Ξεκίνησα να γράφω το κείμενο αυτό με αφορμή τον θάνατο του ηθοποιού Μηνά Χατζησάββα. Τα πετάγματα της σκέψης μου –ανεξέλεγκτα- οδήγησαν τις αναφορές μου σε πιο ρομαντικά μονοπάτια.
Κάποιοι λένε ότι η καύση του νεκρού στα ειδικά διαμορφωμένα αποτεφρωτήρια απομακρύνει την οικογένεια και τους φίλους του απ’ το να έρθουν σε επαφή με τα οστά του. Οι ζωντανοί θέλουν να θυμούνται τον άνθρωπο τους μ’ εκείνη την ωραιότητα του που είχαν παρούσα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Οι θιασώτες αυτής της άποψης εικάζουν ότι μια τέτοια αναπόληση μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την αποτέφρωση του πτώματος. Δεν υπάρχει σωστή ή λάθος άποψη. Ο καθένας πρέπει να πράττει σύμφωνα με παρακαταθήκη του εκλιπόντα. Κατά την εκκλησία στο σώμα ενοικεί η ψυχή. Και κανείς δεν μπορεί να αλλοιώσει με τεχνητά μέσα αυτό το ιερό ένδυμα της. Η πτωτική φύση του ανθρώπου γίνεται αντιληπτή στο απόγειο της θεωρίας του προπατορικού αμαρτήματος. Μιλάω για τον θάνατο. Όταν ο πεθαμένος θαφτεί στο χώμα είναι αναγκαίο να περάσει απ’ τα στάδια της φθαρτότητας του σαρκίου του. Η εκκλησία αφήνει το άψυχο σώμα στη φύση. Η φύση ακολουθούσε το σώμα όσο ζούσε και με την τελευτή του εναπόκειται πάλι στην ίδια να κάνει τη σάρκα χώμα και να αφήσει τα οστά σαν υπόμνηση της άλλοτε σφύζουσας από ζωή ύπαρξης του κεκοιμημένου. Για την εκκλησία δεν υπάρχουν νεκροί. Μόνο κεκοιμημένοι… οι οποίοι με τους απανταχού νεκρούς χριστιανούς θα εγερθούν από τους τάφους κατά την δεύτερη έλευση του βασιλέα Ιησού. Τα οστά μας διαφοροποιούν από τους άλλους τετελειωμένους-μια άλλη χριστιανική λέξη για τον νεκρό. Μπορεί να λέμε ότι όλοι οι σκελετοί είναι ίδιοι, αλλά αυτό δεν ισχύει. Οι σκελετοί είναι σαν τα αποτυπώματα. Μοναδικοί για κάθε άνθρωπο. Πέρα απ’ την ταφή και την καύση υπάρχουν και άλλες μέθοδοι για να κοιμηθεί κάποιος. Είναι οι φανταστικές ταφές. Εκεί που ποίηση συναντάει τον πόθο του ανθρώπου για την λυτρωτική υστεροφημία, την αιωνιότητα και τη διατήρηση της ζωής του στις αναμνήσεις των άλλων. Ρώτησα μερικούς ανθρώπους να μου πουν πως θα επιθυμούσαν να ταφούνε και πήρα τις πιο ωραίες φαντασίες σαν απάντηση.
Τον ποιητή, θεατρικό συγγραφέα και εκδότη Γιώργο Χρονά τον γνωρίζω από το 2003. Από τότε θυμάμαι στις συζητήσεις μας να μιλάμε για πεθαμένους ή για ανθρώπους που πρόκειται να πεθάνουν. Χρησιμοποιεί πολύ συχνά τον στίχο του Σολωμού, γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα. Όταν πεθαίνει κάποιος φίλος του τον κατευοδώνει με εξαίσιες σελίδες-συνθέσεις δικών του εξόδιων ακολουθιών. Ίσως τελικά να χρειάζεται ένα κάποιο τέλος για να φωτιστεί το διάστημα που μεσολαβεί απ’ την αρχή έως αυτό ακριβώς το τέλος . Συμβαίνει ορισμένες φορές, και σύμφωνα με τις απόψεις του Γιώργου, να χρειάζεται η μαυρίλα του Σολωμού για να φωτίσει η αστραπή του Καζαντζάκη. Μια αστραπή η ζωή μας…μα προλαβαίνουμε. Ο γνωστός ποιητής ζει ένα πένθος και προκειμένου να κρατήσει τη φλόγα του κεριού του άσβεστη αφήνει την ψυχή του να περιπλανιέται στον Άδη. Ανήκει στους πενθηφορούντες ανθρώπους και στους καλλιτέχνες που έχουν για έργο τους το γράψιμο μοντέρνων μοιρολογιών. Αν και μοιάζει ατέρμονη η αναδίφηση του στα έργα για τον θάνατο, η ζωή αυτού του επιγόνου του Καβάφη είναι γεμάτη βιώματα και ανδραγαθήματα που θα ζήλευε και ο πλέον ταλαντούχος αλχημιστής της καθημερινότητας. Ο Γιώργος Χρονάς γνωρίζοντας κάθε στιγμή ότι μπορεί να πεθάνει ζει απ’ τις εμπειρίες του ανθρώπου εκείνες που έχουν το πιο ξεκάθαρο απαύγασμα σοφίας. Είναι μια συναρπαστική εμπειρία να τον ακούς να μιλά για την τύρβη της Αθήνας και τους μικρούς παραδείσους που κρύβει μέσα της. Μια μέρα η συζήτηση έφτασε στις επιθυμίες μας για τον τρόπο ταφής μας. Δεν έχει σημασία η δική μου φαντασίωση. Δεν αρθρογραφώ για να περιαυτολογώ αλλά για να μιλώ για τον μαγικό κόσμο των άλλων ανθρώπων. Ο Γιώργος μου έχει πει ότι ανέφερε κάποτε στον Τσαρούχη πως είναι πολλοί λίγοι οι άνθρωποι που μπορούν να δουν την κηδεία τους ζώντες. Ανάμεσα σ’ αυτούς είναι και ο ίδιος ο Γιώργος. Αυτό μοιάζει με δήλωση πως είναι ήδη νεκρός. Και είναι. Μόνο ο νεκρός μπορεί να περιγράψει και να γράψει για τον κόσμο. Ο συγγραφέας υπερυψώνεται και εποπτεύει τα πάντα. Σαν ένας μικρός παντεπόπτης θεός. Μπορεί να μην παρεμβαίνει με τον λόγο του , αλλά κλαίει μέσα απ’ τις λέξεις που χρησιμοποιεί για να οικειοποιηθεί το σύνολο των ανθρώπινων αλλά και των άλλων. Σ’ αυτή την αλησμόνητη συζήτηση μου είπε πως κάπως θα ήθελε στην κηδεία του να συμπεριληφθούν και οι μνημειώδεις στίχοι του απ’ την συλλογή του Μαύρα Τακούνια. Στίχοι που άρεσαν και στην Μαλβίνα Κάραλη.
Θα παίζουν όπως τότε τα γραμμόφωνα,
τότε που έφυγε η Ρίτα και μείναμε μονάχες
μέσα στα μπορντέλα.
Δεν είχαμε ανθρώπους- ο Νίκος μόλις είχεν έρθει
από τις φυλακές, κι ο Σίμος γύριζε καρότσια με παιδιά
σε λούνα παρκ της επαρχίας
Είχαμε βγει πρωί στις πόρτες και περνάγαμε στις χτένες
τα μαλλιά μας
Θέλαμε μικρόφωνα, πλερέζες ριγμένες στις ωμοπλάτες,
αρώματα ακριβά για τα κορμιά μας.
Α Τζένη, τι έπρεπε να κάνουμε; Γέμιζε η αγορά
ψόφια άλογα αρσενικά και μεις με τσάντες ζητάγαμε
ψάρια.
Δεν βρήκα κανένα εκεί. Είχα βγει στο κέντρο μια πρωινή βόλτα με τη μητέρα μου. Ήταν η ευλογημένη γωνιά κάτι αστέγων. Τα δύο μαξιλάρια ήταν ενδεικτικά κάποιας συνύπαρξης. Μπορεί ένα ζευγάρι , δυο φίλοι σε μια σπαραξικάρδια συμβίωση. Είχαν αφήσει το υπαίθριο κρεβάτι τους στρωμένο με πολλές κουβέρτες για το δριμύ ψύχος της νύχτας. Ένα πλούσιο εικονοστάσιο, φτιαγμένο με μικρές εικόνες αγίων, μαρτυρούσε ικεσίες και προσευχές, μπορεί και ψαλμούς που αναμέλπονταν πιθανόν προς τον Χριστό των Ελλήνων. Ήτανε δυο χοντρά εκκλησιαστικά βιβλία τοποθετημένα στην άκρη του διπλού στρώματος. Η γωνιά αυτών των ανθρώπων ήταν γεμάτη τόσα μικροπράγματα που όλοι οι Αθηναίοι θα μπορούσαν να βρουν τον εαυτό τους σε κάποιο απ’ αυτά. Έμεινα εμβρόντητος όταν ανασηκώνοντας το βλέμμα μου είδα ένα αστραφτερό μικρό χριστουγεννιάτικο δέντρο να συμπληρώνει και να ολοκληρώνει την εορταστική –τρόπον τινά- διακόσμηση. Από ποια μυστική ζωή, αφανέρωτη στα μάτια μας, αυτοί οι άστεγοι αντλούσαν την ανεξάντλητη αισιοδοξία και απαντοχή για τα μελλούμενα; Ήθελα να τους συναντήσω, να τους ψελλίσω τα δικά μου. Μπορείτε να τους βρείτε στη Σταδίου. Μοιάζει μ’ ένα μικρό παράδεισο η γωνιά τους. Ας μην τους είδα την πρώτη φορά. Πήρα δύναμη απ’ όσα με άφηναν άλαλο δίπλα στη μητέρα μου να τα κοιτάζω για πάνω από μισή ώρα. Πέρασα και το απόγευμα από το μέρος. Και τότε τους θαύμασα. Την ώρα που ήμουν έτοιμος να τους ρωτήσω αν φοβούνταν το κρύο, το θάνατο… γύρισαν και με κοίταξαν με βλέμματα γαλήνια και αγιασμένα. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν υπερβεί κατά πολύ το «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» του αποστόλου Παύλου. Ντράπηκα για την πνευματική μου ένδεια και δεν τους ενόχλησα καθόλου. Με μια συστροφή του σώματος μου έφυγα προς την πλατεία Καρύτση. Δεν ξέρω πότε θα πεθάνουν ή αν θα πεθάνουν. Αυτό που ξέρω είναι πως με τούτη την παράγραφο θα ταξιδέψουν προς τα μάτια πολλών φιλεύσπλαχνων αναγνωστών. Και η εικόνα τους θα μπει για τα καλά στα νοητά εικονοστάσια των αναμνήσεών τους. Οι άστεγοι μου θα κερδίσουνε σίγουρα περισσότερο από έναν αιώνα ύπαρξης. Δουλειά του συγγραφέα είναι να φωτίζει όλους τους φαινομενικά ελάσσονες βίους.
Ο Ηλίας Παπαμόσχος είναι λογοτέχνης. Για την ακρίβεια γράφει μικρά σε έκταση, σπουδαία διηγήματα. Όταν τον επισκέφτηκα στην Καστοριά, τόπος της μόνιμης κατοικίας του, γνωρίζοντας τον ήδη από έναν άλλο κοινό μας γνωστό, μου έδειξε όλα τα τιμαλφή του σπιτιού του. Πιο πολύ το μεγάλο γραφείο μέσα στο οποίο ιερουργεί συνυφαίνοντας λέξεις σε συγκινητικές αφηγήσεις. Δεν αποχωριζόταν χωρίς λόγο το δωμάτιο αυτό. Εκεί μέσα κείτονταν τα βιβλία του, τα σπάνια βινύλια του, τα κειμήλια απ’ τους προπάτορες του και κάθε αντικείμενο-αισθητηριακό σκίρτημα για εκστατικές αναζητήσεις χαμένων ανθρώπων του, και άλλων απολεσμένων. Έτσι ψηλός και κομψός που είναι , δεν ξέρω για ποιό λόγο, μου θυμίζει νεκροθάφτη. Μόνο αυτό δεν είναι. Σύμφωνα και με την θεωρία της συνύφανσης ο Ηλίας είναι σε θέση να δώσει πνοή σε άψυχα αντικείμενα. Ο θάνατος τον συναρπάζει στις συζητήσεις μας ακριβώς γιατί μιλάει γι’ αυτόν σαν ένας παράξενος γητευτής που είναι σε θέση να αναστήσει οτιδήποτε χάθηκε. Αν λοιπόν αναφέρεται στις στιχομυθίες με τον όποιο συζητητή του στην τελευτή, είναι για να ανακαλέσει ό,τι για τους άλλους είναι ανέκκλητα εξαφανισμένο. Ο Παπαμόσχος είναι πνεύμα ζείδωρο, ζωντανεύει τα βινύλια του και τα κάνει να παίζουν μουσική, δίνει φωνή στα βιβλία του να εκπτυχώσουν την ιστορία της ανθρώπινης συνθήκης. Η προσωπικότητα του αγαπημένου μου φίλου καταλάμπει μέσα στο ιδιαίτερο γραφείο. Εκεί μέσα συντελείται η ταυτοποίηση του περιβάλλοντος με το πρόσωπο που το κατοικεί. Ο Ηλίας ακούει συχνά ρέκβιεμ της κλασικής μουσικής. Μια φορά τον είχα δει να αγγελοκρούεται σχεδόν , σαν έτοιμος για θυσιαστική αυτοδιάθεση στην γαλήνη που τον άγγιζε από το υπεραισθητό. Τον ξύπνησα και τον ρώτησα να μου πει για τον θάνατο του. Μου είπε ότι θα ήθελε να ταριχευτεί και να τοποθετηθεί, όντας άψυχος πια, κάπου σ’ ένα αφανές σημείο του αγαπημένου του γραφείου. Το γραφείο του είναι το σπίτι του. Μαζί του, δίπλα του, επιθυμεί να τον συντροφεύουν τα κόκκαλα της μητέρας , του πατέρα και της αδερφής του. Είναι πολύ όμορφο να κηδεύεσαι εκεί που θέλεις και να σφραγίζεις με τη θύμησή σου, στις σκέψεις των άλλων, τους χώρους που σε σφράγισαν. Ο Ηλίας έχει με τους μεγάλους διασκελισμούς του, τις ψηλαφήσεις στα αντικείμενα του γραφείου του, την χρησιμοποίηση τους και την συνταύτιση των ήχων με την βαθύτερη υπόστασή του δημιουργήσει έναν ιερόπρεπο χώρο. Ηλία, εύχομαι να εισακουστεί η επιθυμία σου σε κάποιο παράλληλο δικό σου σύμπαν, να γίνει το γραφείο σου το μαυσωλείο της καρδιάς σου.