«If you are racist, sexist, homophobic or an asshol … don’t come in». Αυτό ήταν το μήνυμα που αναγραφόταν στην τελευταία φωτογραφία εξωφύλλου στο προφίλ της Ελένης Τοπαλούδη στο facebook. Η Ελένη γνώριζε από τι κινδύνευε. Όλες γνωρίζουμε.

Είναι η μεταβιβασμένη άυλη μνήμη των θηλυκοτήτων στον πατριαρχικό κόσμο που λειτουργεί σαν ένα πελώριο νοητό δοχείο γεμάτο μοναχικές σιωπές, πυρηνικές φοβίες, αρνήσεις που δεν έγιναν σεβαστές, επιθυμίες που ακυρώθηκαν, κορμιά που βεβηλώθηκαν και ζωές που φονεύτηκαν. Είναι η αβίαστη και ακλόνητη πεποίθηση που προσπαθούν να σου εμφυσήσουν από τα πρώτα στάδια της ύπαρξης σου ότι στις έμφυλες ιεραρχήσεις η θηλυκότητα ισοδυναμεί με την υποταγή, ότι το σώμα σου είναι λάφυρο σ’ ένα ακήρυχτο και αδιάκοπο πόλεμο. Μπορεί να βιαστεί, να κακοποιηθεί, να τραυματιστεί.

Μπορεί ακόμα και να πεταχτεί από τα βράχια στη θάλασσα, να ανασυρθεί αδειανό έχοντας στερέψει όλες οι ανάσες και όλα τα όνειρα και να στοιχειώσει, όμως, αμετάκλητα τη σκέψη αυτών που μένουν πίσω. Το άγρια βασανισμένο και δολοφονημένο σώμα της Ελένης έγινε πυξίδα στην αναζήτηση ενός άλλου τρόπου να υπάρχουμε που θα είμαστε ελεύθερες, ασφαλείς και ζωντανές. Κι αν δε φτάσαμε ακόμα εκεί, ξέρουμε καλά ότι σ’ αυτή τη διαδρομή, θα κουβαλάμε πάντα μέσα σε θυμωμένα συνθήματα και φλογισμένα μάτια, κι αυτές που λείπουν. 

Τη Δευτέρα 13 Ιανουαρίου ξεκινάει στο Μικτό Ορκωτό δικαστήριο της Αθήνας η δίκη για τη γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη. Κάπως ζωντανεύουν πάλι εκείνες οι οδυνηρές μέρες στο τέλος του Νοέμβρη του 2018, όπου ένα κορίτσι στη Ρόδο αγνοούνταν και διάφοροι ελεεινοί μισογύνηδες και ρατσιστές ξέρναγαν χολερικά σχόλια στο προφίλ της με διάχυτη χαιρεκακία για το προεξοφλούμενο τέλος της, όπου το κορίτσι εντοπίστηκε νεκρό στη θαλάσσια περιοχή της Λίνδου κι άρχισε να ξετυλίγεται μερικώς το φανερό μυστικό της έμφυλης βίας στην περιοχή, όπου καμία αίθουσα δε χωρούσε την οργή και κανένας τοίχος δε βαστούσε τη θλίψη που δεν ήθελε να κρυφτεί ή να παραλύσει αλλά να βγει έξω και να κάνει φασαρία. Να ακουστεί δυνατά, διαπερνώντας τον άξεστο μονόλογο του σεξισμού που κάθε φορά μπροστά σ’ ένα φέρετρο με γυναικείο όνομα, επιλέγει να στρουθοκαμηλίσει αναμασώντας βολικά κλισέ για να μη κοιταχτεί στον καθρέφτη. 

Η Ελένη Τοπαλούδη δολοφονήθηκε, έχοντας προηγουμένως βασανιστεί, στις 26 Νοεμβρίου του 2018. Στις 28 Νοεμβρίου εντοπίστηκε η σωρός της. Λίγες μέρες αργότερα ακολούθησαν ορισμένες από τις μαζικότερες των τελευταίων ετών φεμινιστικές πορείες σε διάφορες ελληνικές πόλεις. Πρόκειται για μια υπόθεση που εμβληματοποίησε το ζήτημα της έμφυλης βίας, εξαιτίας της βαναυσότητας που εμπεριείχε και επειδή γνωστοποιήθηκε σε μια χρονική συγκυρία που βάραιναν πάνω μας κι άλλες δολοφονίες όπως αυτή του Ζακ Κωστόπουλου και του Πετρίτ Ζιλφε. Τράβηξε μονομιάς το καπάκι της αγανάκτησης. Βλέπεις, στην υπόθεση της Ελένης Τοπαλούδη συναρθρώθηκαν μια σειρά από μοτίβα, άκρως δηλωτικά ολόκληρου του πλέγματος σχέσεων και συμπεριφορών που συντείνουν στην αναπαραγωγή και την κανονικοποίηση της έμφυλης βίας.

Η Ελένη Τοπαλούδη πριν δολοφονηθεί είχε βιαστεί, είχε πάει στο αστυνομικό τμήμα να κάνει καταγγελία αλλά την απέτρεψαν, όπως έχουν κάνει σε αρκετές παρόμοιες περιπτώσεις. Είναι ακριβώς αυτή η απαράδεκτη στάση της Αστυνομίας που έχει στηλιτευτεί πολλάκις αλλά εξακολουθεί να επαναλαμβάνεται, μια πάγια και ανέλπιστη συμμαχία με τους βιαστές και τους κακοποιητές. Αφού δε διώκονται και δεν τιμωρούνται, αισθάνονται ελεύθεροι να διαπράξουν νέα εγκλήματα. Ως εκ τούτου τα ποσοστά καταγγελιών παραμένουν εξαιρετικά χαμηλά λόγω της εγκαθιδρυμένης και εύλογης καχυποψίας που υπάρχει απέναντι στις αρχές. Η τοπική κοινωνία, όπως αποκαλύφθηκε, γνώριζε ότι πρόκειται για άτομα που επιδίδονται σε ακραία παραβιαστικές συμπεριφορές αλλά σιωπούσε. Μετά τη γυναικοκτονία της Ελένης, λύθηκαν τα φερμουάρ της γλώσσας, καθώς κι άλλες κοπέλες ομολόγησαν ότι είχαν παρενοχληθεί σεξουαλικά από τους δράστες.

Η Ελένη Τοπαλούδη πριν δολοφονηθεί είχε βιαστεί, είχε πάει στο αστυνομικό τμήμα να κάνει καταγγελία αλλά την απέτρεψαν, όπως έχουν κάνει σε αρκετές παρόμοιες περιπτώσεις. 

Η κοινωνική κουλτούρα της αδράνειας που έχει διαπιστωθεί και σε άλλες περιπτώσεις γυναικοκτονιών με τη γειτονιά να ξέρει, να ακούει, να ψυλλιάζεται αλλά να μην αντιδρά, λειτουργεί ως προστατευτική ασπίδα για τους δράστες και εντείνει το αίσθημα απελπιστικής μοναξιάς των θυμάτων. Η δημόσια αμφισβήτηση της συμπεριφοράς του θύματος ως απόπειρα ενοχοποίησης του και σχετικοποίησης του εγκλήματος, έτσι όπως διατυπώθηκε όχι μόνο μέσα από τα βιτριολικά σχόλια στα social media αλλά και από δημοσίευμα του τοπικού τύπου που αναρωτιόταν αν η Ελένη είχε δεχτεί αρχικά να κάνει σεξ μαζί τους, συντελείται ακατάπαυστα και ανερυθρίαστα μετά από κάθε βιασμό και γυναικοκτονία. Θυμίζω μόνο το αλησμόνητο «τη σκότωσε γιατί τον απατούσε» που διέτρεξε ως σούπερ τη μετάδοση της είδησης της γυναικοκτονίας στο Ηράκλειο το Δεκέμβρη. Και μάλιστα στη δημόσια τηλεόραση όχι σε κάποιο παρακμιακό περιφερειακό κανάλι.

Tέλος, η προσπάθεια να πέσουν στα μαλακά οι δράστες. Όσο πιο ισχυροί είναι, τόσο περισσότερο στα μαλακά προσπαθούν να τους ρίξουν. Είδαμε από την αρχή μια επιχείρηση διαχωρισμού των δραστών με βάση την εθνικότητα τους, στον « Έλληνα – παιδί της καλής οικογένειας που παρασύρθηκε»  και στον «Αλβανό που έφταιγε». Την κατέρριψαν τα στοιχεία.

Τη σκυτάλη πήρε η ψυχιατρικοποίηση, καθώς ένας εκ των δραστών με τη συνδρομή του περιβάλλοντος του επικαλείται ψυχολογικά προβλήματα. Η ψυχιατρικοποίηση είναι ένας μηχανισμός που ενεργοποιείται σε υποθέσεις ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας, αφενός γιατί επισείει μια ηπιότερη ποινική μεταχείριση και αφετέρου γιατί σκεπάζει το πατριαρχικό υπόβαθρο, στο οποίο εδράζονται αυτές οι ενέργειες.

Έτσι, ανεύθυνα, αδόκητα και πρόχειρα διαιωνίζεται ο στιγματισμός της ψυχικής ασθένειας και συσκοτίζεται η πραγματική ρίζα του προβλήματος. Η τοξική αρρενωπότητα, παρότι πληγώνει, περιορίζει και δολοφονεί, αποτελεί το βασικό θεμέλιο της αρχιστεκτονικής της εθνοπατριαρχίας. 

Για αυτούς, ενδεχομένως και για πολλούς περισσότερους λόγους, η γυναικοκτονία της Ελένης επέδρασε σημαντικά στο σύγχρονο ριζοσπαστικό φεμινιστικό κίνημα που είδε στο πρόσωπο της ένα οικείο βίωμα. Η Ελένη πενθήθηκε σα να την ξέραμε, σα να ήταν ένας δικός μας άνθρωπος, γιατί όλες έχουμε βιώσει κάποιου είδους παραβίαση των ορίων μας, έχουμε ντραπεί, έχουμε φοβηθεί, έχουμε απειληθεί και κάθε φορά που μια θηλυκότητα δολοφονείται, η ουλή που σχηματίζει η ενσώματη συλλογική εμπειρία της βίας, αιμορραγεί ξανά. Πριν ένα χρόνο, στη δίνη του συλλογικού πένθους, φωνάζαμε «καμία άλλη δολοφονημένη».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ

Το 2019 διαπράχθηκαν τουλάχιστον άλλες 12 γυναικοκτονίες (η καταγραφή έγινε από άτυπα δίκτυα, αφού δεν υφίσταται επίσημο σύστημα καταγραφής). Σε κάποιους – κατά βάση cis straight άνδρες – δεν αρέσει ο όρος, ίσως γιατί ταρακουνάει τα αναπαυτικά στερεότυπα που κάθονται για δεκαετίες. Σε εμάς πάλι δεν αρέσει η πράξη που αποτυπώνει.

Είναι κρίσιμο στη δίκη που ξεκινάει τη Δευτέρα όχι μόνο να αποδοθούν ακέραιες και χωρίς αστερίσκους οι ευθύνες στους δράστες για να δικαιωθεί η μνήμη της και ο αγώνας που δίνει η οικογένεια της αλλά και να ενταχθεί ξεκάθαρα αυτό το έγκλημα στο συγκείμενο της έμφυλης βίας.

Για την Ελένη, για κάθε Ελένη που η ζωή της μέτρησε λιγότερο, αξίζει να γυρίσουμε τον κόσμο ανάποδα μπας και σταματήσει να παράγει πόνο, αδικία και θάνατο.