Τραμπ θα μπορούσε να φέρει τον Ντόναλντ ένα βήμα πριν την κατάκτηση του χρίσματος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.
Κάτι τέτοιο όμως είναι πολύ δύσκολο να συμβεί, ακόμα και με το τεράστιο προβάδισμα του Τραμπ σε σχέση με τον δεύτερο Τεντ Κρουζ να ανοίγει συνεχώς. Με πρωτοστάτη τον Μιτ Ρόμνι και κρυφό άσσο τον έτερο υποψήφιο για το χρίσμα Τζον Κέηζικ, ο πυρήνας του Ρεπουμπλικανικού κόμματος αντεπιτίθεται εν όψει της Εθνικής Συνδιάσκεψης του Ιουλίου. Το ιστορικό Ρεπουμπλικανικό κόμμα δεν είναι πια το κόμμα του Αβραάμ Λίνκολν και του Τέντυ Ρούζβελτ αλλά πολύ δύσκολα θα γίνει το κόμμα του Ντόναλτ Τραμπ. Για το τι ακριβώς ισχύει και τι πιθανώς πρόκειται να συμβεί θα αναφερθούμε στη συνέχεια εκτενώς.