Αθήνα, Κέντρο, Κυριακή 4 Φεβρουαρίου του 2018. Μεσημέρι, συννεφιά, η θερμοκρασία στους 17 βαθμούς. Σίγουρα, ο τουρίστας με καταγωγή από πιο βόρειες χώρες θα έχει κάτι να πει γι’ αυτόν τον καιρό. Όπως και για το πόσο ωραία είναι στο κέντρο της Αθήνας την Κυριακή: άδειο από αυτοκίνητα και οι Έλληνες κατεβαίνουν για μια φιέστα ντυμένοι με σημαίες με σταυρούς, αετούς και χρυσά άστρα. Τα καφέ γεμάτα, τα εστιατόρια γεμάτα, οι δρόμοι γεμάτοι.
Δεν θα καταλάβαινε σίγουρα τι έλεγαν όλοι αυτοί οι κύριοι μεγάλης ηλικίας από τα μικρόφωνα ή τι ακριβώς βλέπουνε όλοι μαζεμένοι μπροστά από τις τηλεοράσεις των καφενείων. Ή γιατί ένας κύριος ουρλιάζει «πως κάποιοι έχυσαν αίμα για να ξεπουλάνε τώρα οι προδότες τη Μακεδονία». Ούτε τι εννοούσαν δύο κυρίες όταν έλεγε η μια στην άλλη με στόμφο πως «φοβίσαν τον κόσμο με την προπαγάνδα να μην κατέβει». Θα φωτογράφιζε σίγουρα το παιδάκι που πάνω στους ώμους του μπαμπά του φώναζε με μανία «είμαι Έλληνας, είμαι Έλληνας».
Θα δοκίμαζε σίγουρα μια τοπική σπεσιαλιτέ από τις καντίνες του δρόμου, ιδιαίτερα από αυτή με το όνομα «Μεγαλόχαρη». Θα ζαλιζόταν με τις σφυρίχτες αλλά δε βαριέσαι, θα κατηφόριζε μετά με τον κόσμο προς το Θησείο για μια βόλτα γύρω από την Ακρόπολη. «Το είδαμε το έργο, πάμε τώρα για κανένα τσίπουρο, έχει κάτι καλά μαγέρικα εδώ». Ο φίλος μας ο τουρίστας, με τίποτα δεν θα συμφωνούσε περισσότερο.
Ζάππειο Κυριακή μεσημέρι, η εικόνα ελαφρώς γνώριμη, περιπατητές Σαββατοκύριακου απολαμβάνουν τον ήλιο των Αλκυονίδων. Αν κι αυτοί οι περιπατητές έχουν ένα πιο σβέλτο βήμα, σαν να μην απολαμβάνουν τη βόλτα, επίσης κρατούν σημαίες, κυρίως ελληνικές. Η Αμαλίας έχει τη γνώριμη συλλαλητηριακή (sic) της εικόνα, καλαμάκια (για την κουλέρ λοκάλ περίσταση υπέστησαν μια ολιγόωρη μετονομασία σε σουβλάκια), λουκάνικα λουκουμάδες και το official merchandise. Ελληνικές σημαίες, σημαίες με τον ήλιο της Βεργίνας, σημαίες με επιγραφές που τόνιζαν την ελληνικότητα της Μακεδονίας και σημαίες της ΕΕ. Οι τελευταίες, στοκ προηγούμενων εκδηλώσεων, αλλά κανείς δεν τις ακουμπούσε.
Νεαρά κορίτσια με μακριές φούστες πιασμένα μεταξύ τους χέρι-χέρι φωνάζουν «όταν το ράσο γίνεται σημαία, τότε η νίκη γίνεται βεβαία». Η θρησκευτικές οργανώσεις μάλλον έχουν ρίξει την περισσότερη δουλειά στη διοργάνωση. Ο κλασικός ανθρωπότυπος του χρυσαυγίτη με τις μαύρες μπλούζες, τα μπατζάκια μέσα από τα μποτάκια και το κούρεμα με την ψιλή συναντάται σε ομάδες των τεσσάρων, δεν είναι πολλοί και προσπαθούν να μεταδώσουν παλμό στο συλλαλητήριο μετατρέποντας σε σύνθημα κάθε τελευταία φράση του κονφερανσιέ. Η προσπάθεια να επιβληθούν στην εκδήλωση δεν έχει μεγάλη επιτυχία κι ελάχιστοι παρασύρονται από τον αμήχανο ενθουσιασμό τους. Μπορεί να βλέπουν με συμπάθεια τη ΧΑ, μπορεί και όχι αλλά η αγωνία τους για τη Μακεδονία είναι ισχυρότερη. Στους μεγαλύτερης ηλικίας διαδηλωτές υπάρχει φόβος πραγματικός στα μάτια τους και τη φωνή τους, αν κάποιος ξένος τους άκουγε θα νόμιζε πως ένας από βορρά εχθρός ζεσταίνει τις πολεμικές μηχανές του κι ετοιμάζεται να εισβάλει στην Πέλλα επιχειρώντας να κάνει περίπου ότι έκανε η Γερμανία το ‘38 στην Τσεχοσλοβακία προσαρτώντας τη Σουδητία. Στην Όθωνος δυο φιλικές οικογένειες συναντιούνται και ακολουθεί ο εξής σύντομος διάλογος:
-Γιώργο βρήκες δουλειά;
-Ψάχνω κυρία Μαίρη, αλλά τώρα με καίει περισσότερο η Μακεδονία μας.
Από την εξέδρα ανακοινώνεται η λίστα των ομιλητών. Ιδιαίτερο το χειροκρότημα για τους ιεράρχες, χλιαρό για τους δημάρχους. Δυο ηλικιωμένες με μαλλί κομμωτηρίου σχολιάζουν πως ο Μίκης μπορεί να είναι αριστερός αλλά είναι Έλληνας και τον παραδέχονται. Μια κυρία αντί σταυρού έχει βάλει μια εικόνα του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου στο κοντάρι της σημαίας που κρατά. Συγκινημένη μια άλλη της τραβά το χέρι για να χαμηλώσει η φωτογραφία και να τη φιλήσει. Αν εξαιρέσει κανείς τον σκληρό πυρήνα γύρω από την εξέδρα ο κόσμος περιμετρικά θυμίζει περισσότερο τη σύνθεση των συλλαλητηρίων για τις ταυτότητες.
Οικογένειες με μικρά παιδιά τα φωτογραφίζουν να ανεμίζουν τις σημαίες. Χαμογελούν σαν να συμμετέχουν σε σχολική γιορτή χωρίς την οργή των μεγαλύτερων. Γενικά τα κινητά έχουν πάρει «φωτιά», συνέχεια ανεβαίνουν στιγμιότυπα στο Facebook. Μάλιστα, δεν παρατηρήθηκε το φαινόμενο της κατάρρευσης του σήματος που είχαμε σε άλλες συγκεντρώσεις, κάτι που μαρτυρά ότι η προσέλευση μάλλον ήταν κατώτερη της αναμενόμενης. Η «υγειονομική ζώνη» που έχει στήσει η ΕΛ.ΑΣ σε Σταδίου και Πανεπιστημίου για την αποφυγή συνάντησης με το κάλεσμα αντιεθνικιστών στα Προπύλαια είναι ήρεμη κι αρκετά αραιά – άνδρες των ΜΑΤ κι ελάχιστη μαυροφορεμένη περιφρούρηση είναι παραταγμένοι γύρω από το Μέγαρο του ΜΤΣ, τίποτα δεν προϊδεάζει για ανεπιθύμητες συναντήσεις.
Κάποιοι αρχίζουν να φεύγουν νωρίς, πολύ νωρίτερα της κορύφωσης των εκδηλώσεων. Ένας μεσήλικας που μάλλον πήγε ως πιτσιρικάς στα συλλαλητήρια του ‘92 ενημερώνει την υπόλοιπη αντροπαρέα ότι «έχει μαγειρέψει μπιφτέκια το Ελενάκι» και θα την κάνει σιγά-σιγά. «Κι εμείς σε λίγο θα φύγουμε», απάντησαν οι φίλοι και συναγωνιστές του. Το ότι είμαστε ακόμα σε καιρό διαπραγματεύσεων χωρίς καμία επίσης ανακοίνωση και σκόρπιες διαρροές δεν έχει ατσαλώσει ακόμα το φρόνημα των διαδηλωτών. Περίπου σαν τους συνδικαλιστές της ΠΑΣΚΕ όταν κατέβαιναν στην πορεία της Πρωτομαγιάς επι κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, απλά επειδή ήταν υποχρεωμένοι να εμφανιστούν. Βρισκόμαστε σε ένα περίπου 10% της δυναμικής του ‘92, άγνωστο για την ώρα αν θα δούμε ξανά εκείνες τις εικόνες.
Στο μικρό συνοικιακό σούπερ μάρκετ το πρωί, η ταμίας πικάρει με ναζιάρικη φωνή τον ηλικιωμένο από το διπλανό καφενείο που έχει έρθει να αγοράσει ένα πακέτο τσιγάρα (μάλλον όχι το πρώτο της ημέρας). «Κύριε Χρήστο, δε θα πάτε στο Σύνταγμα που θέλουν να μας πάρουν τη Μακεδονία;». Η απάντησή του είναι ένα ασυνάρτητο μουρμουρητό που μπλέκει «Μεγάλη Αλβανία», «σύνορα μέχρι τη Λαμία», «γυφτοΣκοπιανούς» και κορυφώνεται με ένα θριαμβικό «τώρα το θυμήθηκαν κι αυτοί» για να ανακοινώσει ότι τη μέρα θα την περάσει τελικά στο καφενείο.
Πριν ξεκινήσω από το σπίτι για το Σύνταγμα, σε ζωντανή μετάδοση από «το μπαλκόνι του καταστήματος Πάμπλικ» ο Άρης επαναλαμβάνει συνεχώς ότι «δεν έχει ξανασυμβεί τόσοι Έλληνες να συγκεντρώνονται ειρηνικά κι αγκαλιασμένοι» σε μια κινητοποίηση που «είναι ακομμάτιστη αλλά να δούμε πως θα ερμηνευτεί από την κυβέρνηση». Ένα σκουπιδάκι στο μάτι ή ίσως το δέος μπροστά στην σηκωμένη (με γερανό, σε μια απολαυστική προσομοίωση εθνικού βιάγκρα) σημαία στο κέντρο του Συντάγματος, του κρύβει το Όλοι Ναζί Μπορούμε ακριβώς κάτω από την εξέδρα των ομιλητών, με τους Χρυσαυγίτες και τους περιφρουρητές καταδρομείς δίπλα δίπλα (αργότερα οι πρώτοι έκαναν και τη συντεταγμένη πορεία τους φωνάζοντας συνθήματα στην οδό Κολοκοτρώνη, τραμπουκίζοντας κόσμο στου Ψυρρή και σπάζοντας το θέατρο Εμπρός).
Ο Μίκης σύρεται στο βήμα. Το πλήθος του φυλάει το χέρι, πέφτουν κορμιά για μια μικυselfie. Στην πρώτη του κουβέντα με το «αδέλφια μου φασίστες, ναζί, τραμπούκοι» παγώνει το Σύνταγμα. Τα δευτερόλεπτα μέχρι να φανεί ότι μιλάει ειρωνικά μάλλον κυλούν βασανιστικά. Τα μεγάφωνα, ακόμα και μετά την ομιλία του που μπορεί άνετα να θεωρηθεί η Χάρτα του Μοντέρνου Ελληνικού Εθνικισμού, επαναλαμβάνουν διαρκώς το όνομά του. Η παρουσία του έχει προσφέρει κύρος στο συλλαλητήριο, είναι μάλλον και η μοναδική του επιτυχία μιας και η προσέλευση δεν ικανοποιεί ούτε το 1/6 των προσδοκιών της συνέντευξης τύπου που έκανε λόγο για 1 εκατομμύριο.
Ένας κύριος έξω από τη Βουλή, κάτω από το MyAssedonia πανό, δε δέχεται κουβέντα «είναι σίγουρα 600.000 μέχρι τις στήλες του Ολυμπίου Διός» (στύλοι είναι, αλλά όλοι ανθέλληνες και μη, έχουμε δικαίωμα στο λάθος). Από τα μεγάφωνα συνεχή τα μηνύματα, «κλειστή η Πειραιώς», «κλειστή και η Ακαδημίας», «κλειστή και η Ομόνοια». Το πλήθος επευφημεί. «μας έκανε και καλό καιρό» λέει μια κυρία μπροστά από τρεις μαυροφορεμένες ρασοφόρες που κρατούν ελληνικές σημαίες με ένα ύφος μάρτυρα στο πρόσωπό τους. Ο Θεός των Έλληνων έκανε πάλι το θαύμα του, έδιωξε τα σύννεφα. Το σύνθημα με «το ράσο, τη σημαία και τη νίκη τη βεβαία» ήταν το αδιαφιλονίκητο hit της ημέρας.
Σουβλακολουκανικίλα, smartphones σε υπερθέρμανση, έλληνες Τζον Ράμπο που έχουν φάει όλη την εβδομάδα να σιδερώνουν ξεχασμένες στρατιωτικές στολές, μια διαρκής αγωνία «πού θα πάμε μετά;» να μη χαθεί η ευκαιρία της Αλκυονίδος. Και σίγουρα μερικοί γυμναστηριακοί με πέτρινο βλέμμα να ψάχνονται τουρλώνοντας τα μπράτσα και τον θώρακά τους, και κάποιοι πιτσιρικάδες που μέσα στο πλήθος θα έκαναν μεγάλη μπάζα από αφηρημένες τσέπες. Και οι συνήθεις γεωπολιτικοί αναλυτές σε κάθε γωνία.
Για λίγο ησυχία. Σπάει με ένα μεγαφωνικό «Οργή Λαού Φωνή Θεού» που ωθεί τον κόσμο να χτυπά τα πόδια του στο έδαφος κάνοντας πολύ θόρυβο. «Σείεται η γης» στο Σύνταγμα, ο ρεπόρτερ του ΣΚΑΪ ανάμεσα στο πλήθος μιλάει με ανθρώπους που έχουν έρθει από παντού: Καστελόριζο, Κρήτη, φυσικά βόρεια Ελλάδα – τους δίνει βήμα, αυτοί μιλάνε για τη «Μακεδονία που είναι μία» κι αρνούνται τον χαρακτηρισμό «ακροδεξιοί». Τους ζητάει να συμφωνήσουν ότι η διαδήλωση είναι «αντικυβερνητική», «φυσικά και είναι» λένε φεύγοντας.
Είναι λίγο πριν μιλήσει ο καθηγητής Γιώργος Κασιμάτης, χρησιμοποιώντας έναν old school αντιμνημονιακό λόγο circa 2010-12 (το σημαντικό -αλλά και μοναδικό- σημείο τομής με τους Αγανακτισμένους) που η φράση «εθνική κυριαρχία» επαναλαμβάνεται σχεδόν σε κάθε δεύτερη πρόταση. Κλείνει επευφημούμενος με ένα «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά». Γίνονται παρεκκλίσεις να μη συνωστίζονται στην κερκίδα και να μην εμποδίζουν την «ομαλή ροή του προγράμματος» που σίγουρα είναι τέτοιο, λαϊκό πρόγραμμα δηλαδή, αφού στο βήμα ετοιμάζεται να ανέβει ο κύριος Πατούλης. Από τον Φραγκούλη στον Πατούλη, μισός Κυριάκος δρόμος, άλλωστε. Κάπως έτσι δεν πέρασαν οι δύο τελευταίες εβδομάδες;
Για να είμαι ειλικρινής περίμενα να δω μια πολύ πιο σκληρή, αποκρουστική και γραφική εικόνα στο πολυδιαφημισμένο συλλαλητήριο της Αθηνας. Νομίζω, ότι ούτε καν το εύστοχο «δεν ήταν όλοι ακροδεξιοί στο συλλαλητήριο, αλλά όλοι οι ακροδεξιοί ήταν εκεί» του Κωστή Παπαϊωάννου για το, μάλλον πιο οργισμένο, συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης δεν ίσχυσε αυτή τη φορά. Μερικές δεκάδες χιλιάδες που λειτουργούν ως «χρήσιμοι ηλίθιοι» (όπως έχουν λειτουργήσει κι άλλοι κατά καιρούς σε διαφορετικές περιστάσεις), για να ενισχύσουν πάλι την επιρροή τους οι πατριδέμποροι. Ένα απόλυτα ετερόκλητο πλήθος σε εκδρομικό mood, περισσότερο χαβαλέ και λιγότερο οργής, με πατριωτική αφορμή είναι η πιο συνοπτική περιγραφή τους που μπορώ να σκεφτώ. Εκείνοι που δεν έκατσαν στο καφενείο όπως ο κύριος Χρήστος, αλλά έκαναν καφενείο στο Σύνταγμα.
* διόρθωση: Στην αρχική εκδοχή του κειμένου υπήρχε η φράση «δίπλα του [του Μίκη Θεοδωράκη] ο Παραολυμπιονίκης Σίμος Παλτσανιτίδης χαιρετά ναζιστικά το πλήθος» βασισμένη στη εικόνα που κυκλοφόρησε και για την οποία τοποθετήθηκε και η Κίνηση Χειραφέτησης Αναπήρων: “Μηδενική Ανοχή”. Η σελίδα Ελληνικά Hoaxes παρουσιάζει δύο λήψεις της χειρονομίας που δημιουργούν βάσιμες αμφιβολίες για το αν ήταν όντως ναζιστικός ο χαιρετισμός. Ακόμα και η παραμικρή αμφιβολία είναι αρκετή για να αφαιρεθεί η φράση.
Αν κάτι εκτιμώ, είναι τους ανθρώπους που προσπαθούν να εξηγήσουν αυτό που δεν καταλαβαίνω με απλά λόγια, με ένα καθημερινό παράδειγμα. Κι όπως λέει ένα κλασικό ρητό της αριστεράς το να «σπάσουμε τη γραμμή και να την κάνουμε τάλιρα», τις περισσότερες φορές βοηθάει να επικοινωνήσεις καλύτερα αυτό που θες. Όχι όλες.
Στη συγκέντρωση του Συντάγματος με μήνυμα «Κάτω τα χέρια από τη Μακεδονία», η γραμμή είναι αναμφίβολα εθνικοπατριωτική. Αφού ο εθνικός ύμνος εκφωνείται από μια γυναίκα με στόμφο υψίφωνου, οι ομιλητές τονώνουν το αίσθημα χαρακτηρίζοντας τους συμμετέχοντες «αφρόκρεμα της πατρίδας», ως εκείνους που θα στείλουν το πιο ηχηρό μήνυμα στην κυβέρνηση χρησιμοποιώντας μάλιστα κόρνες γηπέδου (ή καρναβαλιού ή Euro 2004). Χαιρετίζουν όλες τις περιοχές της Ελλάδας που «είναι κοντά μας», όπως κάποτε έκαναν οι παρουσιαστές μεγάλων τηλεοπτικών σόου, νιώθοντας την υποχρέωση να στείλουν όλη τους την αγάπη στην ομογένεια.
Με σύνθημα το «όταν τα ράσα γίνονται σημαία τότε η νίκη είναι βεβαία», χαιρετίζουν τους εκπροσώπους της εκκλησίας, ήταν περισσότεροι όπως μας ενημέρωσαν από τα μεγάφωνα που έχει δει ποτέ συλλαλητήριο. Λογικό.
Στην παρέα μας και σύλλογοι εφέδρων καταδρομέων, ενώ από τα μικρόφωνα της εξέδρας αντιλαμβάνομαι πως η χρήση της καθαρεύουσας θεωρείται ακόμα δείγμα σοβαρότητας για ένα ομιλητή, ενώ σε τρικάκι που σκορπίστηκε από το Ζάππειο μέχρι την Πλατεία το «καμία» γράφτηκε με δύο μι.
Ο εξανδραποδισμός στα σύμβολα εκφράστηκε με ένα πολύ δυνατό merch που θα ζήλευαν μεγάλα φεστιβάλ. Μόνο που παρότι η αγορά έδινε στα «3 ευρώ τη μικρή» και στα «5 ευρώ τη μεγάλη» γαλανόλευκη κάποιος έσπαγε το καρτέλ στην Ερμού δίνοντας τη «μικρή» με 1 μόλις ευρώ. Εκείνος που είχε στοκ σε σημαία Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον Ιούλιο του ‘15 το έβγαλε και σήμερα, γιατί ποτέ δεν ξέρεις.
Κι επειδή όταν έχεις κάνει κόπο για να φτιάξεις κάτι, το πονάς περισσότερο, τίποτα δεν είναι σαν τις DIY κατασκευές. Γι’ αυτό αν δεν ξέρετε τι να κάνετε το παλιό σας κουρτινόξυλο, μπορείτε ωραιότατα να στηρίξει όποια σημαία πιστεύετε, όπως έπραξε μια διαμαρτυρόμενη. Επίσης, μια μικρότερη σημαία πάνω σε μια ήδη μεγάλη δεν θα θεωρηθεί υπερβολή παρά μόνο καλό και πατριωτικό layering. Αλλά όσο κι αν έχετε την καλύτερη σημαία, την παράσταση θα κλέψει αυτός που ξέρει «εκείνα που μας κρύβουν», όπως αυτός ο κύριος που διέδιδε στην παρέα του «ότι ο Ρουβίκωνας είναι συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ».
Διαβάζω ένα φυλλάδιο με πυκνό κείμενο που μοιράστηκε. Το παράδειγμα που επιχειρεί να εξηγήσει γιατί οι διαμαρτυρόμενοι έχουν τα δίκια τους μας ταξιδεύει μέχρι την Ουάσινγκτον. Σύμφωνα λοιπόν με αυτό, ο αμερικανός Πρόεδρος είναι ο μοναδικός εξωτερικός παρατηρητής που μπορεί να αντιληφθεί απόλυτα το μακεδονικό ζήτημα.
«Γιατί απλούστατα ο Τραμπ έγινε πλούσιος και διάσημος εξαιτίας ενός brand το οποίο συνδέεται άμεσα με την έννοια της γεωγραφίας, επειδή πουλάει ή νοικιάζει το brand, το οποίο ονομάζεται “Trump Towers”. Ένα brand στον χώρο του real estate, το οποίο αξίζει δισεκατομμύρια και το οποίο εδράζεται σε απλά οικόπεδα…Είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να ανεχθεί τον οποιονδήποτε εργολάβο βρεθεί να χτίσει μια “παράγκα” σε κάποιο εγκαταλειμμένο οικόπεδο (του Τραμπ) και να ονομάσει την παράγκα αυτή “Trump Towers”;», αναρωτιέται ο συντάκτης του κειμένου. Κι απαντάει λέγοντας πως σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα υπήρχε καμία διαπραγμάτευση, το πράγμα θα πήγαινε δικαστικά και ο Τραμπ θα κέρδιζε.
Αυτή ήταν η προσπάθεια του φυλλαδίου που μοιράστηκε να εξηγήσει στους διαμαρτυρόμενους πως ο όρος Μακεδονία είναι «ένα πανάκριβο και διάσημο ελληνικό brand της παγκόσμιας ιστορίας». Παράλληλα, ήταν μία από τις λίγες φορές που η γραμμή αδυνατεί να γίνει τάλιρα γιατί βασίζεται σε μια ακατανόητη εμμονή, στην εμμονή που οδηγεί κόσμο σε συγκεντρώσεις που έχουν περιφρούρηση της Χρυσής Αυγής.
Λίγο πριν τις 13:30 κι ενώ η τσίκνα από τα λουκάνικα και τα σουβλάκια που ψήνονται επί της Αμαλίας γαργαλάει τις μύτες όσων τυλιγμένοι σε σημαίες ή φορώντας σκουφάκια με το σύνθημα Macedonia is Greek κατεβαίνουν στο Σύνταγμα με προσπερνούν καμιά δεκαριά παπάδες που κατευθύνονται αποφασιστικά προς την κάτω πλευρά της πλατείας. Ήταν πολλοί άλλωστε και πλήθαιναν με την ώρα, ενώ ουκ ολίγες φορές ακούστηκε το σύνθημα «Όταν το ράσο γίνεται σημαία, τότε η νίκη είναι βεβαία», ενώ κάποια στιγμή από τα ηχεία ακούστηκαν και εκκλησιαστικοί ύμνοι.
Γύρω στις 14:10 κι αφού όντως επικρατεί το αδιαχώρητο μπροστά στο ταχυδρομείο του Συντάγματος φτάνω στην πολύ πιο χαλαρή από άποψη κόσμου Φιλελλήνων, λίγο πριν την Alpha Bank στην Ξενοφώντος, για να ακούσω από τα μεγάφωνα ότι ήδη έχει συγκεντρωθεί 1,5 εκατομμύριο κόσμου. «Μακάρι να ήμασταν τόσοι», ξεφυσάει μια κυρία πίσω μου. Ένα ζευγάρι, λίγο πάνω από τα 50, σχολιάζει τα τεκταινόμενα. Ο άνδρας κάποια στιγμή αναρωτιέται «πού είναι ο Τσακαλώτος;», ενώ όταν από την εξέδρα ακούγεται ότι έχουμε μαζί μας όλους τους Έλληνες εντός και εκτός Ελλάδος συμπληρώνει «και ο Θεός μαζί μας είναι». Κάτι πιτσιρίκια παραδίπλα χοροπηδούν κρατώντας σημαιάκια και φωνάζοντας «Η Μακεδονία είναι ελληνική» και οι γονείς τους τα κοιτούν με καμάρι.
Ήρθε η ώρα να βγει στο βήμα ο Μίκης Θεοδωράκης, με το που ακούγεται το «αδέρφια μου «Καλοί μου Ελληνες, αδέρφια μου… φασίστες, ναζιστές, τρομοκράτες, αναρχικοί, τραμπούκοι» παγωμάρα απλώνεται, ο κύριος που πριν από λίγο έλεγε για τον Θεό γυρίζει στη γυναίκα του και ρωτά «φασίστες είπε;». Η συνέχεια του λόγου του Θεοδωράκη φαίνεται να τον καθησυχάζει, ειδικά η φράση «περιφρονώ και μάχομαι τον φασισμό σε όλους του τις μορφές και προπαντός στην πιο πολύ απατηλή και επικίνδυνη μορφή, την αριστερόστροφη» τον κάνει να μονολογήσει δυνατά χαμογελώντας «τον δώσανε αυτοί και τον πήραμε εμείς».
Καθώς απομακρύνομαι από το Σύνταγμα ένας πλανόδιος που πουλάει σημαίες λέει «μόνο τρία ευρώ, τρία ευρώ» για να πάρει την απάντηση από έναν τύπο που περνούσε από μπροστά του κρατώντας μια μεγάλη σημαία: «Α, εμείς την πήραμε πεντέμιση. Πώς την πατήσαμε έτσι;».