Λίγες ημέρες πριν ανέβει στη σκηνή για να μας παρουσιάσει τη νέα του παράσταση με τίτλο «Μπάσταρδος Γιος» ο Φοίβος Δεληβοριάς βλέπει αγχωμένα όνειρα λόγω επικείμενης πρεμιέρας, μελετάει εφημερίδες του 1971, παραδίδει σεμινάρια για τον Χατζιδάκι, μετά συζητάει πίνοντας με τους μαθητές του μέχρι τις 4 το πρωί και προλαβαίνει να απαντήσει στις ερωτήσεις της Popaganda. Τον συνάντησα στο piano-restaurant Saloon, ιδανικό περιβάλλον όπως φάνηκε, αφού όπως μου λέει του αρέσει να βλέπει σπαγγέτι γουέστερν.
Πώς προέκυψε ο τίτλος της νέας σου παράστασης και τι αποτυπώνει; Από ένα τραγούδι που έγραψα πριν ενάμιση χρόνο περίπου και που θα περιλαμβάνεται στο νέο μου δίσκο με τίτλο «Καλλιθέα» που θα κυκλοφορήσει μέσα στον χρόνο. Ο μπάσταρδος γιος είναι ένα είδος Τηλέμαχου. Όσοι γεννήθηκαν από το 1970 και μετά, από γονείς κυρίως της γενιάς του ’60 ή του Πολυτεχνείου, μεγάλωσαν με το συνεχές άκουσμα της φράσης «δε τα προλάβατε εσείς». Ήταν λες και ήμασταν εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα παιδικό πάρκο, γεμάτο παιχνίδια και άλλα πολύτιμα αντικείμενα και ο μοναδικός σκοπός των δικών μας ήταν η προστασία αυτού του πάρκου ενώ στο βάθος ακουγόταν πάντα «…μα το ’60 ήταν η έκρηξη του πολιτισμού και της ελευθερίας». Υπάρχει λοιπόν μέσα μας το σύνδρομο του Τηλέμαχου, είμαστε μια χώρα που τη λυμαίνονται μνηστήρες και εμείς καθόμαστε μέσα σε ένα μικρό παρκάκι, στο δωμάτιο μας, κατεβάζοντας τα torrents μας και προσπαθώντας να διατηρήσουμε αυτήν την εικόνα του γιου.
Γι’ αυτό και ο τρόπος που προσπαθούμε να ανακαλύψουμε την δική μας πολιτική θέση, μετά το γκρέμισμα των τελευταίων πέντε χρόνων, είναι παιδιάστικος, καθώς οι μισοί προσπαθούν να γρυλίσουν σαν τους μπαμπάδες τους πολιτικά ή κομματικά αιτήματα (δεξιά, αριστερά ή νεοχουντικά ανάλογα με την εκάστοτε πατρική μυθολογία) που έχουν ξοφλήσει εδώ και 40 χρόνια και οι άλλοι μισοί κάνουν λες και το απόλυτο πολιτικό αίτημα είναι η σπουδαιοφανής Αθήνα του 2004, που πρέπει να συνεχιστεί με κάθε τρόπο. Δεν συλλαμβάνουμε το πρόβλημα σε όλη του την τραγικότητα και γι’ αυτό κάνουμε σαν παιδάκια που είτε μιμούνται είτε κανιβαλίζουν τους γονείς τους. Ας παραδεχτούμε λοιπόν πως είμαστε μπάσταρδοι κι ας βρούμε τον αληθινό μας εαυτό, ώστε να κατακτήσουμε και τη δική μας θέση τον «κοινό μύθο», που έλεγε ο Χατζιδάκις. Δύσκολο, βέβαια, να μιλάει κανείς σε μιαν επιτακτική περίοδο για ωρίμανση. Κι όμως, αν θέλουμε όντως ν’αλλάξουν τα πράγματα και να’χουμε κι εμείς μια θέση σ’αυτά, να ωριμάσουμε πρέπει.
Ο υπότιτλος της παράστασης είναι «Πέφτει η νύχτα στο Παλέρμο». Πολλά είχα σκεφτεί, μέχρι κι ένα σεφερλίδικο τύπου «Saturday night Φοίβος», γιατί ζηλεύω τρομερά που όλοι οι τίτλοι μπορούν να διαμορφωθούν έτσι ώστε να χωράει το όνομα του Σεφερλή μέσα. «Χτυποκάρδια στο Σέφερλι Χιλλς», «One mark show», «Σουλεϊμάρκ ο Μεγαλοπρεπής», αλήθεια πώς γίνεται αυτό; Κι εγώ βρήκα μόνο έναν. Μετά σκέφτηκα το «Η νύχτα πέφτει στο Παλέρμο», με μια μικρή διαφοροποίηση στους κανόνες. Βγάζουμε έξω εμείς, οι πολίτες δηλαδή, τους αστυνομικούς, τους χαφιέδες, και τους μαφιόζους και κάνουμε τη νύχτα δική μας υπόθεση. Κατέληξα όμως στο «Μπάσταρδος Γιος» γιατί μου θυμίζει σπαγγέτι γουέστερν και λέει ακριβώς όσα θα ήθελα να πω.
Σου αρέσουν ούτως ή άλλως οι αναφορές στην pop κουλτούρα. Ναι γιατί ζω μέσα σε αυτήν. Όλη μέρα με αυτά ασχολούμαι. Βλέπω τα πάντα. Βλέπω κι εγώ πολύ τις ξένες σειρές, τις κατεβάζω δηλαδή γιατί η τηλεόραση τις δείχνει με μεγάλη καθυστέρηση ή δεν τις δείχνει καθόλου. Το Utopia, το House of Cards, το Louie, θα τα συζητήσουμε τώρα που είναι ο καιρός τους ή θα τα χάσουμε οριστικά για χάρη του Τούρκικου μελοδράματος; Το South Park έφτασε τα 18 χρόνια κι ακόμη η ελληνική τηλεόραση δεν λέει να το προβάλει. Κι όμως το ότι μέσα σε 25 λεπτά κάθε εβδομάδα το South Park καφρίζει είτε την ηθική είτε την επιχειρηματική είτε την πολιτική υποκρισία, και το κάνει μέσα στην κυρίαρχη δημοκρατία του κόσμου, που είναι η Αμερική, είναι τρομερό. Είναι πολύ θετικό ότι μπορούμε κι εμείς να το δούμε την ίδια εβδομάδα, να ένα από τα πολύ καλά της πειρατείας.
Στην Ελλάδα του σήμερα υπάρχει περιθώριο να ανθίσουν τέτοιες ιερόσυλες φωνές; Ναι, και υπάρχουν τέτοια παραδείγματα όπως το Κουλούρι, το Luben.tv, ο γέροντας Παστίτσιος, ο οποίος βέβαια έφαγε 10 μήνες φυλακή για καθαρά μικροπολιτικούς, χυδαίους λόγους από διάφορους οπαδούς –κατά τα άλλα- του Je Suis Charlie. Ο Πανούσης από τα 80ς έκανε πολύ σκληρή δουλεια. Μόνος του σχεδόν χτυπούσε όλα τα ελληνικά ταμπού και σε πολύ υψηλό επίπεδο. Πιστεύω ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια, παρά τα όσα αρνητικά έχουν συμβεί όπως π.χ. το Χυτήριο, προχωράμε μπροστά. Μπορεί η οικονομική κρίση να βγάζει στην επιφάνεια τα χειρότερα στοιχεία αλλά υπογείως έχει γίνει πολύ δουλειά. Το λέω με μεγάλη σιγουριά. Έχω μια εμμονή και πηγαίνω δύο φορές την εβδομάδα στη βιβλιοθήκη του δήμου Αθηναίων και διαβάζω παλιές εφημερίδες, μελετάω μια ολόκληρη χρονιά και τώρα βρίσκομαι στο 1971. Πάω και διαβάζω μια καθαρά χουντική εφημερίδα του 1971, τον «Ελεύθερο κόσμο» και μια σχετικά πιο ελεύθερη, «Τα Νέα». Εκεί καταλαβαίνεις ότι έχουμε διανύσει μεγάλη απόσταση. Βλέπεις ότι αυτό που έκαιγε τους γελοιογράφους τότε ήταν τα μακριά μαλλιά του John Lennon. Ή βλέπεις πρωτοσέλιδο με συνέντευξη του «πρωθυπουργού» Γεώργιου Παπαδόπουλου να λέει «Θα περάσει κανείς πάνω από το πτώμα μου για να κάνει την Ελλάδα τυραννία»! Είναι αστεία όλα αυτά αν το σκεφτείς. Ε, αστείος θα μας φαίνεται και ο Σαμαράς με την «ανάπτυξή» του, αστείος θα φαίνεται σε όλους και ο Ανδρέας Παπανδρέου από το 1985 και μετά με τον Κουτσόγιωργα. Πράγματι η Ελλάδα του 1971, δε συγκρίνεται με την Ελλάδα του 1985, του 2005 και του 2015. Ακόμη και το γεγονός ότι πια πολύ ελεύθερα μιλάμε και διακωμωδούμε τη γελοία προσωπικότητα του Αντώνη Σαμαρά είναι μια πρόοδος σε σχέση με το 1971. Βέβαια, υπάρχουν ακόμη πολύ σκληροπυρηνικά συντηρητικά στοιχεία, αλλά αυτό συμβαίνει σε κάθε κοινωνία. Ακόμα και σε κοινωνίες που «μοχθούμε να φτάσουμε», όπως η γαλλική, που η Le Pen έχει 30%. Αυτές οι ακραίες, νεοναζιστικές ομάδες αναδεικνύονται πάντα μέσα σε δύσκολες οικονομικά συνθήκες. Αυτή τη στιγμή απόλυτη ενοχή για αυτό έχει η Merkel και το παιχνίδι που παίζει. Και δεν το λέω ως «καμμένος Έλληνας», είναι μια αλήθεια αυτή. Παίζει ένα πολύ συγκεκριμένο παιχνίδι με την Ευρώπη μαζί με τις τράπεζες εγείροντας και η ίδια μυθολογίες περί εργατικών και μη λαών, που ξυπνούν τα χειρότερα ένστικτα στους υπόλοιπους. Για αυτό χρειάζεται μεγάλη ευθυκρισία και αργό βήμα ο τρόπος που αντιστέκεται κανείς σε όλο αυτό.
Αισθάνεσαι ότι για την ανάδειξη ακροδεξιών ομάδων φέρει ευθύνη και η αριστερά λόγω έλλειψης ρεαλιστικών θέσεων; Σε ένα επίπεδο, βέβαια. Γιατί και η Αριστερά είχε μάθει να είναι ενταγμένη στο κομματικό σύστημα που μηχανικά και με ευκολία αναπαρήγαγε τα δικά του κλισέ περί ελευθερίας, χωρίς να τα μελετάει καθημερινά, χωρίς να ξέρει πώς εξελίσσονται οι κοινωνίες από μέσα, χωρίς να βλέπει πως οι τρόποι να περιγράψεις κάτι οφείλουν να αλλάζουν συνέχεια. Από την άλλη μόνο μέσα στους κόλπους της Αριστεράς, της κάθε ευρωπαϊκής χώρας, υπήρχε ένας λόγος συμπάθειας προς τους μετανάστες και τους αδυνάμους, πάντα μόνο από εκεί έρχονται αυτές οι φωνές. Κι εδώ το είδαμε αυτό. Ό,τι και να έχει να πει κανείς για την «κομματικίλα» της Αριστεράς μας και το πόσο οπισθοδρομική είναι σε ορισμένα ζητήματα από την άλλη, όποτε έχει χρειαστεί, μόνο αυτή έχει αρθρώσει λόγο υπεράσπισης των μεταναστών, των φυλακισμένων, των δαιμονοποιημένων ομάδων. Αυτό είναι κάτι που προσωπικά θεωρώ σημαντικότατο, ειδικά σήμερα.
Η σελίδα σου στο facebook είναι κάτι που διαχειρίζεσαι μόνος; Ρωτώ γιατί είναι ιδιαίτερα δημοφιλής και ορισμένες φορές εμπεριέχει τοποθετήσεις πάνω σε πολιτικά/κοινωνικά ζητήματα. Είναι κάτι που διαχειρίζομαι κι εγώ παρέα με άλλους ανθρώπους που εμπιστεύομαι. Τα πιο προσωπικά ποστ είναι δικά μου, πάντως. Αισθάνομαι ευθύνη για τα ποστ μου, ειδικά όταν αναπαράγονται. Για παράδειγμα εκείνο που έγραψα για τον Ρωμανό αναρωτιόμουν αν το έγραψα τόσο σωστά και υπεύθυνα ώστε να φαίνεται ή πληρότητα της άποψης μου ή αν μπορεί να το χρησιμοποιήσει ο καθένας όπως θέλει παρανοώντας την αρχική μου τοποθέτηση. Σιχαίνομαι την έννοια που έχει η έκφραση «πνευματικός άνθρωπος» στην Ελλάδα. Δεν πιστεύω ότι o Bob Dylan, ο Van Morrison, ένας πεζογράφος ή ένας ποιητής βγαίνει κάθε τόσο και λέει τι θα ψηφίσει στις εκλογές. Μόνο όταν θεωρώ ότι τα πράγματα αφορούν έναν χώρο για τον οποίο μπορώ να μιλήσω, όπως έγινε με το Χυτήριο, μιλάω.
Έχεις σκεφτεί ποτέ ποιο είναι το κοινό που έρχεται στις παραστάσεις σου; Ειδικά κάποιος που έρχεται για πρώτη φορά αναρωτιέσαι αν το προηγούμενο βράδυ ήταν πχ στον Βέρτη; Το σκέφτομαι αλλά δεν έχω πρόβλημα. Άλλωστε κι άλλος που ξέρει πού ήμουν εγώ το προηγούμενο βράδυ; Πιστεύω όμως ότι ο τρόπος που διαχειρίζομαι τη δημοσιότητα που παίρνει η κάθε δουλειά μου είναι έτσι μελετημένος ώστε να συναντηθώ με ανθρώπους που μου ταιριάζουν, που θα ήθελα να τους γνωρίσω, που θα πηγαίνω με ενθουσιασμό κάθε βράδυ να τους συναντήσω. Από μικρός ξέρω ότι δε με γοητεύει το κοινό του πρωινάδικου ή του τηλεγλεντιού με τους μουσακάδες και τη νοσταλγία και δούλευα ώστε τα μέσα που θα προωθούσαν τη δουλειά μου θα με οδηγούσαν σε ένα κοινό που με ενδιαφέρει. Έτσι είτε έρθει ένας λαϊκός άνθρωπος, μια οικογένεια ή ένας χίπστερ θα είναι δικού μου τύπου χίπστερ ή οικογενειάρχης. Θα είναι κάποιος που μαζί του θα μπορεί να κατακτηθεί η επικοινωνία. Είναι πάρα πολύ λίγες οι φορές που έχω βρεθεί μπροστά στο κοινό και έχω αναρωτηθεί «μα ποιοι είναι όλοι αυτοί;».
Στην επόμενη σελίδα η συνεργασία με την Καίτη Γαρμπή, τα σκυλάδικα, ο Κιούμπρικ και ένα κομμάτι που θα λέγεται “Το Μουνί”.