Ο αρχικός σκοπός αυτής της κουβέντας δεν αφορούσε την επικαιρότητα. Θέλαμε να φιλοξενήσουμε στην Popaganda ιστορίες από την 30χρονη δραστηριότητα της DiDi Music, πρώτα ως ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία που έφερε για πρώτη φορά στην Ελλάδα μερικά σπουδαία ονόματα της μουσικής που αγαπάμε και ύστερα ως ο σημαντικότερος διοργανωτής συναυλιών στη χώρα μας εδώ κι ένα τέταρτο του αιώνα. Και προσωπικά δεν ήθελα να μπω καθόλου στη λογική «γιατί φέρνεις αυτόν κι όχι εκείνον;», όσο κι αν είναι ένα φεστιβάλ «κοινό αγαθό» μεταξύ αυτού που το κάνει κι εκείνου που το απολαμβάνει. Αυτός που το πληρώνει έχει ένα λόγο παραπάνω. Κι εμείς, ως πελάτες ή «επαγγελματίες του χώρου» κι όχι συνέταιροι, ερχόμαστε και κρίνουμε εκ του αποτελέσματος.
Στα 90 λεπτά που περάσαμε με τον Νίκο Λώρη, το αφεντικό της DiDi, στο φανταστικό νεοκλασικό της Επτανήσου στην Κυψέλη είπαμε (είπε δηλαδή) πολλές ιστορίες που γυρνάνε πίσω σε πολύ ρομαντικές, πρωτόγονες, εποχές για την υπόθεση ροκ στην Ελλάδα. Αλλά μοιραία από την εποχή που περίμενε μήνες τον Jello Biafra να του απαντήσει ταχυδρομικώς να του παραχωρεί τα δικαιώματα ενός άλμπουμ, περάσαμε και στο τώρα. Άλλωστε σήμερα ξεκινά το Rockwave 2014. Ο Νίκος Λώρης μου μίλησε για όλα. Παραπονέθηκε άλλη μια φορά για την απουσία οργανωμένου συναυλιακού σχεδίου και τα εμπόδια που συναντά από την πολιτεία, έκανε (προφανώς μέχρι εκεί που θέλει) αυτοκριτική κι εξήγησε τις επιλογές του, χωρίς να σηκώνει κουβέντα όμως για το επίπεδο των υποδομών και των παραγωγών του…
H DiDi Music ξεκίνησε ως Δικαίωμα Διάβασης το 1984, ενώ έκανα το μεταπτυχιακό μου στα οικονομικά στη Θεσσαλονίκη κι ετοιμαζόμουν να επιστρέψω στην Αθήνα. Ήθελα να κάνω κάτι μακριά από τους μονοδρόμους της πραγματικής ζωής και ήμουν ήδη σε ένα βαθμό μέσα στο κύκλωμα που έστηνε τα live εκείνης της εποχής στην Ελλάδα. Τα πρώτα live ξένων καλλιτεχνών στην εποχή της μεταπολίτευσης, για να είμαι ακριβής. Όπως εκείνο του Rory Gallagher στη Νέα Φιλαδέλφεια ή του Eric Burdon στο Παλέ Ντε Σπορ. Έβγαινε και κάτι, κάνα 500ρικο τη φορά, σε συνθήκες γκραν γκινιόλ βέβαια. Δε υπήρχε καμία τεχνογνωσία, για να φτιάξουμε ένα stage 8×10 συνέβαινε ο θρίαμβος της πατέντας. Πήγαινε να τραγουδήσει ο καλλιτέχνης και τον χτύπαγε το ρεύμα και ο PA manager της εποχής του το κάρφωνε στο χώμα, μέσα στο γήπεδο, για να επιτυγχάνεται η γείωση. Αλλά, δεν ήταν μόνο τα τεχνικά, κανένας δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί – οι συναυλίες ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Ας πούμε, ξεκινάει ο Rory Gallagher με καθυστέρηση σημαντική, κινείται ο κόσμος με ενθουσιασμό προς την σκηνή, τρελαίνονται οι αστυνομικοί «τι είναι αυτό που γίνεται;», πάνε να αμυνθούν πετώντας δακρυγόνα, ακολουθεί φυσικά πανδαιμόνιο. Για να μη μιλήσω για το live των Police, από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα στον κόσμο τότε, στο γήπεδο του Σπόρτινγκ που για να αναβοσβήνουν τα φώτα, ο φωτιστής προκαλούσε απανωτά βαρχυκυκλώματα. Δεν υπήρχε φυσικά κονσόλα. Ούτε ηχεία, άδεια ήταν τα περισσότερα και τα έβαφαν στο ίδιο χρώμα για να δείχνει μπούγιο.
Πηγαίναμε Λονδίνο με τσάντες οικοδομικές και τις φορτώναμε στη Rough Trade με 150-200 βινύλια (διαφορετικά μεταξύ τους ή το πολύ σε 2 αντίτυπα), ακόμα κι από γκρουπ που δεν ξέραμε, και τα φέρναμε πίσω στήνοντας έτσι ένα άτυπο δίκτυο διανομής.
Τη δισκογραφική την είπαμε Δικαίωμα Διάβασης από το σήμα της Τροχαίας, αλλά φυσικά το αλλάξαμε μετά σε DiDi, γιατί οι ξένοι δεν μπορούσαν να το πουν με τίποτα. Δεν υπήρχαν πολλές επιλογές τότε, ακόμα κι αν είχες πτυχία όπως εγώ. Μπήκα για να κάνω το χόμπι μου επάγγελμα. Κι αυτό κάνω μέχρι τώρα, απλά έχει περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή της αθωότητας και η δουλειά μας είναι πολύ σκληρή. Τότε το εναλλακτικό κύκλωμα ήταν σε μεγάλη άνθιση παγκοσμίως. Υπήρχαν οι μπάντες και γύρω τους αναπτυσσόταν μια πολύ δεμένη κοινότητα που με πενιχρά μέσα εκτίνασσε τις πωλήσεις. Αυτό έσπασε όταν μπάντες σαν τους Sonic Youth άρχισαν η μια μετά την άλλη να υπογράφουν σε πολυεθνικές. Οι κυκλοφορίες έρχονταν στην Ελλάδα με 6-8 μήνες καθυστέρηση. Τι κάναμε; Πηγαίναμε Λονδίνο με τσάντες οικοδομικές και τις φορτώναμε στη Rough Trade με 150-200 βινύλια (διαφορετικά μεταξύ τους ή το πολύ σε 2 αντίτυπα), ακόμα κι από γκρουπ που δεν ξέραμε, και τα φέρναμε πίσω στήνοντας έτσι ένα άτυπο δίκτυο διανομής.
Άκουγα αρκετά punk, αλλά δε με ενδιέφερε να είχα στο label τους Clash, όλος ο κόσμος ήξερε τους Clash. Όμως τα συγκροτήματα του αμερικάνικου underground π.χ. της SST και της Blast First, είχαν ψωμί γιατί δεν τα έφερνε κανένας. Κάπως έτσι βρέθηκα να στέλνω γράμμα στον Jello Biafra των Dead Kennedys για να πάρω τα δικαιώματα του Frankenchrist. Έκανε, νομίζω, έξι μήνες να έρθει η απάντηση αλλά ήταν θετική. Το ξέρω ότι ακούγεται παλαιολιθικό τη σημερινή εποχή του e-mail, αλλά υπήρχε μεγάλη αγάπη για τη μουσική παρά την ελλειπή ενημέρωση. Όταν γυρίζαμε από το Λόνδίνο με τις τσάντες που έλεγα πριν – φεύγαμε κάθε δεύτερη Πέμπτη, ψωνιζαμε κι επιστρέφαμε αυθημερόν – ο κόσμος περίμενε πώς και πώς τα «καινούρια». Παρασκευή απόγευμα δεν υπήρχε τίποτα στο δισκάδικο Happening, Σκέψου εναλλακτική εταιρεία, εμάς, να πουλάμε 15.000 αντίτυπα του Daydream Nation των Sonic Youth ή 5000 επτάιντσα του “Nazi Punks Fuck Off” – νούμερα ασύλληπτα για τα σημερινά δεδομένα. Μέσα από διάφορες συνεργασίες φτάσαμε να έχουμε έναν κατάλογο με The Ex, Nick Drake, ακόμα και Nino Rota – το σάουντρακ του Amarcord του Φελίνι που δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμα περισσότερα από δέκα χρόνια μετά το φιλμ. To Metropolis, ας πούμε, έγινε μεγαθήριο με τους δίσκους που αφήναμε παρακαταθήκη. Σε κάποια φάση, με αυτά που κόβαμε εδώ κι αυτά που εκπροσωπούσαμε, φτάσαμε να έχουμε 300 νούμερα στον ετήσιο κατάλογό μας. Βγάζαμε κάποια χρήματα, όχι πολλά αλλά τουλάχιστον δεν είμασταν πια άφραγκοι, όμως κάπου χάσαμε την μπάλα. Τιμολόγια, containers, παραγγελίες, τεφτέρια, δεν ήθελα να το κάνω άλλο. Την ίδια στιγμή το cd άλλαζε δραματικά το τοπίο της βιομηχανίας κι εγώ είδα ότι στο κέντρο της μουσικής δραστηριότητας πια ερχόταν το live. Αυτή θα ήταν η βασική πηγή εσόδων στο μέλλον. Και στράφηκα εκεί.
Κατά καιρούς έρχονται και μου λένε να ξαναβγάλουμε το Bad Moon Rising ή το Confusion Is Sex των Sonic Youth. Δηλαδή για 500-1000 αντίτυπα, να σκοτώσουμε την όποια γοητεία κουβαλάει η ιστορία τους;
Δεν είμαι οπαδός των αρχείων, δεν κρατάω τίποτα, αυτό είναι το ελάττωμά μου. Ένα γιγαντιαίο στοκ από δίσκους, τους πέταξα στα σκουπίδια. Δεν ήθελα να υπάρχουν και να τους ευτελίσω πουλώντας τους στο Μοναστηράκι. Π.χ. το Ceremonial των Savage Republic το ψάχνουν ακόμα και οι ίδιοι ή κατά καιρούς έρχονται διάφοροι, επειδή έχω ακόμα τα δικαιώματα, και μου λένε να ξαναβγάλουμε το Bad Moon Rising ή το Confusion Is Sex των Sonic Youth. Δηλαδή για 500-1000 αντίτυπα, να σκοτώσουμε την όποια γοητεία κουβαλάει η ιστορία τους;