Οι άνθρωποι δεν είναι τα μόνα ζώα που πλήττονται από την ακραία ζέστη. Από τους σκύλους και τις γάτες των οποίων τα πόδια ψήνονται στα καυτά πεζοδρόμια, μέχρι τα ελάφια, τις αλεπούδες και τα κοάλα που δεν μπορούν να ξεφύγουν από τις πυρκαγιές που εξαπλώνονται όλο και γρηγορότερα παγκοσμίως, ο ζωικός κόσμος υποφέρει από τις εκπομπές CO2 που έχουν κάνει τους καύσωνες πιο θερμούς και μακροχρόνιους.
Αφυδατωμένοι πίθηκοι πέφτουν από δέντρα στο Μεξικό. Δισεκατομμύρια μύδια, στρείδια και πεταλίδες βράζουν στις ακτές του Καναδά. Εκατοντάδες πιγκουίνοι του Μαγγελάνου κείτονται νεκροί στην Αργεντινή μέσα σε μια μέρα. Οι περιπτώσεις αυτές μπορεί να αφορούν διαφορετικά είδη ζώων, αλλά συγκλίνουν στο ότι όλα τους επλήγησαν από την υπερβολική ζέστη. Ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζονται εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως το περιβάλλον στο οποίο ζουν, το αν εκτίθενται σε χρόνια ζέστη ή μεμονωμένους καύσωνες και, φυσικά, από το είδος του ζώου.
Στις πιο ακραίες περιπτώσεις, η θερμότητα μπορεί να προκαλέσει μαζικούς θανάτους ζώων. «Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα σε ήδη ζεστές και ξηρές περιοχές όπου τα ζώα δεν μπορούν πραγματικά να αντέξουν πολλή πρόσθετη θέρμανση», εξηγεί ο Andreas Nord, οικολόγος στο Πανεπιστήμιο Lund στη Σουηδία. «Η Αυστραλία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, αφού τα ζώα έρχονται αντιμέτωπα με ακραία ζέστη. Βλέπουμε πουλιά και νυχτερίδες να πέφτουν κυριολεκτικά νεκρά από τον ουρανό», προσθέτει.
Ακόμα όμως και αν η ζέστη δεν φτάσει σε σημείο να τα σκοτώσει, μπορεί να αλλάξει τη συμπεριφορά των ζώων και να επηρεάσει το μέγεθος του πληθυσμού τους. Υπάρχει ένας «δυνητικά πιο ύπουλος τρόπος θανάτου που δεν αφήνει πτώματα», λέει ο Eric Ridell, οικολόγος στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας στο Chapell Hill στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τον ίδιο, «ίσως επειδή είναι πιο αφυδατωμένα ή δεν μπορούν να είναι αρκετά δραστήρια λόγω της θερμότητας, αρκετά ζώα δεν αναπαράγονται σε περιόδους ακραίας ζέστης. Έτσι, εξακολουθούν να επιβιώνουν, αλλά δεν φέρνουν στον κόσμο μικρά». Χαρακτηριστικά, μια μελέτη του 2023 διαπίστωσε ότι τα σκαθάρια ήταν λιγότερο πιθανό να αναπαραχθούν επιτυχώς όταν ένα κύμα καύσωνα χτυπά κατά την περίοδο του ζευγαρώματος.
Τα πουλιά είναι ιδιαίτερα ευάλωτα, καθώς σε σύγκριση με άλλα είδη ζώων διαθέτουν λιγοστούς τρόπους να δροσίζουν το σώμα τους. Δεδομένου ότι στερούνται ιδρωτοποιών αδένων, η αντοχή τους είναι μικρή όταν εκτίθενται σε ακραία ζέστη. Μία μελέτη του 2021, ανέλυσε τα δεδομένων 100 ετών που αφορούν μικρά θηλαστικά και πτηνά στην έρημο Mojave στην Καλιφόρνια. Αν και όλα ζούσαν στο ίδιο οικοσύστημα, τρώγοντας το ίδιο φαγητό και πίνοντας το ίδιο νερό, ανταποκρίθηκαν διαφορετικά στις αυξανόμενες θερμοκρασίες. Οι κοινότητες των θηλαστικών παρέμειναν σταθερές καθ’ όλη τη διάρκεια του αιώνα – όμως ο αριθμός των ειδών πουλιών στην έρημο μειώθηκε κατά 43%. Δεν είναι σαφές εάν τα πουλιά μετανάστευσαν σε άλλα περιβάλλοντα ή πέθαναν. Αυτό που είναι σαφές ωστόσο, είναι ότι βρίσκονται σε μειονεκτική θέση όταν αυξάνονται οι θερμοκρασίες, αφού ως επί το πλείστον δραστηριοποιούνται την ημέρα και πάνω από το έδαφος. Έτσι, έρχονται σε άμεση επαφή με τον καυτό ήλιο, ο οποίος τα εξαντλεί.
Όταν τα ζώα αλλάζουν τον τρόπο που ενεργούν για να παραμείνουν πιο δροσερά, βιώνουν αυτό που οι επιστήμονες αποκαλούν θερμική προσαρμοστική συμπεριφορά (thermal regulatory behavior). Κατά τη διάρκεια των κυμάτων καύσωνα, αυτό μπορεί να περιλαμβάνει την παραμονή στη σκιά, την είσοδο στο νερό ή τη μεγαλύτερης διάρκειας ανάπαυση. Ένας τρόπος με τον οποίο, για παράδειγμα, τα κοάλα στην Αυστραλία αντιμετωπίζουν την υπερβολική ζέστη, είναι με το να αγκαλιάζουν δροσερούς κορμούς δέντρων. Οι αρκούδες στην Καλιφόρνια, ακολουθούν μερικές φορές μια πιο «αντισυμβατική» προσέγγιση, κάνοντας βουτιές στις πισίνες των σπιτιών όταν οι θερμοκρασίες ανεβαίνουν.
Δεν είναι σαφές, ωστόσο, σε ποιον βαθμό τα ζώα μπορούν να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους για να συμβαδίσουν με έναν όλο και πιο θερμό πλανήτη. Όπως λέει ο Nord, «δεν γνωρίζουμε πραγματικά αν, ας πούμε, 100, 1000 ή 10.000 γενιές από τώρα, τα ζώα θα είναι πιο προσαρμοσμένα στη θερμότητα ή πιο ανθεκτικά σε αυτές τις ακραίες διακυμάνσεις της θερμοκρασίας στην οποία εκτίθενται. Τα πράγματα όμως δεν μοιάζουν αισιόδοξα. Φαίνεται ότι πολλά ζώα ζουν ήδη στο μέγιστο από αυτό που μπορεί να ανεχθεί η φυσιολογία τους».
Υπάρχουν λίγες παρεμβάσεις έκτακτης ανάγκης στις οποίες μπορούν να καταφύγουν οι άνθρωποι για να βοηθήσουν τα ζώα να αντιμετωπίσουν την υπερβολική ζέστη. Ορισμένοι οικολόγοι έχουν προσπαθήσει ανά τα χρόνια να βοηθήσουν την άγρια ζωή ψεκάζοντας τα ζώα με νερό ή παρέχοντας καταφύγιο – αλλά αυτό είναι ένα πολύ μικρό στήριγμα δεδομένης της έκτασης του προβλήματος.
Τα ζώα νιώθουν την ίδια αγωνία και τον ίδιο πόνο που αισθάνονται οι άνθρωποι όταν χάνουν τα σπίτια τους. Βιώνουν την ακραία ζέστη ή την απώλεια του περιβάλλοντός τους εξαιτίας των πυρκαγιών, ακριβώς όπως εμείς. Προκειμένου να διατηρηθούν οι φυσικοί οικότοποι μακροπρόθεσμα, οι κυβερνήσεις, σε συνεργασία με ειδικούς, οφείλουν να μεριμνήσουν ώστε το φυσικό περιβάλλον των ζώων να έχει τους πόρους για να αντισταθμίσει τις χειρότερες επιπτώσεις των ακραία υψηλών θερμοκρασιών. Για παράδειγμα, η φύτευση περισσότερων σκιερών δέντρων, η σταθερή εξασφάλιση νερού, τροφής, αλλά και σημείων όπου τα ζώα μπορούν να αναζητήσουν καταφύγιο, πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο.
Ωστόσο, για κάποιους οργανισμούς, μας είναι πιο δύσκολο να επιδείξουμε αυτόν τον βαθμό ενσυναίσθησης. Ο Dr Hugo Harrison έγινε θαλάσσιος επιστήμονας για να εξερευνήσει τον «μαγικό υποβρύχιο κόσμο». Άρχισε να ασχολείται με τα κοράλλια, τα οποία αποτελούνται από τεράστιο αριθμό μεμονωμένων ζώων που ονομάζονται πολύποδες. Παρατήρησε πως τα κύματα καύσωνα λευκαίνουν τους πολύχρωμους υφάλους τους και διαμορφώνουν έναν λευκό σκελετό. «Αυτό που μου δίνει ελπίδα είναι ότι, όσο τα πράγματα δεν γίνονται τόσο σοβαρά ώστε τα κοράλλια να “ψηθούν” επί τόπου, τότε υπάρχει μια οδός που τους επιτρέπει να προσαρμοστούν σε αυτά τα νέα κλιματικά γεγονότα, αφού πρόκειται για αρκετά προσαρμοστικούς οργανισμούς σε σχέση με άλλους», επισημαίνει ο Harrison με μια συγκρατημένη αισιοδοξία. Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή, εντόπισε ότι το 70%-90% των τροπικών κοραλλιών θα καταστραφεί από την αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 1,5oC, ενώ σχεδόν όλα θα χαθούν στους 2oC (να σημειωθεί πως δεν είναι απίθανο να οδεύσουμε στους 2,5oC μέχρι το τέλος του αιώνα, παρά τις υποσχέσεις των παγκόσμιων ηγετών να κρατήσουν την αύξηση της θερμοκρασίας «πολύ κάτω» από τους 2oC).