Η αποδέσμευση από τα ορυκτά καύσιμα και η αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι ένας από τους μεγαλύτερους στόχους του αγώνα ενάντια στην κλιματική κρίση. Σύμφωνα με νέα έρευνα της δεξαμενής σκέψης για το κλίμα Ember, οι ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά ξεπέρασαν τα ορυκτά καύσιμα και παρήγαγαν το 30% της ηλεκτρικής ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, με το μπλοκ να συνεισφέρει το 17% της παγκόσμιας ανάπτυξης. Σε συνδυασμό δε, με την ανάκαμψη της υδροηλεκτρικής παραγωγής, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έφτασαν να παράγουν το ήμισυ (50%) της ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ το πρώτο εξάμηνο του 2024 – ποσοστό που ξεπερνά σημαντικά το προηγούμενο ρεκόρ του 44%, που σημειώθηκε πέρυσι.
Κατά συνέπεια, η παραγωγή από την καύση άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Ευρώπη μειώθηκε κατά 17% το πρώτο εξάμηνο του 2024 σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους, αφού 13 κράτη-μέλη παρήγαγαν περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια από αιολική και ηλιακή ενέργεια, παρά από ορυκτά καύσιμα. Η Γερμανία, η Ελλάδα, το Βέλγιο, η Ουγγαρία και η Ολλανδία πέτυχαν αυτό το ορόσημο για πρώτη φορά.
Η ταχεία ανάπτυξη της αιολικής και ηλιακής ενέργειας ήταν ορατή σε όλες τις χώρες της ΕΕ κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους. Τον Μάιο, πάνω από το 50% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ισπανία προήλθε από αιολική και ηλιακή ενέργεια για πρώτη φορά. Τον ίδιο μήνα, η Πολωνία πέτυχε το ένα τρίτο της παραγωγής από αιολική και ηλιακή ενέργεια, επίσης για πρώτη φορά. Η Ουγγαρία σημείωσε διαδοχικά μηνιαία ρεκόρ παραγωγής από ηλιακή ενέργεια τον Απρίλιο, τον Μάιο και τον Ιούνιο. Όπως διαπίστωσε η μελέτη της Ember, η συνεχιζόμενη απομάκρυνση από τα ρυπογόνα καύσιμα έχει οδηγήσει σε μείωση κατά ένα τρίτο των εκπομπών του τομέα σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2022.
Η Ευρώπη συγκαταλέγεται ιστορικά μεταξύ των μεγαλύτερων ρυπαντών που έχουν συμβάλλει στην παραγωγή του αερίου που θερμαίνει τον πλανήτη -και έχει κάνει τα ακραία καιρικά φαινόμενα πιο βίαια- αλλά έχει επίσης μερικούς από τους πιο φιλόδοξους στόχους για την εξυγίανση της οικονομίας της. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν επιταχύνει τη στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με ισχυρότερη ρητορική και χαλαρότερους κανόνες αδειοδότησης.
Η έκθεση της Ember εντόπισε ότι οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής της ΕΕ έκαψαν 24% λιγότερο άνθρακα και 14% λιγότερο φυσικό αέριο από το πρώτο εξάμηνο του 2023 έως το πρώτο εξάμηνο του 2024. Η μετατόπιση αυτή έρχεται παρά τη μικρή άνοδο της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας που διαδέχτηκε δύο χρόνια πτώσης, τα οποία συνδέονται με την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Σύμφωνα με τον Chris Rosslowe, αναλυτή της Ember, η άνοδος της αιολικής και ηλιακής ενέργειας περιορίζει τον ρόλο των ορυκτών καυσίμων. «Γινόμαστε μάρτυρες μιας ιστορικής αλλαγής στον τομέα της ενέργειας, η οποία μάλιστα συμβαίνει γρήγορα», δήλωσε. «Εάν τα κράτη-μέλη διατηρήσουν τη δυναμική τους στην ανάπτυξη αιολικής και ηλιακής ενέργειας, τότε η απελευθέρωση από την εξάρτηση από την ορυκτή ενέργεια θα αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα».
Ωστόσο, αν και η ηλιακή ενέργεια έχει ανθίσει, η αιολική βιομηχανία, πέρα από τη συνεχιζόμενη αντίθεση από τους πολιτικούς και το κοινό έχει έρθει αντιμέτωπη και με τον υψηλό πληθωρισμό. Σύμφωνα με την ομάδα πίεσης Wind Power Europe, η ΕΕ εγκατέστησε ένα ρεκόρ 16,2 GW νέας αιολικής ισχύος το 2023, αλλά αυτό ήταν περίπου το ήμισυ αυτού που χρειαζόταν εκείνο το έτος για να επιτύχει τους κλιματικούς στόχους της για το τέλος της δεκαετίας.
Ο Andrea Hahmann, επιστήμονας στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Δανίας, ο οποίος συνέγραψε ένα κεφάλαιο μιας έκθεσης της IPCC για τα ενεργειακά συστήματα, δήλωσε ότι η εξέλιξη είναι σημαντική αλλά δεν αποτελεί έκπληξη. «Ισχυροί άνεμοι επικρατούσαν κατά τους πρώτους έξι μήνες του 2024 στη βόρεια Ευρώπη, όπου παράγεται το μεγαλύτερο μέρος της αιολικής ενέργειας», είπε. «Τα δεδομένα αποδεικνύουν ότι η μετάβαση είναι δυνατή και δεν πρέπει να ενδώσουμε στην απαισιοδοξία. Οι στόχοι για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που πρέπει να επιτευχθούν είναι ουσιαστικοί και εφικτοί με τα κατάλληλα μέτρα πολιτικής».
Το 2023, η Ελλάδα βρέθηκε στην κορυφή της ΕΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ηλιακή ενέργεια, με το ποσοστό να φτάνει στο 19%. Ακολούθησε η Ουγγαρία με 18% και η Ισπανία με 17%. Σύμφωνα με την Ember, η συνεχής αύξηση των φωτοβολταϊκών πάρκων στην Ελλάδα από το 2019 -η οποία ενισχύθηκε από το πριμ τροφοδότησης για τα μικρά φωτοβολταϊκά που τοποθετούνται στο έδαφος έως το 2022- σε συνδυασμό με την απλοποιημένη διαδικασία αδειοδότησης, βοήθησε τη χώρα να πάρει την πρωτιά στο μερίδιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από την ηλιακή ενέργεια.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ για την παραγωγή ρεύματος στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου 2024 (δεν έχουν πιστοποιηθεί τα δεδομένα Μαΐου-Ιουνίου), οι ΑΠΕ (αιολικά, φωτοβολταϊκά και υδροηλεκτρικά) κάλυψαν το 58,1 % της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ενώ το υπόλοιπο καλύφθηκε από τις μονάδες φυσικού αερίου (35,6 %) και τον λιγνίτη (6,2 %). Η φετινή επίδοση κινείται κοντά στα επίπεδα του 2023, όταν οι ΑΠΕ αντιστοιχούσαν στο 58,8 % της παραγωγής, παρά το γεγονός ότι εντωμεταξύ έχουν προστεθεί στο παραγωγικό δυναμικό της χώρας δεκάδες μεγαβάτ νέων ΑΠΕ, κυρίως φωτοβολταϊκών.
Όπως εξηγεί στην Popaganda ο αναλυτής ενεργειακής πολιτικής του Green Tank, Νίκος Μάντζαρης, η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στο γεγονός ότι η αύξηση του παραγωγικού δυναμικού δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη αύξηση της ζήτησης ρεύματος, ιδίως κατά τις ώρες που μεγιστοποιείται η παραγωγή των ΑΠΕ. «Έτσι, για λόγους ευστάθειας του συστήματος, οι διαχειριστές των δικτύων προχωρούν σε περικοπές της “πράσινης” παραγωγής, οι οποίες -κατά τις ίδιες πηγές- σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας φτάνουν έως και σε διψήφια ποσοστά».
Σύμφωνα με τα στοιχεία των Διαχειριστών που επεξεργάστηκε το Green Tank, «το 2023 η ενεργειακή αγορά κατέκτησε 16 νέα ορόσημα που -εκτός από τη μείωση της κατανάλωσης- σχετίζονται κυρίως με την αύξηση της συμμετοχής των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τον περιορισμό της συμμετοχής ορυκτών πόρων στο ενεργειακό ισοζύγιο, την αντίστοιχη αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη στροφή των καταναλωτών προς λύσεις αυτοπαραγωγής ενέργειας», σημειώνει ο κ. Μάντζαρης.
Ενδεικτικά, «η εγχώρια κατανάλωση φυσικού αερίου μειώθηκε το 2023 κατά 10,1%, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στο 11μηνο ήταν μειωμένη κατά 2,9% (είναι χαρακτηριστικό ότι η ζήτηση ρεύματος ήταν χαμηλότερη ακόμη και σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο το 2020, το πρώτο έτος της πανδημίας οπότε εφαρμόστηκε η καραντίνα), ενώ μειωμένη κατά 7% ήταν και η κατανάλωση υγρών καυσίμων (βενζίνες και ντίζελ), σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου των Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών (ΣΕΕΠΕ)».
Και επισημαίνει πως «παρά την αποκλιμάκωση των ενεργειακών τιμών το 2023, η Ελλάδα συνέχισε να μειώνει τόσο την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας όσο και αυτή του αερίου. Αυτή η τάση σε συνδυασμό με τη συνέχιση της ανάπτυξης των ΑΠΕ, ειδικά από πολίτες μέσω συστημάτων αυτοπαραγωγής, παγιώνει τις αλλαγές στην ενεργειακή συμπεριφορά που ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης και αποτελεί ελπίδα για μια πιο αποφασιστική στροφή του ενεργειακού μοντέλου της χώρας προς τη βιωσιμότητα».