Μετεκλογική περίοδος. Εβδομάδα πρώτη. Από την αρχή μέχρι το τέλος της τα είδαμε σχεδόν όλα. Από το όμορφο παιχνίδι με τα σύμβολα, που κατά πολλούς αποτελεί την πεμπτουσία της πολιτικής, μέχρι το επικίνδυνο παιχνίδι με τη φωτιά, που σηματοδότησε την έναρξη των διαπραγματεύσεων της νέας κυβέρνησης με τους δανειστές μας.
Έπεται η συνέχεια που θα δοθεί εντός της αρχόμενης δεύτερης εβδομάδας.
Οι σταθμοί της είναι γνωστοί και ιδιαίτερα σημαντικοί. Συναντήσεις του, υπό το Γιάννη Βαρουφάκη, οικονομικού επιτελείου με τα ομόλογα της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Βρετανίας. Επισκέψεις στο υψηλότερο επίπεδο του Πρωθυπουργού Τσίπρα με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη, τον Ρέντσι, τον Γιούνκερ και τον Ολάντ.
Οι στόχοι είναι, επίσης, προφανείς: να διερευνηθούν τα πεδία των ενδεχόμενων συμμαχιών και να διαμορφωθούν τα πλαίσια εντός των οποίων θα είναι δυνατόν να επιτευχθεί η νέα συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Το ποια μπορεί να είναι αυτά τα πλαίσια αποκλείεται να το καταλάβουμε πριν τη Σύνοδο κορυφής της 12ης Φεβρουαρίου.
Ακόμα περισσότερο θα αργήσουμε να καταλάβουμε αυτό που είναι και το κρισιμότερο. Αν, δηλαδή, η πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα χρησιμοποιηθεί ως απαρχή για την αναθεώρηση της ακολουθούμενης ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής ή αν, αντιθέτως, προκαλέσει το ατύχημα που θα δώσει το κακό παράδειγμα της αμφισβήτησης της γερμανικής οικονομικής ορθοδοξίας και το έναυσμα σε ανεξέλεγκτες (;) εσωτερικές εξελίξεις.
Στην πρώτη περίπτωση, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ– ΑΝΕΛ θα έχει βάλει τα θεμέλια μίας μακράς πνοής κυριαρχίας, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι θα παραμείνει ανέφελη η μεταξύ τους παράδοξη συνεργασία και δε θα δοκιμασθεί από άλλου είδους κρίσεις, όπως είναι, για παράδειγμα, αυτές που μπορεί να υπάρξουν στα ανοιχτά μέτωπα της εξωτερικής πολιτικής.
Στη δεύτερη περίπτωση, ο μέχρι τούδε «τραγικός απολογισμός» της οικονομικής κρίσης θα γίνει απλούστατα βαρύτερος. Όχι μόνο γιατί στα θύματά του θα προστεθεί ένας ακόμα Πρωθυπουργός και μερικοί επιπλέον αρχηγοί κομμάτων. Αλλά, κυρίως, γιατί το μεγαλύτερο θύμα του θα είναι η ίδια η χώρα και ο λαός της.
Ωστόσο, ανάμεσα σε αυτά τα δύο «ακραία σενάρια» υπάρχουν πλείστα όσα άλλα πιθανότερα μπορεί να προκύψουν από τον «έντιμο συμβιβασμό» της νέας κυβέρνησης με τους δανειστές μας.
Η μορφή και το περιεχόμενό του συμβιβασμού θα αποτελεί εφεξής το προφανές ζητούμενο των συνομιλιών που θα συνεχισθούν μέχρι την τελική πτώση των υπογραφών.
Όσο κι αν η επεισοδιακή συνέντευξη Βαρουφάκη– Ντάισελμπλουμ δημιούργησε προς στιγμή την εντύπωση ότι η «ρήξη» θα μπορούσε να είναι για τη νέα κυβέρνηση μία συνειδητά προεπιλεγμένη μέθοδος διαπραγμάτευσης, η συνέχεια που δόθηκε αμφοτέρωθεν κατέστησε σαφέστερη την πραγματικότητα που χρόνια τώρα θέλει την Ευρωπαϊκή Ένωση να πορεύεται ως ένας γιγαντιαίος, αν και δυσκίνητος, μηχανισμός παραγωγής διαρκών συμβιβασμών.
Εδώ, όμως, βρίσκεται και το πρόβλημα. Οι συμβιβασμοί απαιτούν χρόνο, που στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει, και χρήμα, που, επίσης, στην προκειμένη περίπτωση δε διαθέτουν ούτε τα δημόσια ταμεία, ούτε οι ελληνικές τράπεζες. Εξ ου και ο κίνδυνος ενός ατυχήματος παραμένει στον ορίζοντα των εν εξελίξει ευρισκομένων διαπραγματεύσεων ως ένα από τα ενδεχόμενα που πρέπει να αποφευχθούν, τουλάχιστον έως ότου εξασφαλισθεί η συγκατάβαση της Γερμανίας και η ανοχή της απειλούμενης από τους Podemos ισπανικής κυβέρνησης.
Αν η κυβέρνηση Τσίπρα καταφέρει να κερδίσει το χρόνο που ζητά και να πάρει την ανάσα που χρειάζεται για να πετύχει τον αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό, το μόνο που θα της απομένει είναι να καταβάλει το τίμημα της επιτυχίας της.
Το βάρος του, και, άρα, η διαχείρισή του, θα εξαρτηθεί από δύο, κυρίως, πράγματα.
Το ένα είναι το κόστος των δημοσιονομικών πολιτικών που θα υποχρεωθεί να εφαρμόσει προκειμένου να χρηματοδοτήσει τη μερική, έστω, αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης και συνοχής.
Το δεύτερο είναι ο χρόνος εντός του οποίου θα μπορέσει να ξαναβάλει μπροστά τις ατμομηχανές της παραγωγής και της ανάπτυξης, άνευ των οποίων η «ελπίδα» που την έφερε στην εξουσία δε θα φθάσει ποτέ στον πολιτικό της προορισμό.
Γι’ αυτό και η συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας θα ήταν ίσως πιο ενδιαφέρουσα, αν στην ατζέντα της συμπεριλαμβάνονταν και οι λόγοι για τους οποίους οι ελπίδες που συνόδευσαν την εκλογή του Ολάντ κομματιάστηκαν μαζί με τη δημοτικότητά του πριν καν συμπληρώσει το πρώτο έτος της θητείας του.
Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής