Με τα διηγήματα της Ροζίτας Σπινάσα δεν ξεμπερδεύεις εύκολα. Κάθε ένα από αυτά μοιάζει με μαχαιριά που σκίζει τον καμβά της καθημερινότητας, μόνο που από τη σχισμή δεν ξεπηδά φως αλλά σκοτάδι. Δέκα ιστορίες ρεαλιστικές, δέκα ιστορίες της πόλης και της υπαίθρου, δέκα ιστορίες με ήρωες ανθρώπους που δε θα ήθελες να τους έχεις γείτονες αλλά –πιθανόν- τους έχεις. Σπάνια μια γυναίκα συγγραφέας και μάλιστα πρωτοεμφανιζόμενη μιλάει με τόση ψυχραιμία και χειρουργική ακρίβεια για τα σκοτεινά μας συναισθήματα. Διέξοδος και αισιοδοξία δεν υπάρχει πουθενά, όμως παράλληλα υπάρχει μια περίεργη αίσθηση ανθρωπιάς, μια κατανόηση ότι έτσι είμαστε ως είδος, έτσι θα πορευτούμε, κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να το κατανοήσουμε. Η συγγραφέας μιλάει στην Popaganda για την πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο «στόμαστομαστό».
Ξεκίνησα να γράφω χάρη στο πρώτο σεμινάριο δημιουργικής γραφής που έκανα. Ήταν 2006 με 2007 στο Μικρό Πολυτεχνείο με τον Γιώργο Φλωράκη. Αγαπούσα πολύ το βιβλίο και το είχα κάτι σαν όνειρο να γράψω. Μου φάνηκε μια πολύ ενδιαφέρουσα δραστηριότητα αλλά από την αρχή υπήρχε ο στόχος της γραφής, εννοώ ότι δεν πήγα απλώς για να περάσω καλά ή να γεμίσω τον χρόνο μου. Πήρα μπρος με το κύμα του πρώτου σεμιναρίου γιατί έστειλα κάποια κείμενά μου στο mic.gr και μου τα δημοσίευσαν. Μετά υπήρξε μια παύση, κάπως στέρεψα γιατί προφανώς δεν είχα βρει ακόμη το σωστό κανάλι.
Άρχισα να διαβάζω κάποια βιβλία σαν οδηγούς, όπως το «Περί Γραφής» του Stephen King, που μεταξύ άλλων συμβούλευαν ότι πρέπει να γράφει κανείς κάθε μέρα. Γυρνούσα κι εγώ κουρασμένη από το γραφείο, καθόμουν να γράψω κι ένιωθα ότι θα το «κάψω». Μετά έκανα ένα σεμινάριο γραφής με την Έλενα Μαρούτσου κι εκεί άρχισα να γράφω πιο λογοτεχνικά. Έδινα για κάποιο διάστημα κείμενα στη LIFO αλλά κάπου εκεί ήρθε το δεύτερο κύμα παύσης. Όμως υπήρχε κόσμος που μου έλεγε ότι γράφω καλά κι έτσι κάπου με έτρωγε όλο αυτό, ήρθε και το παιδί το 2012 και έτσι δεν είχα χρόνο. Το 2015 αποφάσισα να κάνω ένα τρίτο σεμινάριο. Ρωτώντας κατέληξα στα μαθήματα του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη. Εκεί έγραψα το πρώτο διήγημα του βιβλίου, το «Κρύοι δίσκοι».
Ένιωθα ότι τα κείμενα που έγραφα είχαν κάποια αξία. Το είδα υπαρξιακά το θέμα, σκέφτηκα «ή τώρα ή ποτέ». Είχα μόλις κλείσει τα 40 και ήταν μια απόφαση που πήρα, αυτή η δεκαετία να είναι πιο δημιουργική. Όταν έγραψα και το δεύτερο διήγημα «Οι θάλαμοι των λυγμών» ήξερα ότι έγραφα πια για μια συλλογή που θα επεδίωκα να την εκδώσω. Είχα στόχο και μάλλον ήμουν σε δημιουργικό οίστρο γιατί με το που τελείωσα ένα διήγημα είχα στο μυαλό μου την ιδέα για τα δυο-τρία επόμενα.
Από τα σχόλια που έχω ακούσει αυτό που μου έχει μείνει είναι ότι παρότι τα διηγήματα είναι σκοτεινά δεν χάνουν την ανθρωπιά τους. Με χαροποίησε αυτό, νιώθω ότι κάπως έτσι λειτουργώ κι εγώ.
Η στιγμή που συλλαμβάνεις την ιδέα είναι η καλύτερη, για εμένα. Είναι μια διαδικασία βέβαια. Σου έρχονται κάποιες σκέψεις, τις κολλάς μεταξύ τους, ξέρεις τι ταιριάζει με τι, σου λείπει όμως κάτι ακόμη κι όταν έρχεται μια ακόμη σκέψη και «κουμπώνει», τότε σε γεμίζει ένα πολύ ωραίο συναίσθημα, νιώθεις ότι «το ‘χουμε», έχει μια δύναμη αυτό. Αυτή τη διαδικασία βίωνα κυρίως τις νύχτες, όταν κοιμόντουσαν όλοι κι εγώ ήμουν στο κρεβάτι μου, ξυπνούσα και σκεφτόμουν. Σε αυτήν την απόλυτη ηρεμία και στο σκοτάδι κι επειδή μόλις είχα βγει από ύπνο το μυαλό ξέφευγε από την αυστηρή λογική και μάλλον λειτουργούσε το παρασυμπαθητικό σύστημα. Μου άρεσε αυτή η λειτουργία μέσα στη νύχτα.
Δεν είναι ότι αναγνωρίζω σε εμένα τα συγκεκριμένα, σκοτεινά συναισθήματα που προκαλούν τα διηγήματα -άλλωστε αυτά τα βιώνει ο κάθε αναγνώστης- όμως νιώθω ότι χάρη σε αυτά τα διηγήματα βρήκε φωνή η σκοτεινή μου πλευρά, που θυμάμαι να έχω από μικρό παιδί και πάντα προσπαθούσα να ελέγξω/καταπνίξω. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια έχοντας ακολουθήσει την καθιερωμένη «συνταγή επιτυχίας» (σπουδές, οικογένεια) και διαπίστωσα ότι η σκοτεινή αυτή πλευρά επιμένει, είπα να την αφήσω να εκφραστεί. Είναι αυτό που είχε πει ο μακαρίτης ο Νίκος Τριανταφυλλίδης, ότι κάποιοι από μας έχουμε μέσα μας ένα «σκοτεινό απόθεμα», που είναι πάντα εκεί όσο κι αν προσπαθούμε να το ξεφορτωθούμε.
Σε κάποια διηγήματα ζορίστηκα περισσότερο. Εκεί που πραγματικά ένιωσα συναισθηματικό σφίξιμο ήταν στα «Υπόγεια», που είναι μια ιστορία κακοποίησης. Κατά βάση όμως η διαδικασία γραφής ήταν ορθολογιστική, σαν να φτιάχνω μια κατασκευή, αφού είμαι άλλωστε άνθρωπος που λειτουργώ πολύ με τη λογική. Αντιμετώπιζα με αυτό τον τρόπο τα διηγήματα και δεν συμμετείχα πολύ. Το συναίσθημα όμως που αποπνέουν είναι κοινό σε όλα. Και προφανώς αυτό το συναίσθημα είναι δικό μου.
Όλες οι ιστορίες είναι μυθοπλασία αλλά έχουν στοιχεία πραγματικά που υπηρετούν τη δράση. Στο διήγημα «Περιστεριώνας» ένα περιστέρι μπαίνει σε μια κουζίνα και η ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος το αφήνει να ψοφήσει από τα τραύματά του καθώς χτυπάει πάνω στο τζάμι προσπαθώντας να ξεφύγει. Είχε μπει και στο δικό μου σπίτι ένα περιστέρι, όταν έμενα στα Εξάρχεια. Η διαφορά είναι ότι εγώ πήγα στο αστυνομικό τμήμα της Καλλιδρομίου, το είπα στο φυλάκιο, γελούσαν αυτοί και μου έδωσαν έναν νέο αστυνομικό, μπήκαμε στο περιπολικό, έβαλαν τον φάρο και παρκάραμε έξω από το σπίτι. Θυμάμαι το ύφος του αστυνομικού που όταν μπήκαμε στο ασανσέρ μου είπε: «Ξέρετε, για αυτά τα περιστατικά αρμόδια είναι η πυροσβεστική». Μπαίνει στην κουζίνα, κλείνει την πόρτα και μετά από λίγο βγαίνει αναμαλλιασμένος και μου λέει: «Εντάξει, το έδιωξα».
Μου αρέσουν τα διηγήματα. Τα προτιμώ και ως αναγνώστης. Από την άλλη δεν έχω υπομονή, όταν θέλω να πω κάτι θέλω να το πω σχετικά γρήγορα, διαφορετικά νιώθω μια πίεση, ότι πνίγομαι. Σκέφτομαι ότι εάν γράψω μυθιστόρημα θα πρέπει να κάνω μήνες για να πω αυτό θέλω. Δεν ξέρω αν το έχω. Στο διήγημα μπορώ να κοντρολάρω τον χρόνο μου, που εκ των πραγμάτων, ως εργαζόμενη μητέρα, είναι περιορισμένος.
Μου αρέσει πολύ ο Καραγάτσης, είχα διαβάσει τα βιβλία του στη σειρά πριν δέκα-δεκαπέντε χρόνια. Μου αρέσουν επίσης τα περισσότερα του Γιάννη Ξανθούλη. «Το ροζ που δεν ξέχασα», το θεωρώ από τα κορυφαία βιβλία που έχω διαβάσει και με συναρπάζει ότι στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα ο Ξανθούλης πέτυχε την ιδανική ισορροπία μεταξύ πλοκής και λόγου. Το αγαπημένο μου βιβλίο, που το έχω διαβάσει πάνω από έξι φορές είναι το «Όσα παίρνει ο άνεμος», της Μάργκαρετ Μίτσελ. Νομίζω ότι η Σκάρλετ Ο’ Χάρα αποτυπώνει τέλεια την προσωπικότητα της ανικανοποίητης, δυναμικής γυναίκας. Έχω να το διαβάσω από την εφηβεία μου αλλά πιστεύω ότι και τώρα να το διάβαζα το ίδιο θα μου άρεσε.
Από τα σχόλια που έχω ακούσει αυτό που μου έχει μείνει είναι ότι παρότι τα διηγήματα είναι σκοτεινά δεν χάνουν την ανθρωπιά τους. Με χαροποίησε αυτό, νιώθω ότι κάπως έτσι λειτουργώ κι εγώ. Δεν είμαι μελό, γιατί το μελό εμπεριέχει μια κλάψα. Δεν μπορώ το προκάτ συναίσθημα. Η συγκίνηση εάν δεν είναι με ειλικρίνεια δοσμένη είναι φτηνή. Για να έχει κάτι αξία πρέπει να είναι ειλικρινές.