Με βοήθησε να γράψω αυτά τα λόγια η Ευφροσύνη Δοξιάδη, όταν καθόμασταν χτες το πρωί Αιόλου και Νικίου για καφέ προσανατολισμένες προς την Ακρόπολη, που έμοιαζε κάτασπρη και καθαρή και φευγαλέα σαν αφρός μπίρας. Μου είπε: «Κοίταξε, για την Αιόλου είχα πάντα μια εικόνα ότι περπατώντας την από Ομόνοια προς Πλάκα είναι σαν να βλέπεις να σχηματίζεται μέσα απ’ τα κτίρια ένα ψηλό ποτήρι γεμάτο Ακρόπολη.»
Ανάμεσα όμως στο «ποτήρι» και σ’ εμάς σάλευαν οι κορφές από τις ανθισμένες τζακαράντες. Τα μωβ της άνοιξης είναι αμέτρητα αρχίζοντας από τις ανεμώνες του Φλεβάρη και βουλιάζοντας μέσα στις γλυσίνες, τις κουτσουπιές, τις πασχαλιές, τα ία, τις βιολέτες, τις βουκαμβίλιες, τις ίριδες, τους μάηδες και τις εξωτικές τζακαράντες. Ας αντιγράψουμε εδώ τη σημείωση του Γ. Π. Σαββίδη από τη δέκατη τρίτη έκδοση των Ποιημάτων του Γιώργου Σεφέρη (Ίκαρος, 1981): «τζακαράντες: είδος τροπικού δέντρου [jacaranda mimosaefolia, με λουλούδια μενεξεδένια και καρπούς που όταν κινούνται κροταλίζουν].»
Οι καρποί μοιάζουν με κοντά χαρούπια και ηχούν με το παραμικρό φύσημα του αγέρα. Τη λέξη τζακαράντα, μαζί με άλλα πράγματα, την έμαθα απ’ το Σεφέρη βέβαια:
Οι τζακαράντες παίζοντας καστανιέτες και χορεύοντας
ρίχναν γύρω στα πόδια τους ένα μενεξεδένιο χιόνι.
Ο ποιητής αυτός τα τίμησε τα δέντρα γενικά και μας τα αποτύπωσε στη μνήμη όσο κανένας άλλος από τους Νεοέλληνες. Καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα, πικροδάφνες και πλατάνια, αμυγδαλιές, πιπεριές, η γέρικη συκομουριά, οι καστανιές του Πήλιου, οι ίσκιοι από κυπαρίσσια, η φοινικιά, τα δέντρα του Ιούδα, η καρυδιά, η λεύκα, η ελιά, η οξιά, οι λεμονιές, οι ευκάλυπτοι είναι σαν πρόσωπα του έργου του, σαν χαρακτήρες του θεάτρου του.
Οι τζακαράντες αναφέρονται στο ποίημα “Kerk Str. Oost, Pretoria, Transvaal” του 1941, όταν ο Σεφέρης υπηρετούσε ως Γραμματέας της Ελληνικής Πρεσβείας στη Νότια Αφρική. Δεν ξέρω αν τότε, 73 χρόνια πριν, είχαν φυτευτεί οι τζακαράντες της Αθήνας, στην κεντρική αλέα που οδηγεί στο Ζάππειο από την Αμαλίας, στην οδό Αθηνάς και στην Αιόλου. Ξέρω όμως ότι 73 χρονών ήταν ο πρωτοψάλτης Λυκούργος Αγγελόπουλος που αποχαιρετήσαμε χτες το πρωί, Κωνσταντίνου και Ελένης, μέσα σε εκτυφλωτικό ανοιξιάτικο φως, με βοριαδάκι που δρόσιζε την κατάμεστη εκκλησία, ενώ έξω οι τζακαράντες είχαν στρώσει την πλατεία μενεξεδένιο χιόνι. Αλίμονο αν δε διάλεγε μέρα γιορτινή ο μεγάλος αυτός αρχιμουσικός τόσων Επιταφίων και τόσων Αναστάσεων για την αποχώρησή του.
Η τελετή ήταν αβάσταχτη, τα λόγια του Δαμασκηνού ανέβαιναν, σκόρπιζαν και χτυπιούνταν σαν πουλιά στους θόλους, στις εσοχές, στα χωνιά και στα κοιλώματα του δαντελένιου αυτού ναού (έργο του Λύσανδρου Καυταντζόγλου). Όσο πιο στιβαρές και μεγαλόπρεπες οι φωνές των ψαλτάδων τόσο πιο γλυκά και χωμάτινα τα λόγια. Ποτέ δεν τα κατάλαβα καλύτερα, ποτέ δεν τα χώνεψα τόσο πολύ. Αυτοί οι μαθητές και συνοδοιπόροι του Λυκούργου του απευθύνονταν προσωπικά, τα εννοούσαν όσα έλεγαν, δεν διεκπεραίωναν καθήκον, φώναζαν δυνατά να τον ξυπνήσουν. Ο μοναχικός άντρας όμως, που δεν έζησε ωστόσο ποτέ μοναξιά, ήταν κλεισμένος τώρα
σε σκληρή σιγή κι αχάραχτη στο γυαλί του γαλάζιου.
Ποιος ήταν, τι έργο άφησε, τι θέση είχε στη μακριά αλυσίδα των μουσικών της παράδοσης θα τα μάθετε από αλλού.
Αν ρωτούσαμε τον ίδιο μπορεί ν’ απαντούσε με τα λόγια που είπε στο Σεφέρη ο Θαλασσινός Γέρος (από τα Τρία Κρυφά Ποιήματα):
Εγώ είμαι ο τόπος σου·
ίσως να μην είμαι κανείς
αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις.
Έλεγα μια μέρα παραληρώντας μπροστά σε λίγους φίλους ότι στη γεωγραφική επικράτεια της ελληνικής γλώσσας, από τότε που μιλιέται αυτή, λόγος και μουσική δεν ήταν παράλληλοι δρόμοι αλλά σφιχτά πλεγμένοι (και η επιστήμη άλλωστε εδέησε να ανακαλύψει ότι γραμμές παράλληλες στο σύμπαν δεν υπάρχουν). Από τον τυφλό ραψωδό στην τραγωδία, από το βυζαντινό μέλος στο δημοτικό και το ρεμπέτικο τραγούδι, η μουσική αποτελεί στοιχείο απαραίτητο του συνολικού corpus, του σώματος των ελληνικών γραμμάτων. Έτσι, ένιωσα να δικαιώνομαι ακούγοντας να ονομάζεται από το σινάφι του «μουσικολογιώτατος» ο καλλιτέχνης Λυκούργος Αγγελόπουλος.
Βγαίνοντας στο δρόμο κοίταξα κάτω τις γκρίζες λερωμένες πλάκες και τα μαβιά πατημένα λουλουδάκια. Ευχήθηκα να ‘χα τη δύναμη να ακτινογραφήσω το έδαφος, να φτάσω βαθιά εκεί που ξέρω πως τρέχει από κάτω ο αρχαίος Ηριδανός ανεμπόδιστος ακόμα και καθαρός. Ευχήθηκα η ροή της πνευματικότητας, έστω βαθιά παραχωμένη, έστω μικρή κι εμποδισμένη, να είναι παντοτινή και να μην τελειώνει όταν τελειώνουν οι άνθρωποί της. Να τη συνεχίζουν άλλοι.