Σήμερα Σάββατο, στις 14:45 ώρα Ελλάδας, η Λέστερ Σίτι του Κλαούντιο Ρανιέρι φιλοξενείται στο City of Manchester από την Μάνστεστερ Σίτι, σε ένα ντέρμπι που ποιος-θα-το-περίμενε να είναι κορυφής. Ο Ιταλός τεχνικός, καλείται να αντιμετωπίσει τους Πολίτες (από τους οποίους είναι στο +3 μετά από 24 αγωνιστικές, οδηγώντας την κούρσα της Πρέμιερ Λιγκ) πλέον κοιτάζοντας κατάματα επίτευξη ενός στόχου που το περασμένο καλοκαίρι φάνταζε τρελός, ασύλληπτος. Την κατάκτηση του πρωταθλήματος από τις Αλεπούδες.
Είναι ο ίδιος προπονητής, που τον Νοέμβριο του 2014 αποχώρησε από τον πάγκο της Εθνικής Ελλάδας, έχοντας αποτύχει παταγωδώς στα προκριματικά του Euro 2016; Είναι ό ίδιος που έκατσε μόνο 4 ματς στο γαλανόλευκο πάγκο, χωρίς να πετύχει νίκη, χάνοντας ακόμα κι από τα Νησιά Φερόε; Είναι ο ίδιος τεχνικός που ήρθε με ένα πλούσιο βιογραφικό, παρέλαβε μια ομάδα που αποκλείστηκε στα πέναλτι από τους 8 του Μουντιάλ, απέτυχε να την ανανεώσει και παρέδωσε χάος (που η αλήθεια είναι ότι συνεχίζεται ακόμα και σήμερα παρά την εσπευσμένη αποπομπή του);
«Το ερώτημα είναι δύσκολο, καθώς η σύγκριση γίνεται μεταξύ ανόμοιων πραγμάτων», αναφέρει ο Πέτρος Δριτσάκος, σπορτκάστερ του OTE TV. «Είναι εντελώς διαφορετική η δουλειά του τεχνικού μίας εθνικής ομάδας και εκείνη του προπονητή ενός συλλόγου που μετέχει σε ένα σπουδαίο πρωτάθλημα όπως είναι η Πρέμιερ Λιγκ. Στην εθνική μπορεί να μην δεις τους παίκτες για περισσότερο από ένα μήνα, την ώρα που στο σύλλογο έχεις καθημερινή τριβή μαζί τους. Τα δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά. Γι’ αυτό βλέπουμε και προπονητές, όπως ο Μουρίνιο, να αποφεύγουν να αναλάβουν ακόμη και την εθνική ομάδα της χώρας τους. Σίγουρα βιαστήκαμε να ακυρώσουμε έναν άνθρωπο με μεγάλη πορεία, αφού ο Ρανιέρι έχει καριέρα τριών δεκαετιών σε μεγάλες ομάδες. Ωστόσο, δεν φαίνεται να ταίριαξε σε αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε στην εθνική. Το timing δεν ήταν το σωστό, ούτε για την εθνική, ούτε βέβαια και για το Ρανιέρι. Νομίζω τελικά πως η λύση της συνεργασίας ήταν η καλύτερη επιλογή και για τις δύο πλευρές».
O Ιταλός τεχνικός πλήρωσε το ότι εμπιστεύθηκε την ακατάλληλη διοίκηση της ΕΠΟ, η οποία, αφού έδιωξε τον Σάντος, ξερίζωσε μαζί του και όλη την ανθρωπογεωγραφία της εθνικής ομάδας, όλο το τεχνικό και διοικητικό επιτελείο που την υπηρετούσε για 14 χρόνια – Β. Σαμπράκος
Ο πάγκος μίας εθνικής ομάδας και μίας ομάδας Πρέμιερ Λιγκ «είναι δύο εντελώς ξεχωριστά πράγματα», συμφωνεί ο Μάνος Σταραμόπουλος, ο μόνος Έλληνας αθλητικογράφος που ψηφίζει για τη Χρυσή Μπάλα. «Όταν ο Ρανιέρι ανέλαβε τον πάγκο της εθνικής, του είχε ζητηθεί η ομάδα να παίζει ένα πιο ελκυστικό ποδόσφαιρο. Ο Ιταλός τεχνικός το επιχείρησε, χωρίς ωστόσο το σύστημα της εθνικής -αμυντικογενές παραδοσιακά- να καταφέρει να ανταποκριθεί τεχνικά».
Εκτός από το διαφορετικό περιβάλλον, στην περίπτωση Ρανιέρι εμφανίστηκαν ταυτόχρονα μία σειρά από παράγοντες, που ουσιαστικά καταδίκασαν εξ αρχής το πέρασμά του από την Ελλάδα. «Ο Ρανιέρι δεν ψάχτηκε ιδιαίτερα για να γνωρίσει τους Έλληνες παίκτες, γιατί θεωρούσε ότι ήταν μία εύκολη δουλειά να τους μεταδώσει τη φιλοσοφία του με θεωρίες σε πίνακα και βίντεο», αναφέρει ο Βασίλης Σαμπράκος (OTE TV, gazzetta.gr). Ακόμη, ο Ιταλός τεχνικός «πλήρωσε το ότι εμπιστεύθηκε την ακατάλληλη διοίκηση της ΕΠΟ, η οποία, αφού έδιωξε τον Σάντος, ξερίζωσε μαζί του και όλη την ανθρωπογεωγραφία της εθνικής ομάδας, όλο το τεχνικό και διοικητικό επιτελείο που την υπηρετούσε για 14 χρόνια. Αυτό είχε ως συνέπεια να καταλήξει ο Ρανιέρι ένας άγνωστος μεταξύ αγνώστων όταν ήρθε στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να εμπιστευθεί έναν ιδιώτη μάνατζερ στην επιλογή των παικτών. Αυτός βέβαια έκανε τις επιλογές με βάση του ποιοι ποδοσφαιριστές ήταν οι καλύτεροί πελάτες του».
Όμως ο Ρανιέρι δεν είχε μόνο άγνοια των παικτών, αλλά και του χάσματος μεταξύ των στόχων που είχε θέσει πριν έρθει στην Ελλάδα και των μέσων που είχε στη διάθεσή του. Φιλοδοξούσε να κάνει την εθνική ένα σύνολο που θα παίζει λιγότερο «καταστροφικό» ποδόσφαιρο. «Μετά την μεγάλη επιτυχία της ομάδας στο Μουντιάλ του 2014, ο Ρανιέρι έπρεπε να αυξήσει την κατοχή μπάλας, να την κάνει να παίξει πιο δημιουργικά και θεαματικά», συνεχίζει ο Βασίλης Σαμπράκος. «Αυτό ήταν που έλειπε από την ομάδα του Ρεχάγκελ και του Σάντος και εκεί ήθελε να κάνει τη διαφορά».
Ήταν απλώς μία λανθασμένη εκτίμηση μίας ομάδας που βασιζόταν πάντοτε στην άμυνα, ή είχε επηρεαστεί από τα όσα άκουγε για τις δυνατότητες του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος; «Ο Ρανιέρι παραπλανήθηκε και από την ΕΠΟ, εξαιτίας της εύκολης κλήρωσης που είχε η εθνική για το Euro 2016. Μετά την κλήρωση, ο τότε πρόεδρος της ΕΠΟ, Γιώργος Σαρρής είπε: “Και με εμένα προπονητή αυτή η εθνική θα κάνει περίπατο”. Αυτός ο ευφησυχασμός μεταδόθηκε σταδιακά και στον Ρανιέρι. Είχε την εντύπωση ότι οι Έλληνες παίκτες μπορούσαν να γίνουν Μπαρτσελόνα. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τους χαλαρούς εξωαγωνιστικούς κανόνες που επέβαλε -σε σχέση με τους Ρεχάγκελ και Σάντος- και την έλλειψη παικτών με έντονη προσωπικότητα, οδήγησαν στην συντριβή της εθνικής, που δεν σημείωσε ούτε μία νίκη με τον Ιταλό στον πάγκο». Ήταν όμως ο απόλυτος υπαίτιος; «Ο Ρανιέρι έχει το 30% της ευθύνης. Το υπόλοιπο 50% αφορά την ΕΠΟ και το 20% βαραίνει τους παίκτες», καταλήγει ο κ. Σαμπράκος.
Ο Ιταλός, με μακρά πείρα σε πάγκους μεγάλων συλλόγων, δεν ήταν κακός προπονητής. Η επιλογή του, ωστόσο, ως νέου τεχνικού της εθνικής, τη στιγμή που έγινε και υπό τις συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε, ήταν, πράγματι, άστοχη.
Παρά την αρνητική του εμπειρία στην Ελλάδα, ο Ιταλός τεχνικός -πρώην προπονητής των Τσέλσι, Γιουβέντους, Ρόμα, Ίντερ και Μονακό- περνάει πλέον στην πόλη της Λέστερ μία από τις καλύτερες θητείες της προπονητικής του καριέρας. «Ο Ρανιέρι απολαμβάνει μεγάλου σεβασμού στην Αγγλία ήδη από το πέρασμά του στην Τσέλσι, σε μία δύσκολη εποχή για τον λονδρέζικο σύλλογο», αναφέρει ο Πέτρος Δριτσάκος.
Η φετινή συγκλονιστική πορεία της Λέστερ – 50 βαθμοί σε 24 παιχνίδια, την ώρα που πέρυσι η συνολική συγκομιδή της σε 38 αγωνιστικές ήταν 41 βαθμοί- έχει αποκτήσει σταδιακά μία διάσταση που ξεπερνά πολλές από τις εκπλήξεις της μακράς ιστορίας του αγγλικού πρωταθλήματος. «Σχεδόν κάθε χρόνο βλέπουμε στην Πρέμιερ Λιγκ μία μικρομεσαία ομάδα να τα πηγαίνει πολύ καλά. Αυτή η πορεία κρατάει συνήθως μέχρι τα Χριστούγεννα και μετά ακολουθεί μία πτώση», λέει ο κ. Δριτσάκος. «Σε αντίθεση με αυτές τις ομάδες, η Λέστερ κατάφερε να παραμείνει πολύ προσηλωμένη και συγκεντρωμένη στα παιχνίδια των Χριστουγέννων και εκείνα που ακολούθησαν το 2016, χωρίς να παρουσιάσει κάποιο άγχος στο παιχνίδι της. Και αυτό είναι αποτέλεσμα της δουλειάς του Ρανιέρι, καθώς το ρόστερ που διαχειρίζεται έχει μείνει σταθερό τα τελευταία χρόνια και δεν βασίζεται σε ηχηρές μεταγραφές».
Αυτή τη στιγμή είναι στο επίκεντρο της Πρέμιερ Λιγκ ένα παιδί που έπαιρνε το λεωφορείο και διέσχιζε αποστάσεις μιάμισης ώρας για να κάνει προπονήσεις», Πέτρος Δριτσάκος
Παρά την προσφορά του, κατά τον κ. Σταραμόπουλο «ο Ρανιέρι δεν είναι μάγος, δεν έβγαλε λαγό από κάποιο μαγικό καπέλο όταν πήγε στη Λέστερ». Η επιτυχία της ομάδας οφείλεται και στην «δουλειά που είχε γίνει στις ακαδημίες πολύ πριν ο Ιταλός προπονητής αναλάβει τον πάγκο της ομάδας. Ο Μαχρέζ είχε πάει ένα χρόνο νωρίτερα στην ομάδα, καταφέρνοντας σταδιακά να δείξει το ταλέντο του». Ο Ρανιέρι βρήκε μία ομάδα που, αν και μικρομεσαία, λειτουργούσε ήδη με τρόπο επαγγελματικό σε όλα τα επίπεδα.
Η επαγγελματική λειτουργία της ομάδας, ο Ρανιέρι και, φυσικά, ο παράγοντας τύχη έκαναν πολλές από τις αλεπούδες του ταπεινού ρόστερ της Λέστερ να ξεχωρίσουν φέτος και σε ατομικό επίπεδο με τις εμφανίσεις τους. «Αν κάποιος παρατηρήσει τα στατιστικά των παικτών της, θα δει ότι πολλοί από αυτούς είναι αρκετά ψηλά στις επιμέρους κατηγορίες», επισημαίνει ο Πέτρος. Δριτσάκος. «Από τον τερματοφύλακα Σμάιχελ και τον Μαχρέζ, έως την ιστορία της φετινής σεζόν», τον φοβερό κύριο Τζέιμι Βάρντι.
Ο Βάρντι είναι αναμφίβολα η αποκάλυψη της χρονιάς. Έχει ήδη σκοράρει 18 γκολ στο πρωτάθλημα και είναι πρώτος σκόρερ της Πρέμιερ Λιγκ, έχοντας αφήσει πίσω του τους Χάρι Κέιν, Σέρχιο Αγκουέρο και Γουέιν Ρούνεϊ. Πρόκειται, ωστόσο, για μία επίδοση «δουλεμένη» καλά από την ομάδα στην προπόνηση. «Τα μισά περίπου γκολ του Βάρντι είναι πανομοιότυπα. Είναι προφανές ότι υπάρχει ένας σχεδιασμός, ο σέντερ φορ συνδυάζεται με τους πλάγιους για να τελειώσει τις φάσεις», σημειώνει ο κ. Δριτσάκος.
Δεν είναι ωστόσο μόνο η φετινή πορεία του Βάρντι που εντυπωσιάζει. Είναι, πάνω από όλα, η ιστορία ενός άγραφου, μέχρι πρότινος, παιδιού στον ποδοσφαιρικό πλανήτη: έπαιξε για πολλά χρόνια σε μη επαγγελματικές κατηγορίες του αγγλικού ποδοσφαίρου, αναγκαζόμενος μάλιστα να έχει δεύτερη δουλειά για να ζήσει. Δίπλα στην μπάλα, η οποία δεν ήταν τότε τίποτα παραπάνω από ένα χόμπι, ο Βάρντι κατασκεύαζε ιατρικούς νάρθηκες. Στην Στοκσμπρίτζ Παρκ Στιλς έπαιρνε για μισθό 30 λίρες την εβδομάδα. Η μεταγραφή του στη Χάλιφαξ Τάουν κόστισε μόλις 15.000 λίρες, ενώ η Φλίντγουντ Τάουν τον απέκτησε ελεύθερο. H μετάβασή του στη Λέστερ το 2012 κόστισε μόλις ένα εκατομμύριο λίρες και φαινόταν να είναι η υπέρβαση της καριέρας του. Τρία χρόνια αργότερα, ωστόσο, θα ήταν σχεδόν σίγουρο πως επρόκειτο να κάνει πολλές ακόμη υπερβάσεις. «Αυτή τη στιγμή είναι στο επίκεντρο της Πρέμιερ Λιγκ ένα παιδί που έπαιρνε το λεωφορείο και διέσχιζε αποστάσεις μιάμισης ώρας για να κάνει προπονήσεις. Αυτό ασκεί μεγάλη γοητεία στους φίλους του ποδοσφαίρου και τα νέα παιδιά, γιατί ο Βάρντι δείχνει μέσα από μία ποδοσφαιρικά ρομαντική ιστορία να είναι αυτό που λέμε ένας από εμάς».
Ο 29χρονος Τζέιμι καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα (αλλά κι έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα στο υπόλοιπο της πορείας προς τον τίτλο) μία από τις πιο ακριβές ομάδες της Ευρώπης. Πίστη και ρομαντισμός εναντίον χρημάτων και φαβορί. «Η ψυχολογία της Λέστερ είναι 11/10, δεν έχει τραυματισμούς και στην τελική δεν έχει τίποτα να χάσει», αναφέρει ο κ. Δριτσάκος. «Φαίνεται μάλιστα ότι και οι ίδιοι οι παίκτες μετά τη νίκη με 2-0 κόντρα στη Λίβερπουλ πιστεύουν ότι μπορούν να πάρουν το πρωτάθλημα. Αντιθέτως, η Μάντσεστερ Σίτι παίζει στο γήπεδό της και έχει μεγάλη πίεση. Παρά το τρομερό ρόστερ της σε συγκεκριμένες θέσεις, σε κάποια σημεία παρουσιάζει σημαντικές αδυναμίες. Σε όλα αυτά προστίθεται και η αλλαγή προπονητή που έχει ανακοινωθεί για το καλοκαίρι, η οποία πρόκειται να επηρεάσει τους παίκτες, καθώς δεν θα έχουν απέναντί τους τον μελλοντικό τους προπονητή, αλλά τον απερχόμενο Πελεγκρίνι. «Από τη μία έχουμε επομένως ένα σύλλογο στα πάνω του, με τρομερή ψυχολογία και προσήλωση, ενώ από την άλλη εμφανίζεται ένα από τα φαβορί του τίτλου με μεγάλη πίεση» για επιτυχία. Όλα αυτά επιτρέπουν στη Λέστερ να πάρει ένα θετικό αποτέλεσμα στο City of Manchester, αν και το Χ και ο άσος έχουν περισσότερες πιθανότητες σε σχέση με το διπλό».
Ο Ρανιέρι δεν είναι μάγος, δεν έβγαλε λαγό από κάποιο μαγικό καπέλο όταν πήγε στη Λέστερ, Μάνος Σταραμόπουλος
Παρά το κλίμα ευφορίας, το έργο της Λέστερ δεν θα είναι εύκολο, καθώς τον τελευταίο καιρό «η Μάντσεστερ Σίτι δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο ως μία διεκδικήτρια ομάδα του τίτλου», σημειώνει από την πλευρά του ο κ. Σταραμόπουλος. «Αν λάβει κανείς υπόψη την παράλληλη βελτίωση των εμφανίσεων του Αγκουέρο, η Λέστερ δεν πιστεύω πως μπορεί να πάρει κάτι παραπάνω από το Χ».
Οι ώρες μέχρι τη μεγάλη αναμετρηση που περιμένει τη Λέστερ του Κλαούντιο Ρανιέρι το Σάββατο είναι λίγες. Ωστόσο, τα λεπτά μέχρι το τέλος του πρωταθλήματος και την πραγματοποιήση μίας οιονεί τρέλας είναι πολλά: 1260. Για τους ρομαντικούς του είδους, αυτή η ελπίδα θυμίζει μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις που συνέβησαν ποτέ στην ιστορία του ποδοσφαίρου. Πρόκειται για τη Νότιγχαμ Φόρεστ, η οποία το 1977 εξασφάλισε με δυσκολία -τερματίζοντας τρίτη- την άνοδό της στην πρώτη κατηγορία του αγγλικού πρωταθλήματος. Την επόμενη χρονιά γύρισε τον κόσμο ανάποδα και κατέκτησε το πρωτάθλημα. Την αμέσως επόμενη, κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών κόντρα στη Μάλμε. Την αμέσως επόμενη, επανέλαβε την επιτυχία επικρατώντας του κραταιού εκείνη την εποχή Αμβούργου.
Θα φορέσει άραγε ο Κλαούντιο Ρανιέρι τα παπούτσια του Μπράιαν Κλαφ;