Ένας από τους βασικούς στόχους του νέου νομοσχεδίου είναι ο περιορισμός του αριθμού των αδέσποτων. Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία τα καταγεγραμμένα δεσποζόμενα ζώα στην Ελλάδα ανέρχονται στα 201.898 και τα αδέσποτα στα 16.719.
Τα νούμερα αυτά φυσικά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Οι φιλοζωικές οργανώσεις εκτιμούν ότι μόνο τα αδέσποτα ζώα (σκύλοι και γάτες), υπολογίζονται κοντά στα 3 εκατομμύρια εκ των οποίων, δυστυχώς, αρκετά προέρχονται από εγκατάλειψη. Με τα μέτρα που προτείνει, το υπουργείο, ορθώς, προσπαθεί να αποτρέψει τις εγκαταλείψεις και ταυτόχρονα να ενθαρρύνει την υιοθεσία αδέσποτων. Σε μια χώρα όμως όπου τα περισσότερα από τα αδέσποτα και δεσποζόμενα ζώα εξακολουθούν να είναι αστείρωτα με φυσικό επακόλουθο κάθε χρόνο να πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα, αντιλαμβανόμαστε όλοι πως, για να επιτευχθεί η μείωση του αδέσποτου πληθυσμού, χρειάζεται συγκεκριμένο πρόγραμμα και μια συντονισμένη προσπάθεια ώστε να έχουμε μακροπρόθεσμα αλλά ουσιώδη αποτελέσματα.
Στο νομοσχέδιο προβλέπονται, επιτέλους, πιο αυστηρά μέτρα και για του δήμους. Οι δήμοι πρέπει επιτέλους να αναλάβουν δράση, να κατασκευάσουν τα νόμιμα καταφύγια, να συγκροτήσουν τις πενταμελείς επιτροπές παρακολούθησης του προγράμματος διαχείρισης αδέσποτων ζώων συντροφιάς, να αξιοποιήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις επιχορηγήσεις που λαμβάνουν και να σταματήσουν να φυγοπονούν μεταθέτοντας αλλού τις ευθύνες.
Η πρόθεση να δημιουργηθούν θεσμοί που θα διασφαλίζουν ότι οι πόροι διατίθενται σωστά για την προστασία των ζώων είναι άλλο ένα θετικό βήμα. Το θέμα της διαφάνειας και το που τελικά καταλήγουν τα χρήματα που προορίζονται για τα ζώα, αποτελεί χρόνια τώρα ένα ακόμα αγκάθι για το χώρο της φιλοζωίας που σε πολλές περιπτώσεις έχει προκαλέσει, όχι άδικα, την καχυποψία και την αρνητική προδιάθεση του κόσμου.
Στο νέο νομοσχέδιο, δυστυχώς, δεν προβλέπεται κάποιο ειδικό πρόγραμμα για σχολεία που θα διδάσκει στους μαθητές τον πολιτισμό απέναντι στα ζώα. Τέτοιες δράσεις συναντάμε μέχρι σήμερα περιστασιακά σε κάποια σχολεία, συνήθως από πρωτοβουλίες ιδιωτών κι ελάχιστων εκπαιδευτικών όπου προσπαθούν μόνοι τους να καλύψουν τα κενά της Πολιτείας. Σε μια χώρα με σοβαρή έλλειψη φιλοζωικής κουλτούρας, ένα τέτοιο πρόγραμμα κρίνεται απαραίτητο και ίσως η πιο σοβαρή επένδυση για το μέλλον.
Ένα από τα μελανά σημεία της όλης διαδικασίας είναι η μη συμμετοχή τελικά φιλοζωικών φορέων στη βασική επιτροπή του υπουργείου που μελέτησε κι αποφάσισε τις τροποποιήσεις του ισχύοντος νόμου. Η στενή και καλή συνεργασία του υπουργείου με φιλοζωικά σωματεία που αποδεδειγμένα έχουν επωμιστεί μεγάλο κομμάτι της φροντίδας των αδέσποτων όλα αυτά τα χρόνια, θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον αυτονόητη και η κόντρα η οποία έχει ξεκινήσει μεταξύ τους θα έχει ως μοναδικό χαμένο τα ίδια τα ζώα.
Παρόλο που εκπρόσωποι φιλοζωικών σωματείων κάνουν λόγο για ασάφειες, ημίμετρα και μερεμέτια, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο νέος νόμος φέρνει πράγματι αλλαγές που αν πραγματοποιηθούν θα βελτιώσουν σε σημαντικό βαθμό τις συνθήκες διαβίωσης των δεσποζόμενων κι αδέσποτων της χώρας. Οι νόμοι όμως, απλά και μόνο με την ύπαρξή τους, δεν λύνουν το πρόβλημα κι έτσι αν δεν εφαρμοστούν από τις αρχές, δεν εντατικοποιηθούν οι έλεγχοι και δεν επιβληθούν τα πρόστιμα, κάτι που, δυστυχώς, δεν συμβαίνει έως τώρα, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει και η μοίρα των ζώων σε αυτήν τη χώρα θα εξακολουθεί να διαγράφεται δυσοίωνη.