Πολύ μελάνι έχει ήδη χυθεί για την διακοσαετή επέτειο της ελληνικής επανάστασης, η οποία γιορτάζεται με λαμπρότητα και υμνείται με διάφορες επίσημες εκδηλώσεις. Επιστημονικές μελέτες και δημόσιες συζητήσεις, κυρίως ιστορικών, εστιάζουν σε ερωτήματα όπως: Πώς γεννήθηκε το ελληνικό κράτος; Υπό ποιες συνθήκες; Τι συμβαίνει με τον ελληνικό εθνικισμό; Ποια η σχέση της ελληνικής με τις άλλες επαναστάσεις της εποχής;
Ωστόσο μια νέα πρωτοβουλία, ένα κάλεσμα στη πραγματικότητα με τίτλο dëcoloиıze hellάş – Να απο-αποικιοποιήσουμε την Hellas – ασχολείται και με μια σειρά από άλλα θέματα και βάζει νέα ερωτήματα. Τι σχέση έχει, για παράδειγμα, η Ελλάδα με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία; Είμαστε ένα άγιο, αθώο έθνος-κράτος που «κάνει καλό σε όλους»; Μήπως η ελληνική επανάσταση είναι η αρχή μιας αιματηρής ιστορίας στην περιοχή που κρατάει 200 χρόνια τώρα; Πόσο μας αφορούν κοινωνικά κινήματα, όπως το Black Lives Matter ή επαναστάσεις και εξεγέρσεις από τη Νότια Αμερική μέχρι την Παλαιστίνη σήμερα;
Ακτιβιστές από όλο τον κόσμο προσπαθούν να αποδομήσουν το δυτικό οικοδόμημα του φυλετικού καπιταλισμού που έχει χτιστεί στις πλάτες των «κολασμένων της γης». Εμπνευσμένη από αυτούς τους αγώνες, η πρωτοβουλία «Να απο-αποικιοποιήσουμε την Hellas» προτάσσει την επείγουσα επανεξέταση της σχέσης της νεότερης Ελλάδας με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Επιδιώκει να εκθέσει ό,τι πυροδοτεί φαινόμενα οριενταλισμού, βαλκανισμού, ξενοφοβίας, ρατσισμού και σεξισμού. Φιλοδοξεί να φέρει στο επίκεντρο της συζήτησης το διαμορφωτικό ρόλο που διαδραμάτισε η «Hellas» στο ευρωπαϊκό αποικιακό σχέδιο.
Τέσσερα από τα πέντε ιδρυτικά μέλη του dëcoloиıze hellάş – η Σίσσυ Θεοδοσίου, κοινωνική ανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, δεν μπόρεσε να παραβρεθεί – μίλησαν στην Popaganda για το τι σημαίνει «Να απο-αποικιοποιήσουμε την Hellas». Οι Δέσποινα Λαλάκη, Πηνελόπη Παπαηλία, Φωτεινή Τσιμπιρίδου και Νικόλας Κοσματόπουλος απάντησαν στα παραπάνω ερωτήματα, ενώ έθεσαν ακόμη περισσότερα στο τραπέζι.
Το καλοκαίρι του 2020 ξεκίνησαν οι συζητήσεις μεταξύ των μελών που οδήγησαν στην ίδρυση της πρωτοβουλίας dëcoloиıze hellάş. Οι αφορμές ήταν δύο.
«Εκείνο το καλοκαίρι, το κίνημα του Black Lives Matter ήταν ιδιαίτερα δυναμικό στις ΗΠΑ και συνδέθηκε με διαμαρτυρίες σε πολλά σημεία του κόσμου εναντίον της ολέθριας κληρονομιάς της αποικιοκρατίας, της δουλείας, του φυλετικού καπιταλισμού. Γινόταν κάτι προφανώς πολύ σημαντικό αλλά και εμπνευστικό. Εδώ στην Ελλάδα όμως υπήρχε η αίσθηση ότι αυτό που γινόταν δεν μας αφορά άμεσα. Αφορά τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη βόρεια Ευρώπη. Από την άλλη, πλησίαζε η επέτειος για τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση και αναρωτιόμασταν πως θα γίνει ο εορτασμός του ‘21 και αν θα γίνει μια κριτική ανάλυση των θεμάτων που αφορούν το έθνος-κράτος σήμερα. Το δυτικό μοντέλο του έθνους-κράτους είναι και αυτό μια αποικιοκρατική τεχνολογία, εμπεδώνει τις φυλετικές διακρίσεις, τον φυλετικό καπιταλισμό, τη παγκόσμια λευκή υπεροχή», δήλωσε η Πηνελόπη Παπαηλία, Ελληνοαμερικανίδα ανθρωπολόγος που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας και ασχολείται στην ερευνά της με την πολιτική της ιστορίας, την πολιτισμική μνήμη και τις σπουδές του θανάτου. «Το ’21 έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο από ιστορική αλλά και ανθρωπολογική και κοινωνιολογική σκοπιά. Για εμάς που μελετάμε το παρόν, το ‘21 έχει σημασία. Θεωρούμε ότι αν – όπως λένε – η κατανόηση του παρόντος απαιτεί μια γνώση του παρελθόντος, το αντίστροφο ισχύει επίσης. Χρειαζόμαστε μια ιστορία του παρόντος. Άρα, καταλάβαμε ότι ήταν μια πολύ σημαντική στιγμή».
Είναι μια τεράστια μαύρη τρύπα στην ιστορία του ελληνικού εθνικισμού.
«Πέρα από τους επίσημους εορτασμούς και τις πανηγυρικές δηλώσεις, υπήρχε μια αίσθηση διαμαρτυρίας και κριτικής αντιμετώπισης της επετείου του ‘21 και πήραμε έμπνευση από το Black Lives Matter, γιατί θεωρούμε ότι το πλαίσιο της αποικιοκρατίας μπορεί να φωτίσει πλευρές της ελληνικής ιστορίας αλλά και του εθνικού παρόντος», υπογράμμισε ο Νικόλας Κοσματόπουλος, ανθρωπολόγος και διδάσκων στα Τμήματα Πολιτικής και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο της Βηρυτού. Η έρευνά του αφορά κυρίως τη Μέση Ανατολή και το πως οι παγκόσμιοι θεσμοί και οργανισμοί βλέπουν την περιοχή και τα ζητήματα βίας και ειρήνης εκεί. «Εδώ υπάρχει μια άρνηση ότι εμείς δεν αποικήσαμε, ούτε αποικηθήκαμε, οπότε δεν σχετιζόμαστε με αυτό. Είναι μια τεράστια μαύρη τρύπα στην ιστορία του ελληνικού εθνικισμού».
Η ιδέα που ενώνει την κολεκτίβα είναι ότι «δεν φτάνει πια να κάνουμε κριτική του έθνους και του εθνικισμού, χωρίς να το βάλουμε σε ένα πλαίσιο σε σχέση με την αποικιοκρατία και τις διαιρετικές τεχνολογίες της στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο, δηλαδή στην ευρύτερη περιοχή των γειτόνων μας πέρα από τα ελληνικά σύνορα» συμπλήρωσε η Φωτεινή Τσιμπιρίδου, Κοινωνική ανθρωπολόγος από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, η οποία δραστηριοποιείται ερευνητικά στον βορειοελλαδικό και βαλκανικό χώρο, την Τουρκία και τη Μέση Ανατολή.
Υπάρχει μια αμφίδρομη και αμφίσημη σχέση ανάμεσα στο ελληνικό έθνος-κράτος και τις αποικιακές γενεαλογίες της Ευρώπης, σύμφωνα με την Δέσποινα Λαλάκη, ιστορικό-κοινωνιολόγο που διδάσκει στο City University of New York, η οποία τονίζει ότι αυτό που λέμε “Hellas” έχει παίξει διαμορφωτικό ρόλο στο ευρωπαϊκό ηγεμονικό σχέδιο, από την μια μεριά, ενώ από την άλλη η “Hellas”, μια κατασκευή της ευρωπαϊκής νεωτερικότας βρίσκεται στη βάση της ύπαρξης της σύγχρονης Ελλάδας.
Πιο συγκεκριμένα, «μια σειρά από ιδέες, πρακτικές, αισθητικές επιλογές και ιεραρχίες που έχουν ταυτιστεί με την κλασσική αρχαιότητα έχουν χρησιμοποιηθεί για να νομιμοποιήσουν την ευρωπαϊκή ηγεμονία και επεκτατισμό αλλά και το ίδιο το ελληνικό έθνος-κράτος», όπως επισημαίνει η Δέσποινα Λαλάκη, η οποία μελετάει την διαλεκτική σχέση ιδεολογικής ηγεμονίας Ελλάδας-Αμερικής και τους τρόπους με τους οποίους οι Αμερικανικές πολιτικές του οικονομικού φιλελευθερισμού και της καπιταλιστικής δημοκρατίας έχουν επενδύσει συμβολικά σε αυτό που λέμε Hellenism. «Τα κλασσικά και νέο-κλασσικά μνημεία και ερείπια, από την Ελλάδα και τη Γερμανία ως τις Η.Π.Α. αλλά και τις πρώην αποικίες τους διηγούνται ακριβώς αυτή την ιστορία, όπως και η ηγεμονική θέση της αρχαιολογίας, ιδιαίτερα της κλασσικής αρχαιολογίας, ανάμεσα στις άλλες ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες».
Το dëcoloиıze hellάş φαίνεται να στοχεύει σε μια συστηματική κριτική και αντιπαράθεση με την επίσημη και καθαγιασμένη ιστορία του έθνους-κράτους. Ένας δεύτερος στόχος είναι η σύνδεση της ακαδημαϊκής κουλτούρας με την ακτιβιστική δράση. Τα κοινωνικά κινήματα και οι φεμινιστικές πρωτοβουλίες εγείρουν ζητήματα και μεθοδολογίες που προτάσσουν τη διαθεματική δράση, λόγω φύλου, φυλής, κουλτούρας, περιοχής.
Το dëcoloиıze hellάş, όπως αναφέρει η Φωτεινή Τσιμπιρίδου, «παρακολουθεί και συνομιλεί με στοχαστές και ακτιβιστές που όχι μόνο τονίζουν την γνωσιοκτονία των ιθαγενών πληθυσμών λόγω της αποικιοκρατίας στην Λατινική και Νότια Αμερική, αλλά αναδεικνύουν τρόπους και μεθοδολογίες για νέες επιστημολογίες, όπως οι επιστημολογίες του Νότου. Οι τελευταίες ανοίγουν τον δρόμο επαναθεώρησης των δικών μας αποσιωποιημένων κοσμολογιών που περιέχουν οικειότητες συνύπαρξης μέσα στην ετερογένεια του βαλκανικού και μεσογειακού χώρου, πριν τις διαιρετικές τεχνολογίες και φασιστικές νοοτροπίες ταξινόμησης των πληθυσμών που επέβαλε η αποικιοκρατία». Παράλληλα, συνεχίζει η Φωτεινή Τσιμπιρίδου, «η σύμπραξη με τα κοινωνικά κινήματα μας ανοίγει δρόμους για την ισότητα και τη δικαιοσύνη, ξεκινώντας από τα πρώτα τη τάξει αποικιοποιημένα θηλυκά σώματα, αλλά και ανακαλύπτοντας χαμένες τεχνικές και γνώσεις για πιο αυτόνομη επιβίωση και απεξάρτηση από την καπιταλιστική απαλλοτρίωση γης, τεχνικών και γνώσεων επιβίωσης».
«Αναζητάμε μια πιο άμεση σύνδεση με το ευρύτερο κοινό, επιδιώκουμε μια διεύρυνση εκτός της Ακαδημίας», τόνισε και η Δέσποινα Λαλάκη.
«Περάσαμε μια επέτειο, στην οποία εκδόθηκαν πολλά βιβλία, έγιναν πολλές εκπομπές και συζητήσεις για το ελληνικό κράτος σε σχέση με διάφορα φαινόμενα: διαφωτισμός, επανάσταση, εθνικισμός, λαϊκή κυριαρχία, ανεξαρτησία, συνταγματικό δίκαιο και άλλες μεγάλες έννοιες. Κι όμως, η αποικιοκρατία ως συγκείμενο, ως συμφραζόμενο παρόλο που ήταν ένα πολύ κεντρικό φαινόμενο την εποχή της ίδρυσης του ελληνικού κράτους, δεν υπήρξε καθόλου στις κεραίες της δημόσιας συζήτησης. Θεωρούμε ότι αυτό είναι ένα μεγάλο έλλειμμα για την κατανόηση της ταυτότητάς μας, του πως γεννήθηκε το ελληνικό έθνος, υπό ποιες συνθήκες, πώς επηρεάστηκαν οι πρακτικές των επαναστατών και ο κρατικός ηγεμονικός λόγος, ποιος ήταν ο ρόλος των φιλελλήνων και των Μυστικών», δήλωσε ο Νικόλας Κοσματόπουλος.
«Αν το κάνεις αυτό, ξαφνικά έχεις ένα διαφορετικό αφήγημα, ενώνεις τις κουκίδες μεταξύ τους και προκύπτει μια εντελώς διαφορετική ιστορία, η οποία αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα δεν λέγεται καθόλου, για πολύ συγκεκριμένους λόγους».
«Είναι πολλά τα νήματα που μπορεί κανείς να ξετυλίξει και που συνδέουν την αποικιοκρατία με την σύγχρονη Ελλάδα», εξηγεί η Δέσποινα Λαλάκη, «οικονομικά, πολιτικά, πολιτιστικά». Ένα από τα θέματα στα οποία η πρωτοβουλία εστιάζει είναι, για παράδειγμα, οι σχέσεις της ελληνικής εμπορικής τάξης με τις χερσαίες και θαλάσσιες αποικιακές οικονομίες του παρελθόντος αλλά και η σχέση της σήμερα με διάφορες μετα-αποικιακές πρακτικές πρωτογενούς συσσώρευσης κεφαλαίου, όπως μπορεί κανείς να διαβάσει και στην ιστοσελίδα του dëcoloиıze hellάş. «Σε επίπεδο πολιτικό επίσης», προσθέτει η Δέσποινα Λαλάκη, «μπορεί κανείς να αναλογιστεί το ρόλο της ελληνικής διανόησης και αυτών που σήμερα ονομάζουμε «ειδικούς» οι οποίοι μέσα από διάφορα διεθνή δίκτυα, ήδη από τον 19ο αιώνα έως και σήμερα, έχουν διαμορφώσει και διαμορφώνουν τους όρους μετακίνησης εμπορευμάτων, πληθυσμών αλλά και ανταλλαγής ιδεών».
«Όταν μιλάμε για απο-αποικιοποίηση μιλάμε επίσης και για την απο-αποικιοποίηση των επιστημών μας», προσθέτει η Πηνελόπη Παπαηλία. «Από τη μία, η εθνική διάσταση της ιστοριογραφίας δυσκολεύει την ανίχνευση των ιχνών των ιστορικών ανταλλαγών και διαδικασιών (δουλεμπόριο, ναυτιλία, μετανάστευση, ακτιβισμός και επανάσταση) που απλώνονται σε όλο τον κόσμο. Από την άλλη, στην υπηρεσία της αποικιοκρατίας, οι επιστήμες μας – εδώ φυσικά μιλάμε και για την ανθρωπολογία – έβαλαν το παρελθόν, όπως και τον Άλλον, πίσω από μια «βιτρίνα». Ξεχώρισαν το παρελθόν από το παρόν. Από την οπτική μιας ιστορίας του παρόντος, το πιο κραυγαλέο σημείο σε σχέση με την ίδρυση του ελληνικού κράτους – και είναι κάτι για το οποίο δεν ακούσαμε πολλά φέτος – είναι η εθνοκάθαρση που ακολουθεί. Γιατί δεν έπρεπε να έχουμε Εβραίους, Τούρκους, άλλες γλώσσες, άλλες θρησκείες εκτός από τον Χριστιανισμό στο νέο έθνος-κράτος», συνέχισε η Πηνελόπη Παπαηλία.
Το πιο κραυγαλέο σημείο σε σχέση με την ίδρυση του ελληνικού κράτους – και είναι κάτι για το οποίο δεν ακούσαμε πολλά φέτος – είναι η εθνοκάθαρση που ακολουθεί.
«Πώς θα άλλαζε η κουβέντα αν βάζαμε στο κέντρο της συζήτησης για την Επέτειο τη σφαγή της Τριπολιτσάς του 1821, τη σφαγή χιλιάδων Μουσουλμάνων και Εβραίων της πόλης, και ακολουθούσαμε το νήμα αυτό μέσα στο χρόνο για να συναντήσουμε τις πολλές έρευνες που έχουν κάνει ανθρωπολόγοι και συνάδελφοι ιστορικοί για μειονότητες, για τον ρατσισμό στην Ελλάδα του σήμερα, κτλ. Η μισαλλοδοξία και βία απέναντι σε μη-χριστιανούς πάντως – μέσα από μια αποικιακή θεωρία – δεν είναι παθολογία του ελληνικού εθνικισμού, αλλά δείγμα εκμάθησης της λογικής των Ευρωπαίων. Εδώ είναι που συναντάμε την ανάγκη για απο-αποικιοποίηση του εθνικού αφηγήματος».
Η μισαλλοδοξία και βία απέναντι σε μη-χριστιανούς δεν είναι παθολογία του ελληνικού εθνικισμού, αλλά δείγμα εκμάθησης της λογικής των Ευρωπαίων.
Το πρόβλημα είναι το ίδιο το έθνος-κράτος, κατά την Δέσποινα Λαλάκη, το οποίο ορίζει ποιοι είναι οι πολίτες, ο λαός, με όρους πολιτιστικούς, μια λέξη που κρύβει άλλες κατηγορίες από πίσω, όπως το φυλετικό. «Κατά βάση, αν και ιστορικά οι διάφοροι εθνικισμοί προώθησαν το αίτημα της λαϊκής κυριαρχίας όταν ήρθε η ώρα να ορίσουν ποιος είναι αυτός ο λαός, αυτό έγινε με όρους εθνοτικούς, δηλαδή με βάση κριτήρια γλωσσικά, θρησκευτικά, φυλετικά. Ακόμη και σε έθνη-κράτη που ισχυρίζονται ότι τα κριτήρια συμμετοχής στην συλλογική ταυτότητα είναι πολιτικά, όπως για παράδειγμα οι Η.Π.Α., στην πραγματικότητα η ύπαρξη πολιτιστικών, φυλετικών κ.τ.λ. ιεραρχιών εντός του ίδιου του έθνους αναιρούν την έννοια της συλλογικότητας δημιουργώντας μια σειρά από μειονότητες, όπως χαρακτηρίζουμε τους πληθυσμούς που ιστορικά δεν μετέχουν στον κυρίαρχο εθνικό πολιτισμό, την κυρίαρχη φυλή, θρησκεία, κτλ.».
Η Φωτεινή Τσιμπιρίδου επισημαίνει και βιωματικά πια, καθώς γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κομοτηνή, το πως «το έθνος-κράτος παίζεται στη συνοριακή μεθοριακή ζώνη της βόρειας Ελλάδας, μια περιοχή που έγινε εργαστήριο εφαρμογής αποικιοκρατικών τεχνολογιών, όπως συνέβη με την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης το 1923. Η εφαρμογή της τελευταίας γέννησε διαχωρισμούς, φυλετικές, θρησκευτικές και ταξικές διακρίσεις, οι οποίες έγιναν στο όνομα της γλώσσας, της θρησκείας, της φυλής και της κουλτούρας. Εμείς προσπαθούμε και θα πρέπει να αναδείξουμε τους τρόπους εφαρμογής της αναγκαστικής μετανάστευσης, της καταστολής των μειονοτικών πληθυσμών και τις συνέπειες αυτής της αποικιοκρατικής συμμόρφωσης και γνωσιοκτονίας που εφαρμόστηκε στους τοπικούς και τους μειονοτικούς πληθυσμούς από ένα κράτος χωρίς αποικιοκρατία».
Τα νέα έθνη-κράτη οριοθετούν την “καλή, πολιτισμένη Δύση και Ευρώπη” και τον “κακό, βάρβαρο” υπόλοιπο κόσμο.
«Μιλάμε για την περίοδο που περνάμε από τις αυτοκρατορίες – η Οθωμανική είναι μια από τις τελευταίες – και τον απολυταρχισμό των μοναρχιών, στο έθνος-κράτος, μια νέα χειραφετητική διαδικασία, η οποία βέβαια, μαζί με μια φιλελεύθερη οπτική που εισάγει, προωθεί και μια σειρά από νέους διαχωρισμούς τόσο στο εσωτερικό του, όπως είπα παραπάνω, όσο και εξωτερικά» εξηγεί η Δέσποινα Λαλάκη. «Τα νέα ευνομούμενα έθνη-κράτη του δυτικού κόσμου βασισμένα στις ιδέες της ατομικής ελευθερίας, των πολιτικών δικαιωμάτων, της ελευθερίας του τύπου αλλά και της θρησκευτικής ελευθερίας, του εμπορίου και της ιδιοκτησίας αναγνωρίζουν «κοινότητες ελευθέρων» και μη, βάζοντας μια σειρά από ρήτρες αποκλεισμών οριοθετώντας την “καλή, πολιτισμένη Δύση και Ευρώπη” και τον “κακό, βάρβαρο” υπόλοιπο κόσμο», συμπληρώνει η Δέσποινα Λαλάκη. “Στον 20ο αιώνα ο φιλελευθερισμός θα γίνει συνώνυμος με την δημοκρατία και θα γίνει ο νέος Δούρειος Ίππος μιας σειράς νέο-αποικιακών πρακτικών. Και σε αυτή τη φάση η παράδοση που συνδέεται με αυτό που λέμε Hellas και Hellenism εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο».
«Πολλές μελέτες που έχουν εκδοθεί για το ‘21, ακόμη και με αριστερή οπτική, τείνουν να κανονικοποιήσουν εγκλήματα της εποχής, ορίζοντάς τα ως αναγκαία κακά ή ως παράπλευρες απώλειες του πολέμου αντίπαλων εθνικισμών, και της ανάδειξης της αστικής τάξης της συγκεκριμένης ιστορικής προόδου. “Ήταν πόλεμος, τι να κάνουμε;”», λέει ο Νικόλας Κοσματόπουλος, ο οποίος καταδεικνύει πως οι διακηρύξεις των επαναστατών περιείχαν καλέσματα στην βάση της θρησκευτικής ομογενοποίησης και φυλετικής διαφοροποίησης από τους μισάνθρωπους Ασιάτες (βλ. Υψηλάντης) αναπαράγοντας, στην ουσία, τον διαχωριστικό, ηγεμονικό και ρατσιστικό λόγο της αποικιοκρατίας. «Στον Θούριο του Ρήγα, στους υπόλοιπους στίχους που δεν είναι γνωστοί στο κοινό, ούτε διαβάζονται στο σχολείο, υπάρχουν καλέσματα για μια εξέγερση, κάτω από το σύμβολο του σταυρού κι όχι μόνο στο όνομα του έθνους. Στην σημερινή ανάγνωση της επανάστασης, για τους αστούς ήταν η εθνική καταπίεση, για τους αριστερούς η κοινωνική καταπίεση. Αναδεικνύοντας την θρησκεία ως βασικό πλαίσιο διαχωρισμού και προσθέτοντας την μη ανοχή σε αλλόθρησκους κάνουμε την σύνδεση με την αποικιοκρατία πιο αυτονόητη».
Το ζήτημα της φυλής και της λευκής υπεροχής, η πρωτοβουλία dëcoloиıze hellάş θεωρεί ότι είναι επίσης κεντρικό. «Είναι ακόμη μια απειλητική συζήτηση στην ελληνική κοινωνία. Από τη μία, δεν ήμασταν δουλέμποροι, δεν είχαμε φυτείες και από αυτό συνάγεται ότι το σχετικό φυλετικό αφήγημα δεν μας αφορά. Από την άλλη, θεωρείται δεδομένο ότι είμαστε «λευκοί» και παρότι αυτό μπορεί να αμφισβητείται από άλλους, ιδιαίτερα στην περίπτωση των Ελλήνων μεταναστών στις εποικιστικές αποικίες, όπως τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, η ερώτηση «πώς γίναμε λευκοί» δεν τίθεται συνήθως. Πώς έχουμε συμβάλλει εμείς στο μύθο της λευκής υπεροχής, ιδιαίτερα μέσα από τη προνομιακή μας σχέση με την αρχαία ελληνική κληρονομιά; Πώς και πότε έχουμε ωφεληθεί από ένα λευκό προνόμιο εις βάρος μαύρων και μελαμψών συνανθρώπων μας – αλλά και πότε έχουμε σταθεί αλληλέγγυοι σε αντι-αποικιακούς, αντιρατσιστικός αγώνες ανά τον κόσμο – γιατί έχουμε και πολλά τέτοια παραδείγματα επίσης – δεν έχουμε αναρωτηθεί αρκετά», επισημαίνει η Πηνελόπη Παπαηλία.
Πώς έχουμε συμβάλλει εμείς στο μύθο της λευκής υπεροχής;
«Έχει σημασία να αλλάξουμε την οπτική, γιατί στην Ελλάδα είμαστε σε ένα μεγάλο βαθμό ελληνοκεντρικοί, ακόμη και στην αντίληψη της ιστορίας. Για παράδειγμα, από την οπτική της Μέσης Ανατολής, το ελληνικό κράτος μπορεί να ιδωθεί ως η αρχή μιας μακριάς σειράς γεννήσεων εθνικών κρατών, που συνοδεύτηκαν από εθνοκαθάρσεις, πατριωτικούς πολέμους αλλά και εμφύλιες διενέξεις, όπως ο Λίβανος του 1860, όπου οι αποικιοκρατικές επεμβάσεις έδωσαν πολιτική χροιά σε θρησκευτικές ταυτότητες οι οποίες υπάρχουν μέχρι σήμερα. Με την επέλαση της δυτικής αποικιοκρατικής επιρροής στην περιοχή, που συμβάλλει και στην γέννηση της σύγχρονης Ελλάδας, ξεκινά μια αιματηρή ιστορία 200 χρόνων αλληλοσφαγών στην περιοχή. Σε αυτήν την περίοδο και σε αυτήν την περιοχή, η σύσταση εθνικών κρατών συχνά ταυτίζεται με την εθνοκάθαρση του Άλλου, του αλλόπιστου, του μιαρού, του εθνικά ή φυλετικά ξένου», συνεχίζει ο Νικόλας Κοσματόπουλος.
Η Ελλάδα θεωρείται ως «το σύνορο του πολιτισμού απέναντι στους Άλλους, τους βάρβαρους εξ Ανατολών. Η Μεγάλη Ιδέα εμπεδώνει τον ελληνικό εθνικισμό κι αν το δεις ιστορικά, ήταν σχεδόν η ίδια περίοδος με την γέννηση του Manifest Destiny, της ιδεολογικής βάσης για την εξάπλωση των εποίκων και την εκκαθάριση των ιθαγενών στην Αμερική», αναφέρει ο Νικόλας Κοσματόπουλος.
Σε λίγους μήνες, κλείνουν 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το ‘22 αποτελεί τομή στην προσπάθεια διαχωρισμών και εθνοκαθάρσεων και η Πηνελόπη Παπαηλία, θέτει το εξής ζήτημα: «Η ιστορία της ελληνικής επανάστασης φυσικά υπηρετεί το έθνος-κράτος γιατί αποτελεί το ιδρυτικό συμβάν του τότε νέου πολιτικού συστήματος, για αυτό και υπήρχαν πολλές χρηματοδοτήσεις για να γίνουν τόσες εκδηλώσεις φέτος. Για το ‘22 – που σημαδεύει μια ήττα του έθνους, μια απώλεια – θα γίνουν κεντρικές εκδηλώσεις με κρατική χρηματοδότηση ή μόνο οι σύλλογοι και ακαδημαϊκοί φορείς θα προσπαθήσουν να αναδείξουν την επέτειο των 100 χρόνων;»
Ο ρόλος της ιστορίας εδώ είναι καθοριστικός. «Η διδασκαλία της ιστορίας στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, από την πρώτη βαθμίδα ως και την τελευταία, δεν είναι μόνο εθνοκεντρική, αλλά συνήθως και ευρωκεντρική – κάτι που επισημαίνουν άλλωστε και πολλοί ιστορικοί», παρατήρησε η Πηνελόπη Παπαηλία.
Τι είδους ιστορία μπορεί, ωστόσο, να διδάσκεται; Το dëcoloиıze hellάş προτείνει την έννοια των Συνυφασμένων Ιστοριών. «Η ιστορία μπορεί να συνυφαίνεται από τα πάνω, από την επίσημη γραμμή, αλλά ταυτόχρονα και από τις άλλες φωνές, από τα κάτω, συμπεριληπτικά, με διακύμανση από το παρελθόν στο παρόν και αντίστροφα. Εδώ μπαίνει και πρέπει να μπει γιατί χρειάζεται στην εκπαίδευση και σε όλες τις βαθμίδες, θα έλεγα, η ανθρωπολογική σκέψη, ακριβώς επειδή συνδέει την τοπική με την παγκόσμια ιστορία σε μια συνολική αποτίμηση της καθημερινής ζωής» σημειώνει η Φωτεινή Τσιμπιρίδου. «Πρέπει να ξαναφτιάξουμε τις ιστορίες μας, πέρα από την εθνική ιστορία. Να μπολιάσουμε το μεγάλο εθνικό αφήγημα με βιωματικές εμπειρίες προσφύγων και μειονοτήτων που τώρα δεν υπάρχουν και έτσι τα σπαράγματα των αναμνήσεων θα είναι λιγότερο διχαστικά και πολωμένα».
«Υπάρχει η αίσθηση ότι η Ελλάδα είναι κάτι ιερό. Για την ανθρωπότητα, για την αριστερά, για τους δεξιούς, τους πατριώτες, τους Άγγλους, τους Γάλλους, τους Ιάπωνες. Κάνει καλό σε όλους. Αν έρχονταν εξωγήινοι και ρωτούσαν τι θέλετε να σώσετε από τη Γη, θα απαντούσαν όλοι: την Ελλάδα» δήλωσε ο Νικόλας Κοσματόπουλος. «Κι όταν προσπαθείς να αρθρώσεις ένα άλλο είδος κριτικής και λόγου, θεωρούν ότι είναι ιεροσυλία και ότι βάζεις σε κίνδυνο το ίδιο το έθνος», πρόσθεσε η Φωτεινή Τσιμπιρίδου.
Υπάρχει η αίσθηση ότι η Ελλάδα είναι κάτι ιερό. Για την ανθρωπότητα, για την αριστερά, για τους δεξιούς, τους πατριώτες, τους Άγγλους, τους Γάλλους, τους Ιάπωνες. Κάνει καλό σε όλους.
Ο ανθρωπισμός όμως για το dëcoloиıze hellάş δεν φτάνει για να απαντήσει σε αυτά τα προβλήματα. «Δεν είναι μόνο ανθρωπιστικοί οι λόγοι για να υποδεχτούμε τους πρόσφυγες. Είναι μια έμπρακτη στάση απο-αποικιοποίησης, η οποία μας οδηγεί να δούμε τα σύνορα ως πρακτικές φυλετικού διαχωρισμού ανθρώπων και συνειδητής ποδηγέτησης της παγκόσμιας εργατικής δύναμης. Τα σύνορα δεν είναι αντικειμενικά ούτε δεδομένα. Ως τέτοια τα κατέστησε η αποικιοκρατία», είπε ο Νικόλας Κοσματόπουλος, ενώ η Φωτεινή Τσιμπιρίδου συμπλήρωσε πως «τα σύνορα είναι κατεξοχήν τεχνολογίες αποικιοκρατίας που έχουμε φυσικοποιήσει με το χρόνο».
Το dëcoloиıze hellάş φαίνεται να οραματίζεται λοιπόν ένα διαφορετικό κόσμο πέρα από το ηγεμονικό αποτύπωμα και τις καταστροφικές κληρονομιές της αποικιοκρατίας.
Από τις 4 μέχρι τις 7 Νοεμβρίου, η πρωτοβουλία διοργανώνει στην Αθήνα το πρώτο της διεθνές υβριδικό νομαδικό συμπόσιο με τίτλο «Για την Απο-αποικιοποίηση της Hellas. Αυτοκρατορικά Παρελθόντα, Αμφισβητούμενα Παρόντα, Χειραφετημένα Μέλλοντα, 1821-2021» και κεντρικούς ομιλητές τους Dušan I. Bjelić, Julian Go, Mahmood Mamdani, Gina Athena Ulysse, Boaventura de Sousa Santos, Ann Stoler.
«Θα έχουμε workshops με open calls για την τέχνη και τα μνημεία. Φιλοδοξούμε το συμπόσιο να είναι πιο ανοιχτό από ένα συμβατικό ακαδημαϊκό συνέδριο», είπε η Πηνελόπη Παπαηλία. Με διάφορα μέσα – συζητήσεις σε πάνελ, διαλόγους και συνεντεύξεις, εργαστήρια, καλλιτεχνικά δρώμενα, συνέλευση φοιτητικού δικτύου τριών πανεπιστημίων της ελληνικής περιφέρειας (Πανεπιστήμια Ιωαννίνων, Θεσσαλίας και Μακεδονίας), περιπατητικές αντι-ξεναγήσεις στην Οθωμανική Ακρόπολη, την πόλη της Αθήνας και “αντισυμβατικές θάλασσες”, το συμπόσιο υπόσχεται να γίνει ένας από τους πολλούς τόπους συνάντησης για «να σκεφτούμε μαζί τα εν πολλοίς αποσιωπημένα αυτοκρατορικά παρελθόντα, την ταραχώδη εποχή μας η οποία χαρακτηρίζεται από την καπιταλιστική εκμετάλλευση, τη φυλετική και έμφυλη βία, την ξενοφοβία και τη νοσταλγία της λευκής υπεροχής, καθώς επίσης και να φανταστούμε τα μονοπάτια που μπορούν να ανοίξουν τον δρόμο σε πιο φιλόξενα και συμπεριληπτικά μέλλοντα», όπως γράφει χαρακτηριστικά στο καλωσόρισμα της η πρωτοβουλία.