Ο Χρήστος Παπαϊωάννου, με σπουδές στην Ψυχολογία και εμπειρία σε προγράμματα παροχής ιατρικής και ανθρωπιστικής βοήθειας διεθνών οργανώσεων, όπως οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα και η CARE International UK, έζησε και εργάστηκε στη Ζιμπάμπουε, το Νότιο Σουδάν, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, την Υεμένη, την Ελλάδα, και τις Βρυξέλλες ενώ σήμερα έχει ως βάση του το Λονδίνο. Τον τελευταίο χρόνο εργάζεται ως σύμβουλος ανθρωπιστικής βοήθειας, ενώ ολοκληρώνει την εκπαίδευση και πρακτική του ως coach. Μεταξύ άλλων, αυτήν την περίοδο συμμετέχει εθελοντικά σε μια ομάδα συμβούλων στηρίζοντας μέσα από δωρεάν διαδικτυακές συνεδρίες ανθρώπους που μένουν μόνοι και δεν έχουν κάποιον να μοιραστούν το πως βιώνουν όσα έχουν επέλθει λόγω της πανδημίας.
Ο ίδιος παραμένει σχετικά αισιόδοξος αντιμετωπίζοντας κάθε εμπειρία ως ευκαιρία να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και τους άλλους καλύτερα. Σήμερα μοιράζεται με τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες της Popaganda σκέψεις για τη νέα πραγματικότητα που αποτυπώνει η έλευση της πανδημίας του κορωνοϊού στον καμβά της ζωής μας και επιχειρεί να απαντήσει σε ερωτήματα που μπορεί να μας έχουν απασχολήσει πολύ αλλά να έχουμε πιθανώς συζητήσει λίγο.
Ένα από αυτά είναι η διαχείριση του στιγματισμού των ανθρώπων που νοσούν ήδη από τον κορωνοϊό. «Η ιδέα ότι ο κίνδυνος έρχεται από τον “άλλο”, τον διπλανό, τον ξένο ή από μακριά είναι τόσο παλιά όσο η ιστορία μας. Αυτοί που νοσούν “δεν είναι σαν και εμάς”, είναι μια σκέψη που μας κάνει να αισθανόμαστε πιο «ασφαλείς». Και εκεί κρύβεται ο κίνδυνος του στιγματισμού, της δημιουργίας αρνητικών, ή ακόμα και εχθρικών συναισθημάτων απέναντι σε όσους νοσούν. Όμως μια πανδημία που έχει πλέον εξαπλωθεί σχεδόν σε κάθε χώρα και γωνιά τη γης, γιατί η αλήθεια είναι ότι ο ιός δεν κάνει διακρίσεις, θα πρέπει να μας βοηθά ακριβώς στο να μη στιγματίζουμε όσους νοσούν», αναφέρει ο ίδιος. «Συνήθως όσες και όσοι εκτίθενται περισσότερο στον ιό είναι που χρειάζεται να εργαστούν σε βασικές υπηρεσίες, για να καλύψουν ζωτικές μας ανάγκες και να προσφέρουν σε εμάς τους υπόλοιπους. Έχοντας κατά νου αυτό, ίσως βοηθιόμαστε να διανύσουμε την απόσταση που μας κρατάει απέναντι ή μακριά από όποιον πιθανό νοσούντα έχουμε κοντά μας», σημειώνει προσθέτοντας ότι πιο περίπλοκη είναι η απάντηση της συλλογικής ευθύνης και της κριτικής που μπορεί να ασκούμε απέναντι σε όσους νοσούν ίσως επειδή δεν τηρούν τους κανόνες προστασίας και περιορισμού στον ίδιο βαθμό με εμάς, κάτι που μπορεί να θυμίζει τον στιγματισμό από άλλες ασθένειες που σχετίζονται με το πως συμπεριφερόμαστε. «Εδώ έρχεται η σημασία της συλλογικής ανθρωπιάς, του ότι είμαστε όλοι μαζί σε αυτό και ότι τώρα είναι η στιγμή της αλληλοκατανόησης ως απάντηση».
Μια ακόμη δύσκολη διαπίστωση την περίοδο του κορωνοϊού είναι η αντανακλαστική φοβία που έχει καλλιεργηθεί απέναντι στον «άλλον» λόγω της αναγκαίας φυσικής αποστασιοποίησης ως βασικού μέτρου προστασίας. Προσπερνάμε βιαστικά και αγχωμένα όποιον βρίσκεται δίπλα μας στον διάδρομο ενός σούπερ μάρκετ, απωθούμε κάποιον που πάει να μας πλησιάσει, παίρνουμε απόσταση ακόμη και σε ανοιχτούς χώρους. Αναγνωρίζοντας τη βάσιμη ανησυχία γύρω από αυτό ο Χρήστος Παπαϊωάννου μας λέει «Διάβασα πριν από λίγες μέρες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κάτι ενδιαφέρον που έγραψε ένας καλλιτέχνης νομίζω. Είπε ότι η απόσταση που πρέπει να διατηρήσουμε και η “ησυχία” στους δρόμους και τους δημόσιους χώρους δεν πρέπει να μας τρομάζει. Πρέπει να τη βλέπουμε ως μια τεράστια (ακόμα και παγκόσμια) συλλογική πράξη αγάπης – προς τους εαυτούς μας, τα αγαπημένα μας πρόσωπα, αλλά και σε όλες και όλους γύρω μας. Αυτή η σκέψη, λοιπόν, σε συνδυασμό με περισσότερη κατανόηση προς εμάς και τους άλλους νομίζω ότι μπορούν να βοηθήσουν. Η φυσική απόσταση δεν σημαίνει αυτόματα απομάκρυνση, όσο περίεργο ή οξύμωρο και αν ακούγεται αυτό. Στην πραγματικότητα που βιώνουμε μεταφράζεται σε προσοχή, έγνοια, συγχρονισμό με κάτι που στην παρούσα φάση χρειαζόμαστε για να έρθουμε και πάλι κοντά όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και με ασφάλεια. Ας είμαστε, λοιπόν, ελαστικοί με τους εαυτούς μας και τους γύρω μας, όταν έχουμε τέτοιες αντανακλαστικές φοβίες, ας μην τις ενοχοποιούμε και ας επιχειρούμε να τις συζητάμε με φίλους και αγαπημένα πρόσωπα».
Η παραπάνω συνθήκη συνιστά μια μεγάλη και απροσδόκητη αλλαγή ειδικά για τους κατοίκους μεγάλων πόλεων που είχαν συνηθίσει σε έναν άλλοτε ασφυκτικό συνωστισμό. Αυτό είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα αλλαγών που έχουν επέλθει στην καθημερινότητά μας. Η αλλαγή είναι κάτι που δεν αρέσει στην ανθρώπινη φύση παρότι είναι στην ταυτότητά της. Συνήθως της αντιστεκόμαστε. Πώς μπορούμε άραγε να διαχειριστούμε την «επιβεβλημένη και βίαιη ανατροπή» που έχει επιφέρει η πανδημία στη ζωή μας;
Ο Χρήστος Παπαιωάννου μας υπενθυμίζει ότι από την αρχή της πανδημίας άρχισε να δίνεται έμφαση και βαρύτητα στο κομμάτι της ψυχικής υγείας και τη φροντίδα που πρέπει να δείχνουμε προς τον εαυτό μας και τους άλλους στην παρούσα συνθήκη. Αυτό πιστεύει ότι έπαιξε θετικό ρόλο, όχι μόνο στο να βρούμε τρόπους να κατανοήσουμε καλύτερα τις επιπτώσεις της πανδημίας, αλλά και τους φόβους και τις αλλαγές που αυτή έφερε στις ζωές μας. «Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι ακόμη και όταν δεν μπορούμε να ελέγξουμε ή να δεχτούμε μια αλλαγή-γιατί όντως η ανθρώπινη φύση προβάλλει συχνά σθεναρή αντίσταση παρόλο που μόνο μέσα από την αλλαγή μπορεί να εξελιχθεί- αυτό που έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε είναι να διαχειριστούμε σε κάποιο βαθμό το πως στεκόμαστε απέναντι σε αυτή. Σίγουρα η καθεμία και ο καθένας μας το βιώνει διαφορετικά. Δύο προσεγγίσεις που με βοήθησαν εμένα προσωπικά είναι να δίνω χώρο στον εαυτό μου να βιώσει συναισθήματα, όπως το άγχος και ο φόβος, αποδεχόμενος ότι είναι εντάξει αν φοβάμαι για μένα ή τους δικούς μου. Η άλλη προσέγγιση είναι το νοιάξιμο για τους άλλους, η αλληλεγγύη, ο εθελοντισμός, ό,τι μας φέρνει κοντά στην κοινότητά μας και μας θυμίζει ότι δεν είμαστε μόνοι» σημειώνει.
Αυτόματα έρχεται η απορία, αν αυτό που βιώνουμε είναι μια μορφή πένθους ατομικού και συλλογικού ή πρόκειται για υπερβολή. Ο ίδιος σπεύδει να επισημάνει πως η απώλεια της καθημερινότητάς μας όπως την βιώναμε, όπως και η πιθανή απώλεια πολλών μελλοντικών σχεδίων, μπορεί να φέρει στην επιφάνεια συναισθήματα που μοιάζουν πολύ με το πένθος. «Όταν χάνεις κάτι δημιουργείται ένα κενό, γίνεται μια απότομη παύση, προκαλείται ένα πάγωμα. Νιώθεις να κλυδωνίζονται οι ισορροπίες και να απειλούνται συνήθειες που έδιναν μια αίσθηση ασφάλειας και ικανοποίησης.», εξηγεί. «Όπως και να βιώνουμε τη σημερινή συνθήκη, συνήθως βοηθάει να ακούμε και να δίνουμε χώρο στα συναισθήματά μας, χωρίς να προσπαθούμε να τα κρύψουμε ή να τα καταπιέσουμε. Οι αλλαγές απαιτούν έναν χρόνο προσαρμογής και ο χρόνος του κάθε ανθρώπου- ειδικά σε συνθήκες έντονων ανατροπών- ρυθμίζεται μεμονωμένα χωρίς να ακολουθεί απαραίτητα γενικές νόρμες».
Μιλώντας για αλλαγές κοινωνικού και ψυχολογικού χαρακτήρα αναρωτιέται κανείς σε επίπεδο αντίληψης τι διαφορετικό μπορεί να βάλεται τώρα σε σχέση με άλλες μεγάλες κρίσεις που βιώσαμε ως ανθρωπότητα; «Μιλάμε για πανδημία από αυτές που η ανθρωπότητα ζει κάθε λίγες εκατοντάδες χρόνια και που μπορούν να αλλάξουν ριζικά τις κοινωνίες. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι οι αλλαγές δεν έχουν μόνο αρνητικό πρόσημο – συχνά είναι θετικές. Φυσικά οι συνέπειες σε τόσους διαφορετικούς τομείς τώρα είναι και θα είναι σημαντικές, αλλά οι άνθρωποι μπορούν να προσαρμοστούν. Νομίζω ότι είναι, επίσης, ευκαιρία να αλλάξουμε πολλά, το “επιστροφή στην κανονικότητα” δεν είναι λύση. Είναι ευκαιρία να βελτιώσουμε το πως συμβιώνουμε με τους άλλους, τι οικονομικά μοντέλα ακολουθούμε ως ανθρωπότητα και πως μπορούμε να εξαλείψουμε τις πρακτικές που έχουν αρνητικές συνέπειες στο κλίμα, τη φύση, τη δίκαιη κατανομή αγαθών και τις ζωές των συνανθρώπων μας που υποφέρουν περισσότερο. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να ζητάμε και να θυμίζουμε σε όσους και όσες παίρνουν αποφάσεις» πιστεύει ο ίδιος.
Μπορεί, ωστόσο, να υπάρχει μια διαφοροποίηση ως προς την αντίδραση και τη διαχείριση της σημερινής κατάστασης από τον κόσμο σε σύγκριση με άλλες μεγάλες κρίσεις; «Σίγουρα το μέγεθος της σημερινής πανδημίας έχει προεκτάσεις και συνέπειες σε πολλαπλά επίπεδα. Παρόλο που μπορεί όλες και όλοι μας να έχουμε πιθανότητες να αρρωστήσουμε και να δεχόμαστε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τις συνέπειες, υπάρχουν άνθρωποι που λόγω της οικονομικής, κοινωνικής ή άλλης κατάστασης εκτίθενται παραπάνω, ή δεν μπορούν να πάρουν τα ίδια μέτρα προστασίας. Πώς μπορείς να διατηρήσεις απόσταση σε έναν καταυλισμό προσφύγων, ζώντας στον δρόμο ή σε μια παραγκούπολη; Αυτές οι παράμετροι – μαζί με τις ατομικές διαφορές μας – επηρεάζουν πολύ το πως αντιδρούμε» περιγράφει ο Χρήστος Παπαιωάννου τονίζοντας, ωστόσο, ότι οι γενικεύσεις και οι εικασίες ως προς τη διαχείριση δεν έχουν νόημα ούτε βοηθούν.
Ο ίδιος εντοπίζει στο σήμερα πολλές ομοιότητες με άλλες κρίσεις δημόσιας υγείας, επιδημίες, φυσικές καταστροφές και πολέμους. Βλέπει, όπως πολλοί από εμάς ότι η ζωή μας αλλάζει ριζικά και πρέπει να αναπροσαρμοστούμε σχεδόν σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητάς μας. Μας δίνει μάλιστα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «Αυτό το διάστημα δουλεύοντας ως σύμβουλος για το σχεδιασμό ενός προγράμματος για πρόσφυγες στην Ουγκάντα διαπιστώνω πως οι παράμετροι και οι κίνδυνοι που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας για να προσφέρουμε την απαραίτητη και αρμόζουσα ανθρωπιστική βοήθεια σε αδύναμες οικονομικά κοινωνίες, μπορούν να επεκταθούν ακόμα και σε πιο προηγμένα συστήματα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας που αυξάνονται όπου υπάρχει εγκλεισμός και οικονομικές δυσχέρειες, από το Λονδίνο και την Αθήνα, μέχρι τους καταυλισμούς προσφύγων στο Μπαγκλαντές ή τα προάστια του Ναϊρόμπι».
Πόσο βοηθά άραγε η προσωπική και εργασιακή εμπειρία στη διαχείριση των παραπάνω, όταν έχεις βρεθεί με διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις, όπως οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, σε διαφορετικά περιβάλλοντα βιώνοντας καταστάσεις έντονες, ακραίες ή και ματαιωτικές; Ο Χρήστος Παπαϊωάννου επιβεβαιώνει ότι δουλεύοντας ως υπεύθυνος προγραμμάτων με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα και άλλους οργανισμούς απέκτησε μια βοηθητική γνώση σε πρακτικό αλλά και ψυχολογικό επίπεδο. «Μαθαίνεις τον τρόπο εξάπλωσης μιας επιδημίας και τα μέτρα πρόληψης και προφύλαξης, όπως για παράδειγμα το πλύσιμο των χεριών, έναν απλό αλλά ίσως όχι πάντα αυτονόητο κανόνα υγιεινής, τον οποίο πάντα είχα αλλά ενισχύθηκε από την εμπειρία μου στις αποστολές. Επίσης η εμπειρία των αποστολών σε συνδυασμό με τις σπουδές και την εκπαίδευση με έχουν βοηθήσει να κατανοώ την ανθρώπινη συμπεριφορά, και τις αμέτρητες εκφάνσεις του προσωπικού μας βιώματος σε αυτή τη συλλογική δοκιμασία. Το πιο σημαντικό πάντως είναι η ελπίδα και η αλληλεγγύη μεταξύ ανθρώπων που βίωσα κατά τη διάρκεια ανθρωπιστικών κρίσεων, και το πως ενίσχυσαν την ανθεκτικότητά μας σε περιόδους έντονης δοκιμασίας», θυμάται.