To σπίτι της Ρέας Γαλανάκη είναι ένα σύμπαν γαλήνης, που αφήνει το μάτι ελεύθερο. Μπροστά του έχει τον ανοικτό ορίζοντα του κήπου του Γηροκομείου Αθηνών και στο βάθος τη χιονισμένη Πεντέλη. Ο ουρανός εισβάλλει μέσα του άπλετος. Αυτό το άνοιγμα είναι ο λόγος, μου εξηγεί η βραβευμένη λογοτέχνις, που μετακόμισε εδώ από το κέντρο της Αθήνας. Ηρεμία και τάξη κυριαρχούν εντός της κατοικίας με τα παλιά επώνυμα έπιπλα, τα έργα του Ψυχοπαίδη και του Λεβίδη. Δεν υπάρχει ίχνος σκόνης σε ετούτο τον κόσμο. Ακόμη και τα παρκέ λάμπουν σαν καθρέφτες.
Δεν ξεκινάμε αμέσως τη συνέντευξη. Η Ρέα Γαλανάκη ζητάει το χρόνο της. Στην πρώτη γουλιά του καφέ που με κερνάει τη ρωτάω για τους γιατρούς γονείς της. Ο πατέρας της μαθήτευτε δίπλα στον περίφημο ωτορινολαριγγολόγο Πορτμάν, στο Μπορντώ της Γαλλίας. «Ο Πορτμάν ήταν στην ιατρική ό,τι ήταν ο Φρόυντ στην ψυχανάλυση». Μου περιγράφει το ιατρικό κατεστημένο εκείνων των χρόνων στην Αθήνα. Όλες οι θέσεις είχαν καταληφθεί από τους βασιλικούς ιατρούς κι ο βενιζελικός πατέρας της αναγκάστηκε έκον άκον να επιστρέψει στο Ηράκλειο της Κρήτης. Γενέθλιος τόπος και της Ρέας, και καθοριστικότατος για την εξέλιξή της.
Αφορμή της συνάντησής μας δεν είναι η έκδοση ενός νέου βιβλίου (παρότι ετοιμάζει δύο), αλλά η ανακοίνωση ότι η «Άκρα ταπείνωση» (Καστανιώτης), το βιβλίο-κατάθεσή της για την κρίση είναι υποψήφιο για το κορυφαίο βραβείο Prix Méditerranée Etranger, με το οποίο στο παρελθόν έχουν τιμηθεί ο Παμούκ, ο Άδωνις, ο Ταμπούκι, ο Άμος Οζ, ο Κανταρέ, ο Γιασάρ Κεμάλ και ο Αρτούρο Πέρεθ Ρεβέρτε.
Να ξεκινήσουμε, κυρία Γαλανάκη, από το ότι θέσατε, σε εισαγωγικά, ως όρο της συνέντευξης να ξεκαθαρίσω ότι δεν πήρατε το Prix Méditerranée Etranger, αλλά ότι μπήκατε στη long list. Παρ’ όλα αυτά η υποψηφιότητα από μόνη της δεν είναι μια σημαντική αναγνώριση; Είναι σημαντικό, γιατί καταλαβαίνετε ότι αυτό έγινε χωρίς καμία παρεμβολή. Δεν με ξέρουνε, δεν τους ξέρω, απλώς το βιβλίο ακούστηκε στη Γαλλία, να το πούμε έτσι πολύ απλά, άρεσε σε αρκετό κόσμο, υπήρξαν πάρα πολλά δημοσιεύματα, πολλές συνεντεύξεις σε μεγάλες εφημερίδες, πήγα σε αρκετά φεστιβάλ και νομίζω το βιβλίο ενδιέφερε.
Αυτό οφείλεται και στη θεματική του, στο ότι αναφέρεται στην κρίση; Ναι, αυτό, νομίζω, άρεσε κυρίως στη Γαλλία, το ότι αναφέρεται στην κρίση παραμένοντας και λογοτεχνία ενός επιπέδου. Σίγουρα η υποψηφιότητα ήταν μια ικανοποίηση για μένα. Αλλά έχουμε πολύ δρόμο και βαστάω μικρό καλάθι. Είναι μεγάλος ο ανταγωνισμός. Επίσης να πω ότι το βιβλίο δεν έπαιξε σε αντίστοιχα βραβεία στην Ελλάδα.
Ποια βραβεία εννοείτε; Τα βραβεία της Ακαδημίας και του «Aναγνώστη». Ξέρω γιατί συνέβη αυτό, αλλά δεν θα επεκταθώ. Αυτό είναι ένας λόγος που ευχαριστήθηκα πάρα πολύ που ήρθε απ’ έξω μια αντικειμενική αναγνώριση, έστω και σε αυτό το πρώτο επίπεδο.
Πόσο οριακό ήταν το γεγονός ότι αναμετρηθήκατε στην «Άκρα Ταπείνωση» με γεγονότα την ώρα που συνέβαιναν; Υπήρχε ο κίνδυνος ξαφνικά κάτι να ανατραπεί. Έχετε δίκιο που το λέτε οριακό, ίσως επειδή εγώ έχω ταυτιστεί με το ιστορικό μυθιστόρημα. Ιστορία όμως είναι και το παρόν, ένα παρόν τόσο έντονο, τόσο ανατρεπτικό, όπως τα πρώτα χρόνια της κρίσης, που είχαμε σοκαριστεί, ενώ τώρα κάπως έχουμε συνηθίσει. Δηλαδή, καταλάβαινες ότι εδώ γυρίζουμε σελίδα. Χάνονται οι παλιές βεβαιότητες. Υπάρχει μια άμμος που σαλεύει κάτω από τα πόδια σου.
Είχατε τρομάξει; Φοβήθηκα τρομερά, πανικός με είχε πιάσει. Από την άλλη μεριά, σκέφτηκα ότι, αν θέλω να είμαι έντιμη με τον εαυτό μου στη λογοτεχνία, γράφω για αυτά που με απασχολούν. Η κρίση είχε ανατρέψει πάρα πολλά πράγματα στη σκέψη μου, στη φιλοσοφία μου, στην πολιτική μου αντίληψη. Έπρεπε να σκεφτώ. Οι λογοτέχνες σκεφτόμαστε μέσα από ιστορίες που φτιάχνουμε. Γι’ αυτό και προσπάθησα να φτιάξω ένα βιβλίο για την κρίση με τρομερό φόβο. Είχα δουλέψει πολύ στο τελευταίο σενάριο της ταινίας «Άλλη θάλασσα» με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, ο Μάρκαρης κι εγώ ήμασταν οι σύμβουλοί του. Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που έπιασε την πραγματικότητα. Το τελευταίο σενάριο ήταν επάνω στην πραγματικότητα της Ελλάδας, ενώ δεν δούλευε συνήθως ο Αγγελόπουλος την πραγματικότητα, δούλευε με αυτό που λέμε temps perdu, χαμένος χρόνος. Έκανε ένα σενάριο για το μετανάστη. Στο μεταξύ, μπήκε η κρίση, ξανάλλαξε το σενάριο -αυτός το έγραφε φυσικά – και έβαλε και την κρίση μέσα. Με βοήθησε να τολμήσω. Γιατί όταν καθίσει κάποιος δίπλα σε ένα μεγάλο δάσκαλο πάντα κάτι καλό θα του μείνει.
Αν σήμερα αποφασίζατε ή σας ανέθετε κάποιος να συμπληρώσετε το μυθιστόρημα της κρίσης, έχοντας ήδη κυβερνήσει δυο χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ πώς θα διαχειριζόσασταν τη συνέχεια; Ομολογώ ότι αυτό ακριβώς προσπάθησα να κάνω στο βιβλίο. Να σηκώσω το μυθιστόρημα και από το ’12 και από το ’13, ώστε να αποκτήσει μια διαχρονικότητα. Δεν μπορώ να πω ότι κανείς είναι εξαιρετικά ευχαριστημένος αυτή τη στιγμή είτε από τον τρόπο που υπάρχει η Ελλάδα διεθνώς, είτε από την κατάσταση που επικρατεί μέσα στη χώρα μας – πολλά πράγματα που είχαν υποσχεθεί δεν έγιναν. Εγώ φυσικά αριστερή ήμουνα, Αριστερά ψήφισα και θα ψηφίζω μέχρι να πεθάνω Αριστερά, δεν το συζητάω να μετακινηθώ.
Δεν έχετε απογοητευτεί; Για εμάς τους παλιούς το να μένουμε μέσα στην Αριστερά καταρχάς είναι ένα σημείο ταυτότητας, κατά δεύτερο λόγο δεν σημαίνει ότι είμαστε τυφλοί ή ότι είμαστε βλάκες. Καταλαβαίνουμε πάρα πολύ καλά τα ελαττώματα, αλλά είναι σαν να καταλαβαίνεις τα ελαττώματα που έχει η μαμά σου, ο μπαμπάς σου και οι συγγενείς σου. Εκεί είμαστε. Δεν θα μετακινηθώ. Στο κάτω κάτω είμαι κοντά στα 70 χρόνια. Πόσο θα ζήσω ακόμα; Αλίμονο! Η Αριστερά είναι ένας χώρος μεγαλείου και παράλληλα ένας χώρος μικρότητας και συμβιβασμών. Αυτό το ξέρουμε όμως και ιστορικά. Δεν το βλέπουμε μόνο αυτή τη στιγμή, που ζούμε μια πρωτοφανή πολιτική πόλωση. Κάθε φορά που ιστορικά υπάρχει οικονομική κρίση, ο μεσαίος χώρος χάνεται. Έχει απορροφηθεί είτε από τον ΣΥΡΙΖΑ είτε από τη Δεξιά και υπάρχουν πολύ μικρά κόμματα-σταγονίδια που δεν έχουνε καμία ισχύ. Υπάρχουνε και σημεία τα οποία είναι τερατώδη.
Σε τι αναφέρεστε; Στο γεγονός ότι ο Μεταξάς μέσω των βιβλίων που βγάζει κάποια εφημερίδα, δεν θα πω ποια, αναδεικνύεται ως ένα από τα δέκα σημαντικά πρόσωπα στην ιστορία της Ελλάδας, αρχίζοντας από τα αρχαία χρόνια. Καταλαβαίνει δηλαδή κανείς το φλερτ της Δεξιάς με την Ακροδεξιά.
«Δεν μπορούμε να είμαστε η Αριστερά ούτε της Μεταπολίτευσης, ούτε των παλιότερων χρόνων, ούτε καν η Αριστερά της περιόδου της ευδαιμονίας της Ελλάδας, όπου ήταν ένα πολύ μικρό κόμμα. Ο μεσαίος χώρος έχει χωριστεί στα δύο πια. Πρέπει να συλλάβουμε την πολύ βαθιά αλλαγή.»
Υπάρχει η αίσθηση ότι έχει ενεργοποιηθεί ένας ολόκληρος μηχανισμός αντιαριστερισμού, ακόμη με την στρατολόγηση ιστορικών που επιχειρούν να ξαναγράψουν την Ιστορία. Αυτό είναι αυτονόητο, όχι γιατί ανέβηκε μια αριστερή κυβέρνηση, αλλά γιατί υπάρχει αυτό το πολωτικό κλίμα, που δημιουργεί δύο μονομάχους. Πάνω σε αυτό υπάρχει πολύ μεγάλη συζήτηση, αφιερώματα εφημερίδων… Δεν θα απαλλάξω ούτε τον Στάλιν ούτε τον ΕΛΑΣ από τα εγκλήματα που έχουν κάνει. Όμως, μιλάμε για άλλες εποχές. Ούτε όμως τους εξομοιώνω με τον Χίτλερ ή με το παρακράτος της Δεξιάς, τους Ταγματασφαλίτες. Αλλά τώρα εκ των υστέρων να έρχονται και να θέλουν να ξαναρχίσουν το ίδιο τροπάριο, το θεωρώ φτηνό και ύπουλο.
Από την άλλη, όποτε έχει αναλάβει η Αριστερά την εξουσία αυτοδιαψεύδεται, αυτοκαταργείται, αναιρεί ακόμη και τους συμβολισμούς που αποτελούν την ταυτότητά της. Αν για τη δική σας γενιά η Αριστερά ό,τι και να συμβεί παραμένει σημείο ταυτότητας, για τους νεότερους δεν ισχύει το ίδιο. Για ποιο λόγο να κρατηθούν σε ένα χώρο χωρίς συνέπεια; Εδώ μια λέξη υπάρχει: διαβάζοντας. Διαβάζοντας ιστορικά κείμενα για την Αριστερά, διαβάζοντας για την κρίση, διαβάζοντας κι ερευνώντας. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος και ούτε έχουμε πια σημαίες με σφυροδρέπανα. Αυτό δα έλειπε! Τα σύμβολα αλλάζουν. Είμαστε σε μια νέα εποχή. Δεν μπορούμε να είμαστε η Αριστερά ούτε της Μεταπολίτευσης, ούτε των παλιότερων χρόνων, ούτε καν η Αριστερά της περιόδου της ευδαιμονίας της Ελλάδας, όπου ήταν ένα πολύ μικρό κόμμα. Ο μεσαίος χώρος έχει χωριστεί στα δύο πια. Πρέπει να συλλάβουμε την πολύ βαθιά αλλαγή.
Γράφετε ταυτόχρονα δυο βιβλία. Έχουν σχέση με την πολιτική συγκυρία; Δουλεύω δυο νουβέλες, οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με μια σημερινή πολιτική επικαιρότητα. Ήθελα λίγο να πάρω και μια ανάσα από το τελευταίο μυθιστόρημα, ήθελα να βυθιστώ σε άλλους κόσμους. Η μία νουβέλα αφορά την Αριάδνη, της οποίας το μύθο εγώ τον βλέπω κάπως διαφορετικά. Μην ξεχνάτε ότι γεννήθηκα δίπλα στην Κνωσσό κι όλη αυτή η μυθολογία με έχει διαποτίσει από παιδάκι. Μου είχε ζητηθεί να γράψω ένα διήγημα το ’12, με αφορμή τη Μέρα της Γυναίκας. Ήταν μια διοργάνωση της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων, στην οποία συμμετείχαν έξι γυναίκες από την Ε.Ε. Εγώ είχα επιλεγεί απ΄την Ελλάδα. Το ανέπτυξα, γιατί μου άρεσε πολύ το θέμα, αλλά θεώρησα ότι δεν είπα όσα ήθελα να πω. Η δεύτερη νουβέλα ξεκινά πάλι από ένα διήγημα που μου είχε ζητηθεί από τα ΝΕΑ. Παλιά σκόπευα να γράψω κάτι για τον Χαλεπά. Έπεσε όμως αυτό το πολύ μεγάλο και γόνιμο ενδιαφέρον γύρω από την περίπτωσή του, γράφτηκε κι ένα μυθιστόρημα που βραβεύτηκε κιόλας και τα παράτησα. Όταν μου ζήτησε η Μικέλα Χαρτουλάρη να γράψω κάτι στη εφημερίδα έγραψα με αφορμή ένα μικρό άγαλμα του Χαλεπά, την Αθηνά βοσκοπούλα. Με αφορμή αυτό το μικρό πήλινο άγαλμα των 50-60 εκατοστών, ανέπτυξα μερικά πράγματα γύρω από την Αθηνά αλλά και τον Χαλεπά. Είναι δυο νουβέλες για δυο μυθικές γυναικείες προσωπικότητες που συνδεόνται και με άλλα πράγματα.
Το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώσετε έπαιξε ρόλο στην επιλογή σας να σπουδάσετε αρχαιολογία; Δεν σκεφτήκατε δηλαδή ποτέ την ιατρική, ως κόρη γιατρών; Κοιτάξτε, οι γονείς μου μας άφησαν μαζί με τον αδελφό μου να κάνουμε ότι θέλαμε. Ίσως και κακώς. Σκέφτομαι τις ευρωπαϊκές χώρες. Παλιότερα τα παιδιά των γιατρών γινόντουσαν γιατροί, το ίδιο των δικηγόρων, των συμβολαιογράφων… Υπήρχε μια συνέχεια των επαγγελμάτων. Εδώ μάς άφησαν να κάνουμε ότι θέλουμε. Εγώ ήμουνα καλή στα φιλολογικά μαθήματα, κι επειδή ήθελα να γράψω, πήγα στη Φιλολογία για να γράψω, για να μάθω. Άσχετο πως είχα μάθει στο σχολείο περισσότερα από το Πανεπιστήμιο τον καιρό της Δικτατορίας. Βέβαια ήθελα Ιστορία κι Αρχαιολογία κι αυτό τέλειωσα.
Δεν είχατε έφεση στις θετικές επιστήμες; Ήμουνα πάρα πολύ καλή μαθήτρια, πάνω από το 19. Μπορεί να είσαι καλός παντού αλλά κάποια πράγματα τα αγαπάς.
Την Ιατρική δεν μπορέσατε να την αγαπήσατε, δηλαδή; Δεν μπορώ να πω ότι την αγάπησα πάρα πολύ, αν και θα με ενδιέφερε τελικώς να είχα εξελιχτεί σε ψυχίατρο-ψυχαναλυτή. Θα με ενδιέφερε επίσης να έχω γίνει αρχιτέκτων. Είναι κάποια πράγματα που βλέπεις ότι θα μπορούσες να είχες κάνει.
Πότε ξεκινήσατε να γράφετε; Από το Δημοτικό. Μόλις έμαθα γραφή κι ανάγνωση. Δευτέρα Δημοτικού είχα γράψει ποιηματάκια, το «Κόκκινο Ρόδο», το έχω χάσει αλλά υπήρχε ένα τετραδιάκι με ποιηματάκια. Πάντα έγραφα. Πέρασα μια φάση όπου κατέστρεψα τα πάντα, τα πρώτα χρόνια της Δικτατορίας. Δεν ήμουνα πολύ καλά. Ήταν πολύ ζόρικη η ζωή μου εξωτερικά. Μετά ξανάρχισα να γράφω πάλι με μικρά ποιηματάκια. Από εκεί και πέρα είναι σωσμένα αυτά που γράφω, δεν έχω καταστρέψει τίποτα.
Αυτή καθεαυτή η συγγραφική διαδικασία είναι βασανιστική; Πολύ βασανιστική. Καταρχάς εγώ είμαι των ρυθμών των κάπως πιο αργών. Με την έννοια πως οτιδήποτε έχει να κάνει με πνευματική εργασία θέλει το χρόνο του. Ειδικά στη λογοτεχνία. Η τέχνη είναι διαφορετική. Ενας δημοσιογράφος πρέπει να δώσει την ίδια ώρα την ίδια μέρα το άρθρο του. Ένας λογοτέχνης έχει την πολυτέλεια του χρόνου. Βεβαίως, πρέπει κι αυτός να βγάλει το ψωμί του, αλλά όλα αυτά είναι δεύτερα. Σημασία έχει να είναι εντάξει με το κείμενό του. Το κείμενό του πρέπει να είναι λογοτεχνία, να μην είναι δημοσιογραφικός λόγος, πολιτική μπροσούρα… Επομένως, παίρνει το χρόνο της η λειτουργία αυτή, είναι επώδυνη. Είναι πολύ δύσκολο να καταλάβεις ποιο θέμα σου δίνει ραντεβού, να το πιάσεις, αλλά πρέπει να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου και να καταλάβεις τι σε απασχολεί κάποια στιγμή, δηλαδή να δεχτείς τα ερωτηματικά σου, το βασανιστήριο μέσα σου από κάποια ερωτήματα και να ανταποκριθείς σε αυτό. Ναι, είναι επώδυνο το να επιλέξεις ποιο θέμα θα γράψεις, να το κάνεις πιο συγκεκριμένο, να αρχίσεις να ερευνάς, γιατί πάντα ερευνάς ακόμα κι αν γράφεις για το παρόν, να φτιάξεις πράγματα μέσα σου, τα οποία μετά θα τα επεξεργαστείς για να γίνουν λογοτεχνία. Γιατί λογοτεχνία δεν είναι αυτά που θα βρεις. Είναι ο τρόπος που, να μου επιτρέπετε τον όρο, θα τα ζυμώσεις, όπως ζυμώνεις το αλεύρι, το νερό, το αλάτι και κάνεις ψωμί. Η λογοτεχνία θα είναι το μοσχομυριστό ψωμί που θα βγει. Δεν είναι η πρώτη της ύλη, που είναι το αποτέλεσμα της έρευνας.
Γράφετε συγκεκριμένες ώρες μέσα στη μέρα; Οι ώρες ενός ανθρώπου που δεν έχει και καμία βοήθεια στη ζωή του ιδιαίτερη είναι πολύ περιορισμένες, γιατί τα πρωϊνά δουλεύουν όλες οι υπηρεσίες. Αν έχω να κάνω δουλειές, θα φάω το πρωί εκτός σπιτιού. Προσπαθώ ωστόσο την περίοδο που γράφω να έχω 3-4 ώρες δικές μου, καταδικές μου όμως, να μπω και να βυθιστώ. Γιατί ξέρετε πρέπει κανείς να διαβάσει τις προηγούμενες σελίδες και να συνεχίσει, δεν γίνεται αλλιώς. Αλλά πρέπει να μην έχω ενοχλήσεις. Υπάρχουν μεγάλοι περίοδοι που δεν γράφω.
Τις περιόδους αυτές τι κάνετε; Ξέρετε τι σημαίνει γράψιμο για μένα; Σημαίνει καθημερινό διάβασμα. Καθαρό αυτό που λέω. Μπορεί να μην γράψω ακόμα και για μήνες, αλλά το να διαβάσω κάθε μέρα είναι ένα κομμάτι της δουλειάς μου. Το βράδυ διαβάζω, το πρωί ή το απόγευμα με το φως της μέρας γράφω, έχω και δουλειές στο σπίτι να κάνω, δεν το συζητάω. Αλλά από εκεί και έπειτα το διάβασμα είναι για μένα η βασική δουλειά του λογοτέχνη. Δεν είμαστε πια στην εποχή που μπορούμε να επικαλεστούμε την αυθεντικότητά μας, το ότι γράφουμε μόνο με τα ένστικτα, με τα σώψυχά μας. Αυτά περάσανε πια.
Αναφερθήκατε στις δουλειές του σπιτιού. Είσαστε αυτό που λέμε καλή νοικοκυρά; Μ’ αρέσουνε τα σπίτια -και το λέω αυτό τώρα που είμαι μεγάλη γυναίκα, ας πούμε ότι έχω γεράσει και λέω παραξενιές- να είναι καθαρά και νοικοκυρεμένα. Δεν με ενδιαφέρει να είναι πλούσια ή φτωχά, με ενδιαφέρει μέσα στο σπίτι να μαγειρεύεται ένα φαΐ να τρώνε οι άνθρωποι. Το θεωρώ βασικό στοιχείο μιας ζωής κανονικής. Μ’ αρέσει πάρα πολύ να κάνω κάποια πράγματα στο νοικοκυριό, όπως το να φυτέψω μια γλάστρα.
Όταν λέτε ότι διαβάζετε τα πάντα τι εννοείτε; Και τώρα και πάντα διάβαζα πιο πολύ λογοτεχνία, ελληνική αλλά και πάρα πολύ ξένη. Κατά περιόδους έχω διαβάσει πάρα πολλά πράγματα γύρω από την ψυχανάλυση και την Ιστορία, έχω διαβάσει αρχαιολογία, ανθρωπολογία, θεωρητικά κείμενα του Μαρξισμού, Φουκώ, και νομίζω πως όλα αυτά έχουν αφήσει κάποιο αποτύπωμα. Σε κάθε άνθρωπο που διαβάζει αφήνουν. Δηλαδή, ο συγγραφέας διαβάζει, διαβάζει, διαβάζει και κάποτε γράφει, όταν κάνει ραντεβού με ένα θέμα.
Τα πρώτα καθοριστικά αναγνώσματά σας ποια ήταν; Από λογοτεχνία στο σπίτι, παρόλο που ήμασταν μια οικογένεια με μορφωμένους γονείς, δεν υπήρχαν πάρα πολλά πράγματα. Οι σημερινές βιβλιοθήκες που έχουμε όλοι μας στα σπίτια, ακόμη και οι φοιτητές, δεν υπήρχαν έτσι κι αλλιώς στα παλιά σπίτια. Διάβαζα και τα λεγόμενα καλά βιβλία, όσα έβρισκα, αλλά διάβαζα με χαρά και το «Μικρό Ήρωα» κι ένα περιοδικό όπου έμπαινε στο σπίτι, το Ρομάντζο. Θεωρώ ότι και αυτά με ωφέλησαν. Είχα πολύ καλούς καθηγητές στο ιδιωτικό σχολείο που πήγαινα στο Ηράκλειο, στον «Κοραή». Δεν υπάρχει πια, αλλά ήταν ένα ιστορικό σχολείο, στο οποίο με βοήθησαν και μου ξεκαθάρισαν κάποια πράγματα. Υπήρξε καθηγητής που μας έκανε ένα μήνα Ερωτόκριτο, ένα μήνα Σολωμό, κι ένα μήνα Μακρυγιάννη, παραβλέποντας το πρόγραμμα. Υπήρξε καθηγητής που μας έφερε το ’64-‘65 στο κασετόφωνο με την μπομπίνα το «Άξιον Εστί» του Θεοδωράκη και του Ελύτη, που μόλις είχε βγει και το αναλύσαμε στην τάξη.
Υπάρχει κάτι, πέρα από το σχολείο, που σας καθόρισε στα παιδικά και νεανικά χρόνια του Ηρακλείου; Ήμασταν μια οικογένεια αντιαριστερή Βενιζελική. Δεν είχα μεγάλα δημόσια τραύματα στην παιδική μου ηλικία. Ο πατέρας μου ήτανε ένα δημόσιο πρόσωπο, πρόεδρος των Φιλελευθέρων, πολύ φίλος ήταν με τον Γεώργιο Παπανδρέου και πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου για πάρα πολλά χρόνια, απ΄τον οποίο τον έβγαλε η Χούντα. Αρθρογραφούσε και στις εφημερίδες. Αλλά έτυχε να είμαι παιδάκι 10 ετών στην κηδεία του Καζαντζάκη. Ήταν η πιο ανεξίτηλη παιδική εντύπωση, μια μέρα παράξενη, διφορούμενη, άλλοι θέλανε, άλλοι δεν θέλανε, γινόντουσαν καυγάδες. Ας μην μείνουμε σε αυτό. Το θέμα είναι ότι ως έφηβη διάβασα περίπου όλο τον Καζαντζάκη. Ακόμα και την Οδύσσεια. Τον απέρριψα όμως στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου διαβάζοντας τον Καμύ. Εκεί πια είπα «τι γυρεύω εγώ με τον Καζαντζάκη;» Ηταν μια απόρριψη που κράτησε πολλές δεκαετίες, άδικη από την πλευρά μου, πιστεύω. Τον ξαναβρήκα πολύ αργότερα ως καλό μάστορα και μεγάλο εργάτη της γλώσσας κι υπηρέτη της λογοτεχνίας κατά κάποιο τρόπο. Από την Κρήτη έφυγα 18 χρονών. Θυμάμαι και το Κυπριακό. Μας αφήναν και οι καθηγητές να κατεβούμε οι μαθητές στα συλλαλητήρια. Γενικώς, δεν μπορώ να πω ότι είχα έντονες πολιτικές ή δημόσιες αναμνήσεις απ΄την Κρήτη.
Πολιτικοποιηθήκατε στην Αθήνα; Κυρίως με την επιρροή του τότε συζύγου μου Νίκου Γιανναδάκη, με τον οποίο ήμασταν συμμαθητές και συνδεθήκαμε στην τελευταία τάξη του σχολείου. Είναι ένας από τους ανθρώπους που αργότερα ίδρυσαν την παράνομη οργάνωση του Ρήγα Φερραίου. Βέβαια μετά πέσανε όλα επάνω μου, παρανομίες, δικτατορίες, φυλακίσεις, χωρίς να είμαι και πολύ προετοιμασμένη.
Πέρα από τις παραγγελίες των εφημερίδων που κατά καιρούς σας έγιναν, δεν είστε από τους συγγραφείς μας που κάνουν δημόσιες παρεμβάσεις. Το αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι.
Φοβάστε μην τυχόν εκτεθείτε; Δεν είναι αυτό. Όταν κατά καιρούς μου είχαν ζητήσει από τα ΝΕΑ και έγραφα και επιφυλλίδες μού ήτανε πάρα πολύ στενόχωρο. Γιατί η σχέση με το χρόνο είναι πολύ διαφορετική σε μένα. Δεν θέλω να κάνω δημόσιες παρεμβάσεις, αν και έχω κάνει όποτε χρειάζεται, έχω, για παράδειγμα, πάει σε επιτροπές για την ενιαία τιμή του βιβλίου. Όμως, δεν είμαι άνθρωπος που θέλω να φαίνομαι, όσο κι αν σας φανεί παράξενο, παρά μόνο μέσα από τη λογοτεχνία. Και, επίσης, δεν θέλω να γίνω και «μαϊντανός». Κάποιοι συγγραφείς, που βγαίνουν και μιλάνε επί παντός επιστητού, στο τέλος χάνουν την αξιοπιστία τους και κάπου ο κόσμος, αν θέλετε, μένει σε αυτό πιο πολύ παρά στο έργο τους. Εγώ αυτό θέλω να το αποφύγω.
Ζούμε ένα τέλος εποχής. Έχουνε χαθεί σταθερές και αξίες. Τι είναι αυτό που σας κρατάει όρθια; Το ότι δεν έχω πεθάνει μέσα στην κρίση και συνεχίζω να ζω και μιλάμε οι δυο μας εδώ πέρα και συνεχίζω να γράφω. Ακόμη κι αν ξέραμε ότι όλα έχουν τελειώσει, ότι μπαίνουμε σε μια μαύρη περίοδο, όπως υπήρξε η περίοδος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και πάλι θα ζούσα και πάλι θα επέμενα. Η απάντησή μου, επειδή με ρωτάνε καμιά φορά, είναι όχι! Δεν είμαστε ούτε σε Κατοχή, ούτε σε Δικτατορία. Είναι τελείως διακριτές ιστορικές περίοδοι. Είναι πάρα πολύ πονηρό να τα μπλέκει κανείς όλα αυτά, γιατί πάει έτσι να βγάλει ξάφνου σαν τον μάγο ένα λαγό από το καπέλο. Καλό είναι να είμαστε λιγάκι πιο σοβαροί όταν έχουμε να κάνουμε με την Ιστορία. Συγκρίσεις υπάρχουν, γιατί πάντα υπάρχουν αναλογίες σε ιστορικά γεγονότα. Αλλά δεν είναι κατά κανένα τρόπο το ίδιο. Κι αν θέλετε, ένας από τους λόγους που με οδήγησαν να γράψω το βιβλίο μου για την κρίση, ήτανε να δω τη διαφορά των δικών μας εξεγέρσεων της γενιάς μου, που είχε αποκορύφωμα βέβαια το Πολυτεχνείο, σε σχέση με τις σημερινές εξεγέρσεις των νέων που είναι αλλιώτικες. Γιατί φυσικά δεν περιμένει κανείς μετά από 40 χρόνια οι εξεγέρσεις να είναι το ίδιο. Με ενοχλεί αφάνταστα αυτή η φράση καραμέλα ότι για όλα φταίει η γενιά του Πολυτεχνείου. Αυτά είναι επίσης αθλιότητες.